Με αυξημένο κίνδυνο θανάτου από Covid-19 συνδέεται, σύμφωνα με μια νέα μελέτη Γερμανών επιστημόνων, η μακροχρόνια έκθεση των ανθρώπων στη ρύπανση της ατμόσφαιρας.
Οι ειδικοί για πρώτη φορά έκαναν εκτιμήσεις για τις επιμέρους χώρες, όσον αφορά το ποσοστό των θανάτων από τον κορονοϊό, που μπορεί να οφείλεται στις επιπτώσεις των ρύπων του αέρα. Για την Ελλάδα αυτό το ποσοστό εκτιμάται στο 9% (όσο και στην Ισπανία), δηλαδή σχεδόν ένας θάνατος στους δέκα λόγω κορονοϊού θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν η ατμοσφαιρική ρύπανση δεν είχε επιβαρύνει την κατάσταση ορισμένων ασθενών.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τους καθηγητές Γιος Λέλιβελντ (Ινστιτούτο Χημείας Μαξ Πλανκ και Ινστιτούτο Κύπρου στη Λευκωσία) και Τόμας Μίντσελ (Ιατρικό Κέντρο Πανεπιστημίου Γιοχάνες Γκούτενμπεργκ και Γερμανικό Κέντρο Καρδιοαγγειακής Έρευνας στο Μάιντς), οι οποίοι έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό «Cardiovascular Research» της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας, εκτιμούν ότι περίπου το 15% των θανάτων παγκοσμίως λόγω της πανδημίας (ο ένας στους επτά), μπορεί να συσχετιστεί με την επί χρόνια έκθεση πολλών ανθρώπων στη ρύπανση του αέρα.
Όπως εξηγεί το ΑΜΠΕ, στην Ευρώπη ειδικότερα το ποσοστό των σχετιζόμενων θανάτων υπολογίζεται στο 19% (σχεδόν ο ένας στους πέντε), στη Βόρεια Αμερική στο 17%, ενώ στην Ανατολική Ασία στο 27% περίπου. Όσον αφορά επιμέρους χώρες, η ατμοσφαιρική ρύπανση εκτιμάται ότι έχει συμβάλει στους θανάτους από κορονοϊό κατά 29% στην Τσεχία, 27% στην Κίνα, 26% στη Γερμανία, 22% στην Ελβετία, 21% στο Βέλγιο, 19% στην Ολλανδία, 18% στη Γαλλία, 16% στη Σουηδία, 15% στην Ιταλία, 14% στη Βρετανία, 12% στη Βραζιλία, 11% στην Πορτογαλία, 8% στην Ιρλανδία και στην Κύπρο, 6% στο Ισραήλ, 3% στην Αυστραλία και μόνο 1% στη Νέα Ζηλανδία.
Οι ερευνητές διευκρίνισαν ότι αυτά τα ποσοστά αποτελούν εκτιμήσεις «για το ποσοστό των θανάτων από Covid-19 που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αν ο πληθυσμός είχε εκτεθεί σε βάθος χρόνου σε χαμηλότερα επίπεδα ρύπανσης του αέρα, χωρίς εκπομπές λόγω ορυκτών καυσίμων και άλλων ανθρωπογενών ρύπων». Τόνισαν επίσης ότι «τα ποσοστά αυτά δεν υποδηλώνουν μια άμεση σχέσης αιτίας-αποτελέσματος ανάμεσα στη ρύπανση του αέρα και στη θνητότητα από Covid-19, μολονότι κάτι τέτοιο είναι δυνατό. Αφορούν άμεσες και έμμεσες σχέσεις ανάμεσα στη ρύπανση και στη Covid-19, π.χ. επιδεινώνοντας τις συννοσηρότητες (άλλες χρόνιες παθήσεις), οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε θάνατο μια λοίμωξη από κορονοϊό».
Η μελέτη συνδύασε επιδημιολογικά στοιχεία τόσο για την Covid-19 όσο και για την ατμοσφαιρική ρύπανση, με δορυφορικά δεδομένα σχετικά με τη ρύπανση του αέρα με μικροσωματίδια (ΡΜ2,5). Όταν οι άνθρωποι εισπνέουν τέτοια μικροσκοπικά σωματίδια, όπως έχουν δείξει και προηγούμενες μελέτες, αυτά καταλήγουν όχι μόνο στους πνεύμονες, αλλά και στα αιμοφόρα αγγεία, προκαλώντας φλεγμονή και σοβαρό οξειδωτικό στρες στο σώμα. Η βλάβη στις αρτηρίες οδηγεί σε στένωση και αρτηριοσκλήρυνση. Ο κορονοϊός SARS-CoV-2 επίσης, όταν εισδύει στο σώμα μέσω των πνευμόνων, προκαλεί παρόμοια βλάβη στα αιμοφόρα αγγεία.
«Αν η μακροχρόνια έκθεση στη ρύπανση του αέρα και η λοίμωξη από Covid-19 συνδυαστούν, τότε έχουμε επιπρόσθετη επιβάρυνση της υγείας, ιδίως της καρδιάς και των αιμοφόρων αγγείων, κάτι που καθιστά πιο ευάλωτο και λιγότερο ανθεκτικό έναν άνθρωπο στην Covid-19. Αν κάποιος έχει ήδη καρδιοπάθεια, τότε η ατμοσφαιρική ρύπανση και η λοίμωξη από τον κορονοϊό θα προκαλέσουν προβλήματα που μπορούν να οδηγήσουν σε εμφράγματα, καρδιακή ανεπάρκεια και εγκεφαλικό», ανέφερε ο δρ Μίντσελ.
«Είναι πιθανό ότι τα μικροσωματίδια παίζουν έναν ρόλο στα επεισόδια υπερ-μετάδοσης του κορονοϊού», δήλωσε ο δρ Λίλεβελεντ. «Τα μικροσωματίδια φαίνεται να αυξάνουν τη δραστηριότητα ενός υποδοχέα στην επιφάνεια των κυττάρων, της ACE-2, που είναι γνωστό ότι εμπλέκεται στον τρόπο που ο κορονοϊός μολύνει τα κύτταρα. Έτσι έχουμε ένα διπλό ‘χτύπημα’: η ρύπανση του αέρα προκαλεί βλάβες στους πνεύμονες και αυξάνει τη δραστηριότητα της ACE-2, κάτι που με τη σειρά του διευκολύνει τη διείσδυση του ιού στους πνεύμονες και πιθανώς στα αιμοφόρα αγγεία και στην καρδιά», πρόσθεσε ο Μίντσελ.
«Τα ευρήματα μας δείχνουν ότι δυνητικά υπάρχουν ουσιαστικά οφέλη από τη μείωση της έκθεσης στη ρύπανση του αέρα», τόνισαν οι ερευνητές.