«Δεν μπορεί, σε μια εποχή όπου η χώρα μας διψά για νέες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες και επενδύσεις, η κυβέρνηση να φορολογεί τα μερίσματα με βάση την ενιαία κλίμακα της φορολογίας φυσικών προσώπων» ανέφερε ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας, Κ. Μίχαλος στην ημερίδα που πραγματοποιείται αυτή την ώρα με θέμα: «πώς διαμορφώνεται το φορολογικό καθεστώς μετά την ψήφιση των νέων φορολογικών νόμων».
Ο κ. Μίχαλος τόνισε ότι «με το σημερινό φορολογικό καθεστώς, φοβούμαστε ότι όχι μόνο οι εισπρακτικοί στόχοι δε θα επιτευχθούν, αλλά ότι θα οδηγηθούμε σε περαιτέρω πτώση της ζήτησης και της κατανάλωσης, σε βαθμό που δε θα απειλήσει μόνο τους δημοσιονομικούς μας στόχους, αλλά θα συντελέσει – εάν δεν το έχει ήδη καταφέρει – στην εκτίναξη της ανεργίας και στο κλείσιμο πολλών βιώσιμων επιχειρήσεων».
Εκπροσωπώντας περισσότερες από 100.000 επιχειρήσεις, το ΕΒΕΑ, όπως σημείωσε, δηλώσει επανειλημμένως ότι διαφωνούμε με την αύξηση των άμεσων φόρων. «Γιατί το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να αυξηθεί η φοροδιαφυγή και να μειωθούν τα έσοδα του δημοσίου. Διαφωνούμε με την υπέρμετρη αύξηση των έμμεσων φόρων. Γιατί σε μια σειρά από κλάδους – όπως για παράδειγμα το αυτοκίνητο – και το κράτος έχασε έσοδα και η αγορά βυθίστηκε στην ύφεση».
Σε ότι αφορά στη φορολόγηση των μερισμάτων ανέφερε ότι στις περισσότερες χώρες του κόσμου, ο συντελεστής φορολόγησης των μερισμάτων κυμαίνεται από 0% έως 30%, ενώ στην Ελλάδα, τα μερίσματα των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων φορολογούνται πλέον με συντελεστή 40%.
Τον υψηλότερο δηλαδή, σε σχέση με όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ίδια στιγμή, σε γειτονικές ανταγωνιστικές αγορές, ο συντελεστής διαμορφώνεται στο 10%, δίνοντας κίνητρα στις επιχειρήσεις να έχουν περισσότερα κέρδη, να προσελκύουν περισσότερες επενδύσεις, να δημιουργούν εισοδήματα, κατανάλωση, έσοδα για τους εργαζόμενους, την αγορά, το κράτος. «Αλήθεια, κάτω από αυτές τις φορολογικές συνθήκες ποιος θα θελήσει να έρθει και να επενδύσει στην Ελλάδα;» είπε ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ.
Σε ότι αφορά ειδικότερα ζητήματα ανέφερε ότι:
– όσον αφορά στην περαίωση. Επί τις αρχής, διαφωνούμε με την εφαρμογή διαδικασιών περαίωσης. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τη σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και των επιχειρήσεων, κρίνονται αναγκαίες οι λύσεις αυτές αλλά «ο τρόπος με τον οποίο συντάχθηκε ο σχετικός νόμος, αλλά και η διαδικασία εφαρμογής του, ήταν πέρα για πέρα λανθασμένος, γεγονός που αποδείχθηκε από τη μέχρι σήμερα ταλαιπωρία των φορολογουμένων. Είναι σε όλους γνωστό ότι στις Δ.Ο.Υ. υπάρχει πληθώρα Δελτίων Πληροφοριών καταχωνιασμένων σε συρτάρια και ντουλάπες και που ίσως μέχρι σήμερα πιθανόν να μην είναι καταχωρημένα σε καμία βάση δεδομένων. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα Δελτία αυτά να μείνουν αναξιοποίητα με αποτέλεσμα και στο μέλλον να είναι αδύνατη και παράνομη η τυχόν προσπάθεια αξιοποίησης».
– για τις υπαγόμενες υποθέσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3296/2004 όσοι δεν έχουν επιλεγεί για δειγματοληπτικό έλεγχο θεωρούνται περαιωμένοι ως ειλικρινείς. Συνεπώς, στις υπαγόμενες υποθέσεις δεν μπόρεσαν να συμπεριληφθούν όσοι περαίωσαν με τις διατάξεις του Ν. 3296/2004, με εξαίρεση μόνο τις επιχειρήσεις που είναι στο δείγμα ελέγχου και για όσες έχουν προκύψει νέα (συμπληρωματικά) στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (δηλαδή αυτές για τις οποίες θα μπορούσε να διενεργηθεί επανέλεγχος).
– Αναφορικά με τις εξαιρούμενες υποθέσεις, από την εξαίρεση βρίσκουν αντίθετο το επιμελητήριο περιπτώσεις, όπως είναι: Η εξαίρεση υπέρβασης του ορίου των 20.000.000 ευρώ να ισχύει μόνο για τη χρήση αυτή και όχι για τις επόμενες, καθώς και η υπαγωγή στην περαίωση και των περιπτώσεων μεταβίβασης ακινήτων κληρονομιών – δωρεών – προικών – γονικών παροχών. Τέλος, διαφωνούμε με την εξαίρεση των φυσικών προσώπων με περιουσιολόγιο άνω των 400.000 ευρώ με παράλληλη πρόβλεψη ελέγχου της περιουσίας. Είναι αδιανόητο να εξαιρείται κάποιος και μάλιστα όταν η περιουσία προέρχεται από κληρονομιά, δωρεά και λοιπά.
Τέλος θεωρείται λανθασμένος ο τρόπος δημιουργίας βάσης υπολογισμού φορολογικών επιβαρύνσεων χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα δηλωθέντα καθαρά κέρδη και ο δηλωθείς μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους, καθόσον με τον τρόπο αυτόν επιβραβεύονται οι φοροφυγάδες.