«Διαβατήριο εξόδου από την επικίνδυνη ζώνη της χρεοκοπίας» χαρακτήρισε το Μνημόνιο Οικονομικής Πολιτικής που υλοποιεί η χώρα μας, ο γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε εκδήλωση του ΙΟΒΕ με θέμα την ελληνική οικονομία και τις προοπτικές της.
Το ΙΟΒΕ θεωρεί ότι το Μνημόνιο συνιστά τομή στην άσκηση οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα. Είναι ένα αυστηρό, αλλά αναγκαίο, μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα ανάταξης της ελληνικής οικονομίας, με συγκεκριμένους στόχους και μέσα πολιτικής. Η επιμελής και πιστή εφαρμογή του μπορεί να αποτελέσει το διαβατήριο για την έξοδο της Ελλάδας από την επικίνδυνη ζώνη της χρεοκοπίας και τελικά να επιτρέψει τη δημοσιονομική εξυγίανση και την οικονομική ανάκαμψη.
Στην εναρκτήρια ομιλία του ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ κ. Μιχαήλ Κορτέσης σημείωσε ότι: «Η υιοθέτηση του Μνημονίου σηματοδοτεί την πολιτική βούληση να προχωρήσουμε εκεί που διστάσαμε στο παρελθόν. Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία, η οικονομική πολιτική των επόμενων ετών προδιαγράφεται με τόσο σαφή και δεσμευτικό τρόπο, που δεν αφήνει περιθώρια για υπαναχωρήσεις, παρεκκλίσεις ή καθυστερήσεις», τόνισε.
«Γι’ αυτό το ΙΟΒΕ», συνέχισε ο κ. Κορτέσης, «εκτιμά ότι το Μνημόνιο πρέπει να μελετηθεί συστηματικά και να εσωτερικευθούν απ’ όλες τις πλευρές τα καθήκοντα αυτής της δεδομένης οικονομικής πολιτικής που αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε.
Αυτός είναι και ο σκοπός της σημερινής εκδήλωσης του ΙΟΒΕ, στην οποία επιχειρείται μια κωδικοποίηση των μέτρων ανά τομέα, μια πρώτη αποτίμηση των πιθανών θετικών επιπτώσεων αλλά και του κόστους της αποτυχίας, ενώ παράλληλα, επισημαίνονται οι αβεβαιότητες και οι κίνδυνοι που υπάρχουν.
Η υιοθέτηση του Μνημονίου από την Ελληνική Βουλή είναι ένα πρώτο πολύ σημαντικό βήμα προς την, από καιρό επιβαλλόμενη, αλλαγή των οικονομικών πολιτικών. Η μεγάλη πρόκληση που βρίσκεται μπροστά μας τώρα είναι η υλοποίηση αυτής της αλλαγής, η συνεπής εφαρμογή των συγκεκριμένων μέτρων που αποφασίσθηκαν.
Η πρόκληση αυτή αφορά όχι μόνο τις πολιτικές δυνάμεις και τους οικονομικούς φορείς, αλλά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας».
Για να αντιμετωπίσουμε τη μεγάλη αυτή πρόσκληση πρέπει να αλλάξουμε όχι μόνο πολιτικές αλλά και νοοτροπίες, πρακτικές και συμπεριφορές που μας οδήγησαν στην κρίση. «Πιστεύω», είπε ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ, «ότι η οικονομική πολιτική της επόμενης τριετίας, όπως προδιαγράφεται στο Μνημόνιο, μπορεί τελικά να αποδειχθεί καταλύτης μεγάλων ριζικών αλλαγών όχι μόνο στην οικονομία, αλλά στο σύνολο της κοινωνίας. Αν η πολιτική αυτή εφαρμοσθεί με συνέπεια και επιτύχει, είναι βέβαιο ότι σε μερικά χρόνια θα ζούμε σε μια νέα Ελλάδα όπου:
-Η κοινωνία και ο δημόσιος διάλογος θα έχουν απορρίψει τα ταμπού του παρελθόντος και θα ασχολούνται με τα πραγματικά προβλήματα.
– Το σύστημα της Δημόσιας Διοίκησης θα έχει προσανατολισθεί στην ορθολογική διαχείριση των πόρων.
– Το τραπεζικό σύστημα θα επιβραβεύει και θα στηρίζει την καινοτομία και την πρωτοβουλία.
Στη μεγάλη αυτή προσπάθεια της αλλαγής, το πολιτικό μας σύστημα πρέπει να αναλάβει τον ιστορικό του ρόλο και να ηγηθεί. Μια αποφασιστική, συνεπής και αξιόπιστη πολιτική ηγεσία μπορεί συστηματικά, με επιμονή και αποτελεσματικότητα, να υπερβεί εμπόδια, να κάμψει αγκυλώσεις του παρελθόντος, να ανοίξει νέους δρόμους και να καταδείξει με πειστικότητα ότι το τελικό όφελος από τη μακρά προσπάθεια θα υπερβεί κατά πολύ το κόστος που καλούμεθα να καταβάλουμε στη διαδρομή.
Μια είναι η απαραίτητη προϋπόθεση: να συνειδητοποιήσουν οι πολιτικές δυνάμεις, τουλάχιστον αυτές που είναι προσανατολισμένες στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, ότι το Μνημόνιο και η οικονομική πολιτική που προδιαγράφει δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν επιλεκτικά. Το Μνημόνιο αποτελεί ένα ολοκληρωμένο σύνολο με πολλές πλευρές και πολλαπλές αλληλεπιδράσεις. Είναι αυτό ακριβώς που ψήφισε η Βουλή των Ελλήνων και αποτελεί πλέον νόμο του Κράτους. Στον νόμο αυτό ας μην υπάρξουν παράθυρα».
Και ο κ. Κορτέσης κατέληξε «Το ΙΟΒΕ από την πλευρά του με τη σημερινή εκδήλωση και την έκδοση που κυκλοφορεί, σηματοδοτεί τη δική του απόφαση να στηρίξει με όλες τις δυνάμεις του τη συνεπή και συνολική, απαρέγκλιτη εφαρμογή όσων έχουν αποφασισθεί. Και τούτο γιατί πιστεύει ακράδαντα, ότι τη στιγμή αυτή η χώρα βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση, αλλά και σε μια μεγάλη ευκαιρία, που πρέπει να κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για να την αξιοποιήσουμε».
Ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ κ. Γιάννης Στουρνάρας στην ομιλία του τόνισε την αναγκαιότητα εφαρμογής του Μνημονίου, το οποίο χαρακτήρισε ως: «διαβατήριο εξόδου από την επικίνδυνη ζώνη της χρεοκοπίας». «Το Μνημόνιο είναι μεν αναγκαίο», συνέχισε ο κ. Στουρνάρας, «αλλά δεν είναι πανάκεια, και μάλιστα αφήνει πολλά σημαντικά ζητήματα ανοιχτά να αποφασιστούν από την ελληνική κυβέρνηση σε προγραμματικό ορίζοντα δεκαετίας».
Ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι αν εφαρμοστούν τα μέτρα που περιλαμβάνει το Μνημόνιο, τόσο τα δημοσιονομικά όσο και τα διαρθρωτικά, οι εξελίξεις είναι πολύ πιθανό να είναι σημαντικά ευνοϊκότερες από τα σενάρια που περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο, τόσο σε σχέση με την εξέλιξη του Δημοσίου Χρέους, όσο και με την εξέλιξη των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης.
Ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ υπογράμμισε ότι θεωρεί μη εύλογα τα επιχειρήματα που προβάλλονται από ορισμένους κύκλους περί αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους. Η εξήγηση που έδωσε σχετίζεται τόσο με την πιθανή θετική εξέλιξη της μακροοικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα όσο και με την πρόοδο που έχει ήδη επιτευχθεί στην Ευρωζώνη αναφορικά με τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Ο κ. Στουρνάρας ενθάρρυνε την ελληνική κυβέρνηση να ακολουθήσει μία ρεαλιστική, εξωστρεφή και ευέλικτη οικονομική πολιτική ανοικτών οριζόντων, με έμφαση στις διαρθρωτικές αλλαγές, τις ιδιωτικοποιήσεις, την αξιοποίηση της περιουσίας του δημοσίου, την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων και την αποκατάσταση συνθηκών ανταγωνισμού σε όλους τους τομείς.
Την ενθάρρυνε επίσης να κλείσει τα αυτιά της στις σειρήνες του προστατευτισμού, ο οποίος αφενός παρεμποδίζει τον υγιή ανταγωνισμό και αφετέρου στερεί την οικονομία από πολύτιμα ξένα κεφάλαια, ιδιαίτερα στις σημερινές δύσκολες συνθήκες.
Τέλος, ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι, θεωρεί κλειδί για την επιτυχή πορεία της οικονομίας την ανάληψη ηγετικών πρωτοβουλιών από εκείνο το τμήμα του πολιτικού κόσμου της χώρας που αισθάνεται ότι πρέπει να ανταποκριθεί στον ιστορικό του ρόλο, ενθαρρύνοντας την εφαρμογή και όχι τη δαιμονοποίηση του Μνημονίου.
Ο κ. Νίκος Καραβίτης, αναπληρωτής καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και επιστημονικός συνεργάτης του ΙΟΒΕ, αναφέρθηκε στις πρόσφατες δημοσιονομικές εξελίξεις και τις προοπτικές που προδιαγράφει η Συμφωνία Στήριξης.
«Χωρίς τη Συμφωνία Στήριξης και τα 110 δισ. ευρώ που προσφέρει ως δάνειο, η Ελλάδα θα είχε μείνει έκθετη στις διαθέσεις των αγορών και θα είχε δηλώσει αδυναμία για την εξυπηρέτηση του χρέους της με συνέπεια την κατάρρευση της οικονομίας και τη σταδιακή μεταφορά του προβλήματος στην υπόλοιπη Ευρωζώνη» τόνισε ο κ. Καραβίτης.
Σημείωσε ότι οι δημοσιονομικοί όροι που θέτει η Συμφωνία συνίστανται σε άμεσα δημοσιονομικά μέτρα και δημοσιονομικές διαρθρωτικές πολιτικές. Ο κ. Καραβίτης υπογράμμισε ακόμα ότι τα μέτρα αποκαθιστούν βασικές ταμιακές ισορροπίες και αναχαιτίζουν την αύξηση του δημόσιου που χωρίς αυτά θα έφτανε το 260% του ΑΕΠ σε μία δεκαετία.
«Οι διαρθρωτικές πολιτικές, όπως το νέο ασφαλιστικό σύστημα, ο έλεγχος των δαπανών και η αναδιάρθρωση των συστημάτων διοίκησης εγγυώνται τη βιωσιμότητα του συστήματος. Αποτελούν όμως και το μεγάλο στοίχημα που η κυβέρνηση και η δημόσια διοίκηση θα κληθούν να κερδίσουν» τόνισε.
Ο κ. Άγγελος Τσακανίκας Υπεύθυνος Ερευνών του Ιδρύματος, στην ομιλία του τόνισε ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που προτείνονται συνιστούν ένα πλαίσιο κατευθύνσεων για την προώθηση συγκεκριμένων αλλαγών σε πολλά πεδία της οικονομικής πολιτικής. «Στις περισσότερες περιπτώσεις» σημείωσε ο κ. Τσακανίκας, «το μνημόνιο δεν υπεισέρχεται σε επιμέρους τεχνικές λεπτομέρειες, καθώς αφήνει στην κυβέρνηση που γνωρίζει τις εθνικές ιδιαιτερότητες το περιθώριο να εξειδικεύσει τις αντίστοιχες πολιτικές. Έτσι, παρέχει τη δυνατότητα στη κυβέρνηση να προσδιορίσει τον τρόπο που θα γίνει αυτή η ρύθμιση.
Η ελληνική κυβέρνηση είναι αυτή που πρέπει να εξειδικεύσει, να σχεδιάσει, να συνθέσει και τελικά να προωθήσει τις επιμέρους ρυθμίσεις που εξυπηρετούν τους στόχους αυτών των διαρθρωτικών πολιτικών».
Ο κ. Τσακανίκας αναφέρθηκε επίσης στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τονίζοντας ότι η θέσπισή του συνιστά ένα δίχτυ ασφαλείας στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, προσφέροντας πρόσθετα κεφάλαια, εφόσον οι έλεγχοι δείξουν ότι αυτά απαιτούνται.
«Με δεδομένη την υφεσιακή τροχιά της οικονομίας, την αύξηση της ανεργίας και ενδεχομένως την πίεση που μπορεί να δεχτούν οι τράπεζες από την επιδείνωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου τους, η ύπαρξη του Ταμείου συνεισφέρει στη διαφύλαξη της φερεγγυότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα» υπογράμμισε.
Επίσης, τόνισε το σημαντικό ρόλο που έχει το Ταμείο στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των καταθετών, η εξασθένιση της οποίας έχει οδηγήσει σε ήπια μεν, αλλά σημαντική ως τάση, εκροή καταθέσεων.
Ο κ. Νίκος Ζόνζηλος, Επιστημονικός Συνεργάτης σε θέματα Ανταγωνισμού & Διαρθρωτικών Αλλαγών του ΙΟΒΕ, υπογράμμισε ότι: «αν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις εφαρμοσθούν με συνέπεια και αποτελεσματικότατα, τότε, σε ορίζοντα πενταετίας το ΑΕΠ θα έχει αυξηθεί κατά 10% περίπου, η παραγωγικότητα θα έχει ενισχυθεί σημαντικά ενώ ο πληθωρισμός και η ανεργία θα έχουν υποχωρήσει αισθητά και το μερίδιο της εργασίας στην προστιθέμενη αξία θα έχει αυξηθεί».
Ο κ. Ζόνζηλος σημείωσε ακόμα ότι, οι ευεργετικές επιπτώσεις των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στα μακροοικονομικά μεγέθη δεν έχουν ενσωματωθεί στα μεσοπρόθεσμα σενάρια της ελληνικής οικονομίας που καταρτίστηκαν από τους εμπειρογνώμονες του ΔΝΤ και της Ε.Ε. με αποτέλεσμα να δίδεται μια αδικαιολόγητα απαισιόδοξη εικόνα των μεσοπρόθεσμων προοπτικών της ελληνικής οικονομίας τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και προς τις διεθνείς αγορές.
Ο κ. Τάκης Αθανασόπουλος, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά υπογράμμισε ότι στη χώρα μας το επιχειρηματικό κλίμα δεν είναι ευνοϊκό. «Η εξάλειψη των παραγόντων που επιδρούν αρνητικά στη διαμόρφωση του σωστού επιχειρηματικού κλίματος θα λειτουργήσει καταλυτικά για ραγδαία οικονομική ανάπτυξη και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και φορολογικής βάσης», τόνισε. Ο κ. Αθανασόπουλος ξεχώρισε τρεις βασικούς πυλώνες για τη δημιουργία ευνοϊκού επιχειρηματικού κλίματος:
Πρώτον, η κυβέρνηση θα πρέπει να προβεί σε μία ευρεία ενημερωτική καμπάνια του κατάλληλου οράματος, ώστε όλοι οι Έλληνες να γίνουμε συμμέτοχοι στην αναγκαιότητα δημιουργίας και διατήρησης ενός υγιούς επιχειρηματικού κλίματος.
Δεύτερον, πρέπει να δοθούν ξεκάθαρες κατευθύνσεις ώστε να αναληφθούν πρωτοβουλίες που θα κινητοποιήσουν την κοινωνία μετατρέποντάς την από απλό θεατή και σχολιαστή της κρίσης, σε ενεργό συντελεστή των προσπαθειών για τη διέξοδο από αυτή.
Και τρίτον, όλοι οι κλάδοι της οικονομίας θα πρέπει να σταθούν αρωγοί στην προσπάθεια του κράτους να εστιάσει και να βελτιώσει τον ρόλο του για καλύτερη ανταγωνιστικότητα, με πλήρη την διάθεση για προσαρμογή και βελτίωση.
Ο επίτιμος Πρόεδρος του ΙΟΒΕ, κ. Θεόδωρος Παπαλεξόπουλος στην ομιλία του τόνισε ότι: «το ίδιο το Κράτος και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας όχι μόνο δυσλειτουργούν αλλά συχνά αυτο-εξαιρούνται από τους σωστούς κανόνες λειτουργίας που επιβάλλονται στην Οικονομία».
«Από την άλλη πλευρά», συνέχισε ο κ. Παπαλεξόπουλος, «το Δημόσιο παρεμβαίνει κατά κανόνα στην οικονομία δημιουργώντας ανέλεγκτα προσκόμματα και καθυστερήσεις για την άρση των οποίων προτείνονται δυο κριτήρια προβληματισμού:
Πρώτο, η προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Για την αντιμετώπιση της αποχής τους προτείνεται να ζητηθούν υποδείξεις από ξένους κεφαλαιούχους που θα συμβάλλουν στην βελτίωση της εμπιστοσύνης.
Το δεύτερο κριτήριο αφορά στις γνωστές συγκριτικές αξιολογήσεις ανταγωνιστικότητας των χωρών του πλανήτη, που διενεργούν κάθε χρόνο διάφοροι οργανισμοί διεθνούς κύρους και που δείχνουν την Ελλάδα να κατηφορίζει συνεχώς τα τελευταία χρόνια.
Στην ανάλυση και αξιοποίηση αυτών των μελετών, προτάθηκε το ίδιο το ΙΟΒΕ, σε συνεργασία με τους ξένους αξιολογητές αλλά και τις Κυβερνητικές Υπηρεσίες, να δώσει πρώτο το παράδειγμα της ανιδιοτελούς προσφοράς υπηρεσιών στη χώρα μας».