Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται και στην Ελλάδα διαφόρων ειδών κάδοι απορριμμάτων με συμπιεστές σε επαγγελματικούς χώρους με μεγάλο φορτίο, όπως δήμους, σούπερ μάρκετ, νοσοκομεία και βιομηχανικές μονάδες, καθώς και στα κέντρα διαχείρισης απορριμμάτων.
Πρόσφατα, για πρώτη φορά, η μηχανική αποκομιδή εφαρμόστηκε και στην καθημερινότητα των ανθρώπων στην πόλη, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Η λύση για να σταματήσουν τα παράπονα από κάδους που ξεχειλίζουν και αφόρητες μυρωδιές έρχεται από το δήμο Κηφισιάς.
«Πράσινοι» κάδοι που δέχονται έως και πέντε φορές μεγαλύτερο όγκο απορριμμάτων τοποθετήθηκαν πιλοτικά σε τέσσερα κεντρικά σημεία της πόλης από το δήμο. Εσωτερικά έχουν συμπιεστή, ο οποίος δουλεύει με ηλιακή ενέργεια από τους συλλέκτες, που βρίσκονται πάνω στην κατασκευή.
«Οι παλιοί κάδοι χρειάζονται κάθε τόσο άδειασμα και το πρόβλημα της υπερχείλισης των σκουπιδιών είναι υπαρκτό. Με τους νέους ευελπιστούμε να λύσουμε το πρόβλημα, εξοικονομώντας παράλληλα από τη μείωση του κόστους αποκομιδής, υλοποιώντας μια φιλική στο περιβάλλον τεχνολογία» επισήμανε στο ΑΜΠΕ ο αντιδήμαρχος και διευθυντής καθαριότητας του δήμου Κηφισιάς Βασίλης Ξυπολυτάς. Οι κάδοι έχουν τεθεί σε δοκιμαστική λειτουργία και αν «πετύχουν» τον στόχο τους, ο δήμος θα προμηθευτεί κι άλλους.
Ο Φίλιππος Κυρκίτσος, πρόεδρος της Οικολογικής Εταιρείας Ανακύκλωσης, μιλώντας στο ΑΜΠΕ, χαρακτηρίζει το μέτρο κατ’ αρχάς σωστό, αλλά θα πρέπει να αρχίσει να συνοδεύεται από κάδους ανακύκλωσης.
Η πάγια θέση των περιβαλλοντικών οργανώσεων είναι ο διαχωρισμός των απορριμμάτων στην πηγή, με έναν κάδο για οργανικά που θα καταλήγουν κομπόστ, έναν μόνο για χαρτί, έναν με τα λοιπά ανακυκλώσιμα (πλαστικό, αλουμίνιο, γυαλί, κ.λπ.), και έναν για όλα τα άλλα υπολείμματα. «Οι μπλε κάδοι απέτυχαν γιατί συχνά πετιούνται όχι μόνον ανακυκλώσιμα υλικά αλλά και οικιακά απορρίμματα, με συνέπεια μεγάλο μέρος των αξιοποιήσιμων υλικών να καταλήγουν στη χωματερή» επισημαίνει ο κ. Κυρκίτσος. Προσθέτει πως πριν κάθε χωροθέτηση πρέπει να έχει προηγηθεί μελέτη για τη χρήση των κάδων.
Οι φωτοβολταϊκοί κάδοι που συμπιέζουν τα σκουπίδια χρησιμοποιούνται σε πολλές χώρες, κυρίως στην Ευρώπη και την Αμερική. Συνήθως συνοδεύονται από κάδους και για ανακυκλώσιμα προϊόντα και βρίσκονται ιδιαίτερα σε πολυσύχναστα σημεία. Στο Πόρτλαντ των Ηνωμένων Πολιτειών, για παράδειγμα, σημειώθηκε μέχρι και 80% μείωση στα έξοδα αποκομιδής, από τη στιγμή που δούλευαν λιγότερα οχήματα, δηλαδή λιγότερα καύσιμα.
Οι συμπιεστές των μεγάλων κάδων αποκομιδής, ή αλλιώς πρες κοντέινερ, που διαχειρίζονται εμπορικά και βιομηχανικά απόβλητα λειτουργούν με ηλεκτρικό ρεύμα, αφού χρειάζονται πολλή ενέργεια, μιας και η χωρητικότητά τους φτάνει τους πέντε τόνους.
Κατά τα άλλα οι μηχανικοί κάδοι παρουσιάζουν πολλά πλεονεκτήματα. Έχουν οικονομικά οφέλη, καθώς μειώνεται έως και δέκα φορές ο όγκος των απορριμμάτων, ελαχιστοποιείται το κόστος μεταφοράς τους και έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής. Είναι φιλικοί στο περιβάλλον, γιατί εξασφαλίζουν απουσία διαρροών και μόλυνσης του υδροφόρου ορίζοντα, προστατεύουν από τη δυσοσμία, ενώ περιορίζουν την πιθανότητα πυρκαγιάς. Όσον αφορά την υγεία, δεν επιτρέπουν τη μετάδοση ασθενειών, καθώς δεν υπάρχει πρόσβαση σε τρωκτικά και έντομα, ενώ ο διασκορπισμός των απορριμμάτων είναι αδύνατος.
Το μέτρο των μηχανικών κάδων βρίσκει σύμφωνο και τον γενικό γραμματέα του σωματείου εργαζομένων της ΕΣΔΚΝΑ (Ενιαίο Σύνδεσμο Δήμων και Κοινοτήτων Νομού Αττικής), Γιώργο Χάρδα, φτάνει να τηρούνται οι υγειονομικοί κανόνες.
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι τα οργανικά υπολείμματα, που ανακατεύονται με τα υπόλοιπα σκουπίδια. Σαπίζουν, γίνονται εστίες μόλυνσης και μικροβίων. Χρειάζεται προσοχή να μην μένουν οι κάδοι για μέρες με τα απορρίμματα» αναφέρει ο κ. Χάρδας. Γι αυτό προτείνει την εγκατάσταση, αν δεν μπορούν να τοποθετηθούν κάδοι για ανακύκλωση, τουλάχιστον ενός κάδου για τα ζυμώσιμα, δηλαδή τροφές, φύλλα κ.λπ., που αποτελούν και το 50% του συνόλου των απορριμμάτων. Ο κ. Χάρδας, σημειώνει, πως οι εργαζόμενοι του δήμου δεν κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους, λόγω της αυτοματοποίησης. Οι ποσότητες των απορριμμάτων παραμένουν οι ίδιες, παρότι λιγοστεύει η εργασία στο κομμάτι της αποκομιδής. «Το προσωπικό έχει να κάνει με τις ποσότητες. Θα χρειαστούν νέα προγράμματα, περισσότερος εξοπλισμός και διαφορετικός καταμερισμός εργασίας, αλλά η τελική ποσότητα των απορριμμάτων δεν μειώνεται» σημειώνει.