«Οι κλιματικές συνθήκες μεταβάλλονται συνεχώς από τόπο σε τόπο, οι καθημερινές εναλλαγές θερμοκρασίας, σχετικής υγρασίας, αέρα, ήλιου (υπεριώδης ακτινοβολία) “ταλαιπωρούν” τις κατασκευές και σταδιακά προκαλούν υποβάθμιση και γήρανση. Ιδίως σήμερα που η κλιματική αλλαγή είναι πολύ έντονη. Συνεπώς, η προστασία του ξύλου είναι απαραίτητη».
Πρόκειται για στοιχεία τεχνικής μελέτης του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Γιώργου Μαντάνη, από το Τμήμα Δασολογίας, Επιστημών Ξύλου και Σχεδιασμού (Καρδίτσα). «Ο άνθρωπος, από τα πανάρχαια χρόνια, εφάρμοζε εντυπωσιακές τεχνικές που αποδεικνύουν ότι γνώριζε άριστα τη φυσική ανθεκτικότητα των διαφόρων ειδών ξύλου και μεριμνούσε τόσο για τη μείωση της ρίκνωσης / διόγκωσής τους, όπως επίσης και για την αύξηση της αντοχής του έναντι των βιοτικών και των αβιοτικών “εχθρών” του» αναφέρει ο ίδιος.
Ειδική αναφορά κάνει ο Δρ. Μαντάνης σε μια παλαιά τεχνική, αυτή της χρήσης του κατραμιού, και εξηγεί: «Η μέθοδος επάλειψης ή εμβάπτισης του ξύλου με κατράμι, είναι η πιο γνωστή αρχαία τεχνική. Το κατράμι (pine tar) είναι ένα παχύρευστο ελαιώδες μαύρο υγρό, με έντονη οσμή, το οποίο παράγεται από την καταστρεπτική απόσταξη κορμών πεύκου υπό ανοξικές συνθήκες, και αποτελείται από αρωματικούς υδρογονάνθρακες, οξέα και βάσεις. Το κατράμι (ή κατράνι) ήταν γνωστό στη Σκανδιναβία από την εποχή του Σιδήρου. Χρησιμοποιούνταν σαν συντηρητικό σε ξύλινες κατασκευές, π.χ. σκάφη, και μονωτικό υλικό σε κατοικίες. Είναι γνωστό από ιστορικές πηγές ότι το κατράμι χρησιμοποιούνταν στην αρχαία Ελλάδα από τον Ιπποκράτη ως φάρμακο, όπως και για πολλές χρήσεις στην ξυλοναυπηγική».
Επίσης, ο κ. Μαντάνης δεν παραλείπει να σημειώσει πως τον 19ο και τον 20ο αιώνα, υπήρχαν οι λεγόμενοι «κατρανάδες» σε χωριά της Πίνδου και στον Όλυμπο, οι οποίοι έφτιαχναν κατράνι με τον παραδοσιακό τρόπο, που το εμπορεύονταν οι ίδιοι σε όλη τη χώρα, κυρίως για τρεις εφαρμογές (θεραπεία ζώων κτηνοτροφίας – παρασκευή φαρμάκων και αλοιφών – κατασκευές ξυλοναυπηγικής). Η καλύτερη διάλυση και εφαρμογή του σε ξύλο γίνεται σε αναλογία 1:1, είτε με φυσικό τερεβινθέλαιο (νέφτι), είτε με καλά βρασμένο λινέλαιο. Τα ξύλινα στοιχεία απλά επαλείφονται (κατραμώνονται) με βούρτσα, ή μπορεί να «βράζονται» σε δοχεία. Σήμερα, η τεχνική αυτή έχει σχεδόν εκλείψει στη χώρα μας. Επισημαίνει, ακόμα, πως «η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση του ξύλου και η αλόγιστη καταστροφή των τροπικών δασών του πλανήτη, ιδίως της Αμαζονίας και της Δυτικής Αφρικής, έχουν επηρεάσει σε επικίνδυνο βαθμό το κλίμα του πλανήτη, και έχουν προκαλέσει τεράστιες καταστροφές από πλημμύρες, πυρκαγιές, τυφώνες. Η προληπτική συντήρηση του ξύλου συμβάλλει καθοριστικά στην αύξηση της διάρκειας ζωής των κατασκευών, και ως εκ τούτου βοηθά στον περιορισμό της καταστροφής των δασικών οικοσυστημάτων του πλανήτη, ιδίως των τροπικών».
Και καταλήγει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Είναι αλήθεια ότι η κλιματική αλλαγή στον πλανήτη μας είναι ιδιαιτέρως έντονη τα τελευταία χρόνια. Θα πρέπει συνεπώς να βοηθήσουμε να εξαλειφθούν ρυπογόνες τεχνολογίες που επιβαρύνουν το περιβάλλον και μολύνουν την ατμόσφαιρα. Π.χ. η απαγόρευση του πισσελαίου (κρεωζοτέλαιου) στους στύλους δικτύων ηλεκτρικού ρεύματος και τηλεπικοινωνιών, η μη χρήση εμποτιστικών αρσενικού και χρωμίου, είναι επιτακτικά επιβεβλημένες, να εφαρμοστούν τόσο στην Ευρώπη όσο και παντού. Η προληπτική συντήρηση των ξύλινων κατασκευών με οικολογικές τεχνικές θα πρέπει να είναι κανόνας σε αυτές τις περιπτώσεις, και τοξικές χημικές ουσίες που σήμερα χρησιμοποιούνται θα πρέπει να απαγορευτούν διά παντός».