«Η υποστήριξη των ταξιδιωτών που πλήττονται από τις συνέπειες της αφερεγγυότητας αποτελεί πλέον ύψιστη προτεραιότητα για την “FTI GROUP”» αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο τρίτος μεγαλύτερος ταξιδιωτικός πάροχος της Ευρώπης, μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων που είχε η διοίκηση για τη διάσωσή του και το… «κανόνι» που ακολούθησε.

Η χρεοκοπία του τουριστικού ομίλου επηρεάζει 11.000 εργαζόμενους αλλά και δεκάδες χιλιάδες ταξιδιώτες, που επέλεξαν κάποιον από τους 120 προορισμούς που προσέφερε, στους οποίους φυσικά περιλαμβάνεται και η Ελλάδα, με τον όμιλο, μάλιστα, να τοποθετεί τη χώρα μας στα «ισχυρά» χαρτιά του για τη φετινή χρονιά.

Το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών δήλωσε ότι η τουριστική βιομηχανία και το ειδικό Tαμείο ταξιδιωτικής ασφάλισης θα φροντίσουν για τον επαναπατρισμό και την υποστήριξη των τουριστών που επηρεάζονται, καθώς και ότι θα παράσχει προξενική υποστήριξη, εάν χρειαστεί, για να διασφαλιστεί η ασφαλής επιστροφή των ταξιδιωτών. Το υπουργείο Οικονομικών της χώρας έκανε λόγο για τραγική εξέλιξη, προσθέτοντας ότι δεν μπορούσε να παράσχει καμία πρόσθετη βοήθεια, σύμφωνα με το πρακτορείο «Reuters».

Ακόμα δεν έχει γίνει γνωστός ο ακριβής αριθμός των τουριστών, κυρίως Γερμανών, που είχαν κλείσει τις διακοπές τους στην Ελλάδα, ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες του money-tourism, ο tour operator έχει εξοφλήσει το σύνολο σχεδόν των οφειλών του στα ελληνικά ξενοδοχεία, με μοναδική εξαίρεση κάποια ξενοδοχεία της Κρήτης, όπου εκτιμάται ότι εκκρεμούν ακόμα οφειλές.

Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Τουριστικών και Ταξιδιωτικών Γραφείων Κρήτης, Μιχάλης Βλατάκης, μιλώντας στο cretalive δεν έκρυψε την ανησυχία του για την εξέλιξη των κινήσεων του γερμανικού κολοσσού στην τουριστική αγορά. Όπως είπε, «υπάρχουν αρκετοί ξένοι επισκέπτες στο νησί αυτή την ώρα και πρώτο μας μέλημα είναι να επιστρέψουν πίσω με ασφάλεια. Δυστυχώς, τέτοιες εξελίξεις είναι άσχημες για όλη την αγορά, καθώς πτωχεύει ο τρίτος τουριστικός οργανισμός στην Ευρώπη. Ένας tour operator με πολλούς προμηθευτές στην Κρήτη, ενώ υπάρχουν και υπόλοιπα από την περσινή χρονιά. Μέλημα είναι να υπάρξουν τα μικρότερα -δυνατόν- προβλήματα στους επαγγελματίες του νησιού αλλά και το πώς θα επιστρέψουν στις χώρες τους όσοι ξένοι επισκέπτες βρίσκονται στην Κρήτη από το συγκεκριμένο πρακτορείο».

Νέα ξενοδοχεία και ειδικά πακέτα

Ο tour operator με έδρα το Μόναχο, που προέβλεπε -μόλις τον περασμένο Νοέμβριο- μία ιδιαίτερα καλή σεζόν, αντιμετώπιζε προβλήματα ήδη πριν από την πανδημία του κορονοϊού και είχε καταφέρει να επιβιώσει με 595 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Οικονομικής Σταθεροποίησης (WSF) της γερμανικής κυβέρνησης.

Η «FTI» είχε ανακοινώσει προσθήκες νέων ξενοδοχείων και συνδέσεων στα σχέδιά της για την Ελλάδα το 2024, διευρύνοντας το πρόγραμμα για τα ελληνικά νησιά όπως η Κρήτη και η Ρόδος από τον Απρίλιο μέχρι και τον Νοέμβριο. Παράλληλα, πρόσφερε ειδικά πακέτα για επιλεγμένα ξενοδοχεία στην Ελλάδα, τα οποία περιλαμβάνουν ενοικίαση αυτοκινήτου για διαμονή τον Νοέμβριο.

Πώς έγινε η ενημέρωση

Οι εργαζόμενοι στον γερμανικό όμιλο ενημερώθηκαν σήμερα το πρωί για την εξέλιξη, ενώ τα συστήματα κρατήσεων βρίσκονταν ήδη εκτός λειτουργίας. Απενεργοποιημένη είναι από το πρωί και η ιστοσελίδα της αλυσίδας ξενοδοχείων Labranda, η οποία ανήκει στην FTI.

«Προς το παρόν εργαζόμαστε σκληρά, για να διασφαλίσουμε ότι τα ταξίδια που έχουν ήδη ξεκινήσει μπορούν να ολοκληρωθούν, όπως είχαν προγραμματιστεί. Τα ταξίδια που δεν έχουν πραγματοποιηθεί ακόμα πιθανώς δεν θα είναι πλέον εφικτά ή θα είναι μόνο εν μέρει εφικτά από την Τρίτη, 4 Ιουνίου 2024. Σε συνεργασία με τον (προσωρινό) “διαχειριστή αφερεγγυότητας”, που δεν έχει ακόμη διοριστεί, θα αναπτυχθεί τις επόμενες ημέρες μια ιδέα για τη συνεχή ενημέρωση των πληγέντων ταξιδιωτών και την επιχειρησιακή εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων».

Μόλις, τον Απρίλιο η διάσωση της εταιρείας φαινόταν ακόμη εφικτή, καθώς η αμερικανική εταιρεία επενδύσεων, «Centares», ανακοίνωσε ότι θα την εξαγόραζε, αναλαμβάνοντας το χρέος της, ύψους 1 δισ. ευρώ, και διαθέτοντας επιπλέον 125 εκατομμύρια ευρώ σε νέα κεφάλαια.

Η διαδικασία, ωστόσο, καθυστέρησε, επειδή η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία επρόκειτο να εγκρίνει την αγορά το νωρίτερο τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο και έτσι η FTI χρειαζόταν κεφάλαια προκειμένου να συνεχίσει να λειτουργεί μέσα στο καλοκαίρι.