Εκτροφείς στις Πρέσπες προσπαθούν να κρατήσουν «καθαρή» μια σπάνια ελληνική φυλή αγελάδων, καθώς στην περιοχή το τελευταίο χρονικό διάστημα εντοπίζονται διάφορα βοοειδή να κυκλοφορούν ελεύθερα.
Ο γενικός γραμματέας της Ένωσης ελληνικής Βραχυκερατικής Φυλής Βοειδών, Γιάννης Καζόγλου, μίλησε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων και ανέφερε ότι τα ανεπιτήρητα ζώα που έχουν εντοπιστεί στους Ψαράδες του δήμου Πρέσπας «δεν αφορούν σε βραχυκερατικές αγελάδες που εκτρέφει ένας κτηνοτρόφος στην περιοχή». Συνολικά στην Ελλάδα υπολογίζονται σε 9.000 βραχυκερατικές αγελάδες, εκ των οποίων σύμφωνα με τον ίδιο, οι 5.000 τουλάχιστον είναι καθαρόαιμες. Η Ένωση Εκτροφέων Ελληνικής Βραχυκερατικής Φυλής Βοειδών (ΕΕΕΒΦΒ), όπως σημειώνει ο κ. Καζόγλου, αριθμεί 110 μέλη από 18 νομούς σε όλη τη χώρα, ενώ συνολικά υπολογίζεται ότι ο αριθμός τους φτάνει σε 170.
Από το φθινόπωρο του 2011 έως και το καλοκαίρι του 2016, εγκαταστάθηκαν στην Πρέσπα και συγκεκριμένα στις περιοχές Λαιμό, Άγιο Αχίλλειο και τους Ψαράδες, τρεις εκτροφές καθαρόαιμων βοοειδών της Βραχυκερατικής φυλής, οι οποίες συνολικά αριθμούν περισσότερα από 100 ζώα, όλες υπό την παρακολούθηση του αρμόδιου Κέντρου Ζωικών Γενετικών Πόρων Νέας Μεσήμβριας Θεσσαλονίκης. «Αυτές οι εκτροφές, καθώς και κάποιες ακόμη στους Ψαράδες, δεν σχετίζονται με ανεπιτήρητα ζώα, καθώς οι ιδιοκτήτες τους τα φροντίζουν, τα στεγάζουν και, γενικώς, τα εκτρέφουν όπως επιβάλλουν οι κανόνες ευζωίας», ξεκαθαρίζει ο κ. Καζόγλου που είναι και ο ίδιος κάτοικος Πρέσπας.
Εξηγεί δε, ότι «είναι γνωστό ότι στους Ψαράδες υπάρχουν και άλλα βοοειδή, τα οποία δεν είναι καταγεγραμμένα ως άτομα της Βραχυκερατικής φυλής -προφανώς έχουν προέλθει από τον αρχικό πληθυσμό των βοοειδών του χωριού, τα γνωστά ως «ψαραδιώτικα» γελάδια-, δεν έχουν ενταχθεί σε κάποια δράση διατήρησης της φυλής εποπτευόμενη από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ούτε και από την ΕΕΕΒΦΒ, και τα περισσότερα από αυτά, όπως είπε και ο ίδιος ο δήμαρχος Πρέσπας, ανήκουν σε μία εκτροφή. Εκτιμούμε ότι εκεί εντοπίζεται το πρόβλημα του δήμου και όχι στις βραχυκερατικές αγελάδες και τους εκτροφείς τους γενικώς», τονίζει χαρακτηριστικά.
Η βραχυκερατική φυλή βοειδών
Η Ελληνική Βραχυκερατική φυλή, θεωρείται συγγενής των βραχυκερατικών φυλών των Βαλκανίων: Busa ή Busha Γιουγκοσλαβίας, από την οποία προέρχονται τα βραχυκερατικά ζώα της Αλβανίας, Busa Ρουμανίας και Βραχυκερατική της Ροδόπης στη Βουλγαρία.Όλες αυτές, κατάγονται από την αρχαία ιλλυρική φυλή και, μεταξύ αυτών, η Ελληνική Βραχυκερατική φυλή είναι η πιο μικρόσωμη.
Τα γηγενή βοοειδή της Ελλάδας κατατάσσονται σε δύο φυλές βοών του υποείδους Bos taurus europeus (Ελληνική Βραχυκερατική φυλή και Ελληνική Στεππική φυλή) και σε μία φυλή βούβαλου του είδους Bubalus bubalis (Ελληνικός Βούβαλος). Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, τα εγχώρια βοοειδή παρέμειναν αβελτίωτα και με χαμηλή παραγωγική ικανότητα εξαιτίας, κυρίως, των αντίξοων κλιματεδαφικών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν στη χώρα. Τα ζώα της Ελληνικής Βραχυκερατικής φυλής εκτρέφονταν άλλοτε σε όλες, σχεδόν, τις περιοχές της Ελλάδας και αντιπροσώπευαν το 80% περίπου των βοοειδών που υπήρχαν στην Ελλάδα, ενώ από το 1946, με σκοπό την κάλυψη των μεγάλων αναγκών της χώρας σε βοοτροφικά προϊόντα, ξεκίνησε η μαζική εισαγωγή ταύρων και αγελάδων της φυλής «Φαιά των Άλπεων» (Σβιτς) και η εφαρμογή προγραμμάτων τεχνητής σπερματέγχυσης για τη βελτίωση των αποδόσεων των εγχώριων βοοειδών.
Πληθυσμοί της Ελληνικής Βραχυκερατικής φυλής στην Ελλάδα, εντοπίζονται σήμερα σε ορεινές περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας, της Ηπείρου, των Γρεβενών, της Ροδόπης, του Μπέλες, του Παγγαίου, της Θεσσαλίας, της υπόλοιπης Δυτικής Μακεδονίας και της Πίνδου, αλλά και σε νησιά όπως η Κεφαλονιά και το Μεγανήσι (Ιθάκη).
Οι βραχυκερατικές αγελάδες, φτάνουν μέχρι και το 1,15 σε ύψος, έχουν κοντά και αδύνατα άκρα, έχουν μικρό και σχετικά μακρύ κεφάλι (ειδικά στα θηλυκά) με στενή μύτη (σφηνοειδές σχήμα), μεγάλα μάτια και κέρατα μικρά και λεπτά, τα οποία συνήθως στρέφονται στεφανοειδώς προς τα εμπρός ή επάνω.
Η ανθεκτικότητα της φυλής στις εκάστοτε τοπικές δύσκολες κλιματεδαφικές και εν γένει περιβαλλοντικές συνθήκες είναι μοναδική και αυτή αξιοποιεί πλήρως τους διαθέσιμους τύπους λιβαδιών και βοσκοτόπων (ποολίβαδα, φρυγανολίβαδα, θαμνολίβαδα όλων των κλάσεων, δασολίβαδα, δάση, καλαμιώνες, υγρολίβαδα, εγκαταλελειμμένοι αγροί) όλες τις εποχές του έτους.
Οι ανάγκες της φυλής σε συμπληρωματική διατροφή είναι μικρές, το κόστος συντήρησής της σε συνθήκες εκτατικής εκτροφής είναι σχετικά χαμηλό, ενώ οι αγελάδες διατηρούνται στην αναπαραγωγή για περισσότερο από 15 έτη. Οι νεογέννητοι μόσχοι δέχονται αμέσως τη φροντίδα της μητέρας τους (χαμηλό ποσοστό θνησιμότητας κατά τη γέννηση) και μέσα σε 15-30′ στέκονται στα πόδια τους και αναζητούν τον μαστό της μητέρας τους, ενώ η συμπεριφορά τους ποικίλει σημαντικά από άτομο σε άτομο και ανάλογα με τη δραστηριότητα του κοπαδιού.