Η κυβέρνηση της Γερμανίας ξεκίνησε να αναζητά κίνητρα, για να αυξήσει τις ώρες εργασίας και να μειώσει τα επιδόματα, γιατί ο πληθυσμός της γερνάει και ταυτόχρονα αυξάνονται οι ανάγκες του, ενώ μειώνεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι μέσες ετήσιες ώρες εργασίας των Γερμανών μειώθηκαν κατά 30% τα τελευταία 50 χρόνια, πέφτοντας κατά ένα τέταρτο κάτω από τα επίπεδα των ΗΠΑ, όπου οι άνθρωποι δουλεύουν περισσότερο και λαμβάνουν λιγότερα.
«Όταν οι άνθρωποι εργάζονται περισσότερο, καταλήγουν να πληρώνουν υψηλότερους φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, ενώ λαμβάνουν λιγότερες κοινωνικές αποδοχές, δηλαδή επιδόματα», είπε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ.
Η εφημερίδα Financial Times σε σχετικό δημοσίευμα έγραψε ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να αυξήσει με νόμο το ωράριο, λόγω αντιδράσεων από τα συνδικάτα. Έτσι, προσανατολίζεται σε ελκυστικές προτάσεις που στοχεύουν τους χαμηλόμισθους και όσους δεν έχουν σταθερό ωράριο.
Μεταξύ άλλων προτείνονται φορολογικές ελαφρύνσεις, όπως να αυξηθεί το όριο στο αφορολόγητο, να χαριστούν μερικοί μήνες από την εφορία ή να επιτρέπονται περισσότερες υπερωρίες.
Παράλληλα, επιθυμεί να μειώσει τα επιδόματα και να αποκλείσει δικαιούχους που είναι σε θέση να εργαστούν, ειδικά αν εργάζονται σε τομείς που υπάρχει ζήτηση με καλούς μισθούς.
Ωστόσο, αυτές οι σκέψεις έχουν προκαλέσει κατακραυγή στα συνδικάτα, γιατί η γερμανική οικονομική φιλοσοφία έδινε προτεραιότητα στις καλές απολαβές, που θα επέτρεπαν περισσότερο ελεύθερο χρόνο.
Έτσι, αφού δεν γίνεται καμία συζήτηση για αύξηση μισθού ή καλυτέρευση των εργασιακών συνθηκών παρά μόνο για περισσότερες ώρες εργασίας, η γερμανική κυβέρνηση πρέπει να περιμένει αντιδράσεις σε περίπτωση που προχωρήσει σε κάποια σχετική κίνηση.