Τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα δεν καπνίζουν, η ρύπανση του αέρα ωστόσο, τόσο στο περιβάλλον όσο και σε κλειστούς χώρους, τα επιβαρύνει όσο το κάπνισμα, κόβοντάς τους κατά μέσο όρο είκοσι μήνες από το προσδόκιμο ζωής.
Δηλαδή, σχεδόν όσους μήνες κόβει και το κάπνισμα και περισσότερους από όσους κόβει η κατανάλωση μη ασφαλούς και μη καθαρού νερού, σύμφωνα με τη νέα διεθνή επιστημονική έκθεση «Η κατάσταση του Παγκόσμιου Αέρα 2019» (State of Globar Air-SOGA).
Το πρόβλημα του αέρα είναι πιο επιβαρυντικό για τους ανθρώπους στις αναπτυσσόμενες και φτωχότερες χώρες, όπου το προσδόκιμο ζωής είναι ήδη -για άλλους λόγους πέρα από τη ρύπανση- μικρότερο σε σχέση με τις ανεπτυγμένες χώρες.
Περίπου το 92% του παγκόσμιου πληθυσμού συνεχίζει να ζει σε περιοχές όπου η συγκέντρωση μικροσωματιδίων ΡΜ2,5 στον αέρα υπερβαίνει το επίπεδο που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας θεωρεί υγιές. Η κατάσταση είναι χειρότερη στη νότια Ασία όπου η μείωση του προσδόκιμου ζωής εκτιμάται ότι φθάνει τους 30 μήνες, ενώ στην υποσαχάρια Αφρική τους 24 μήνες και στην ανατολική Ασία του 23 μήνες. Από την άλλη, στις ανεπτυγμένες χώρες (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) το προσδόκιμο ζωής των νεογέννητων παιδιών είναι μειωμένο κατά λιγότερο από πέντε μήνες εξαιτίας της ρύπανσης του αέρα.
Η ρύπανση του αέρα, σύμφωνα με την έκθεση, συμβάλλει σχεδόν στο 10% των θανάτων διεθνώς και το 2017, προκαλώντας σχεδόν πέντε εκατομμύρια πρόωρους θανάτους, υπήρξε η τέταρτη αιτία πρόωρου θανάτου (μετά τους διατροφικούς κινδύνους, τους καρκίνους και το κάπνισμα), σοβαρότερη από τα τροχαία ή την ελονοσία.
Η ρύπανση από μικροσκοπικά σωματίδια ΡΜ2,5 σε ανοιχτούς χώρους (2,9 εκατομμύρια θάνατοι το 2017), από τον τοξικό αέρα των κλειστών χώρων (1,6 εκατομμύρια θάνατοι) και από το επιφανειακό όζον (σχεδόν μισό εκατομμύριο θάνατοι) είναι οι τρεις κυριότερες όψεις της ρύπανσης του αέρα, που οφείλεται κυρίως στα οχήματα, στις βιομηχανίες και στο μαγείρεμα-θέρμανση.
«Αποτελεί πραγματικά σοκ ότι μειώνεται τόσο πολύ η ζωή των παιδιών. Δεν υπάρχει καμία μαγική λύση, αλλά οι κυβερνήσεις πρέπει να αναλάβουν δράση», μεταξύ άλλων προωθώντας την ηλεκτροκίνηση στα οχήματα και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δήλωσε ο Ρόμπερτ Ο’Κιφ, αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Health Effects που δημοσιοποίησε την έκθεση, όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ επικαλούμενο τη βρετανική εφημερίδα Guardian.
Η ρύπανση του αέρα εκτιμάται ότι εμπλέκεται στο 41% των θανάτων διεθνώς από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, το 20% των περιστατικών διαβήτη τύπου 2, το 19% των περιπτώσεων καρκίνου των πνευμόνων, το 16% των περιπτώσεων ισχαιμικής νόσου και το 11% των θανάτων από εγκεφαλικό, σύμφωνα με τη νέα μελέτη, που θεωρείται η πιο συστηματική ετήσια έκθεση για τις επιπτώσεις της ρύπανσης στην υγεία παγκοσμίως.
Ο Ο΄Κιφ χαρακτήρισε πάντως ενθαρρυντικό ότι ολοένα και περισσότερες κυβερνήσεις παίρνουν πιο «ζεστά» το πρόβλημα της ρύπανσης, μεταξύ των οποίων και η Κίνα. Σήμερα η Ινδία έχει σχεδόν διπλάσια έκθεση σε μικροσκοπικά σωματίδια ΡΜ2,5 σε σχέση με την Κίνα, όπου τα τελευταία χρόνια τα επίπεδα των σωματιδίων ΡΜ2,5 έχουν σημειώσει σημαντική μείωση. Γενικότερα οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν τέσσερις έως πέντε φορές υψηλότερα επίπεδα σωματιδίων ΡΜ2,5 σε σχέση με τις ανεπτυγμένες.
Από την άλλη, εκτός από τη ρύπανση του αέρα του περιβάλλοντος, πρόβλημα υπάρχει και με τον αέρα μέσα στα νοικοκυριά και γενικά στους κλειστούς χώρους. Σχεδόν ο μισός πληθυσμός της γης (3,6 δισεκατομμύρια άνθρωποι) αναπνέουν αέρα με ρύπους μέσα στους χώρους όπου ζουν και εργάζονται, κυρίως επειδή γίνεται χρήση στερεών καυσίμων (ξύλων, κάρβουνων, βιομάζας κ.α.) για το μαγείρεμα και τη θέρμανση.
Η έκθεση επισημαίνει επίσης ότι το όζον κοντά στην επιφάνεια της Γης (όχι το στρατοσφαιρικό που ευθύνεται για την «τρύπα του όζοντος») αποτελεί ολοένα πιο σοβαρό πρόβλημα ακόμη και στις πλούσιες χώρες. Το όζον αυτό παράγεται στην ατμόσφαιρα από οξείδια του αζώτου και άλλους ρυπαντές που εκπέμπονται από οχήματα και εργοστάσια.