Πώς αναδύθηκε το Σύμπαν μέσα από το σκοτάδι μετά τη Μεγάλη Έκρηξη; Πώς ήταν τα πρώτα αστέρια που φώτισαν το μαύρο κενό και έφεραν την κοσμική αυγή;
Κινέζοι επιστήμονες θα αναζητήσουν απαντήσεις στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης. Την προηγούμενη Δευτέρα η Κίνα εκτόξευσε τον δορυφόρο αναμετάδοσης Queqiao (Magpie Bridge) για να βοηθήσει στην επικοινωνία μαζί με τον σεληνιακό ανιχνευτή Chang’e-4, ο οποίος αναμένεται να προσγειωθεί στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης στο τέλος του τρέχοντος έτους. Επίσης σε τροχιά γύρω από τη Σελήνη θα τεθούν και δύο μικροδορυφόροι, οι Longjiang-1 και Longjiang-2, για να διεξαγάγουν αστρονομικές παρατηρήσεις μεγάλου φάσματος οι οποίες θα βοηθήσουν τους επιστήμονες να διερευνήσουν την αυγή του σύμπαντος.
Το σύμπαν εισήλθε στις «σκοτεινές εποχές» του μετά τη Μεγάλη Έκρηξη. Υπό την επίδραση των παγκόσμιων βαρυτικών δυνάμεων, η αρχέγονη διαταραχή στη σκοτεινή ύλη αυξήθηκε σταδιακά και οδήγησε στον σχηματισμό των πρώτων αστεριών και των γαλαξιών που πυροδότησαν την αυγή του σύμπαντος, δήλωσε ο Τσεν Χουελέι, κοσμολόγος στα Εθνικά Αστρονομικά Παρατηρητήρια της Κινεζικής Ακαδημίας Επιστημών (CAS).
«Η μελέτη της κοσμικής αυγής αποτελεί πλέον το νέο στοίχημα στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Πότε ξεκίνησε, πώς άναψαν τα πρώτα αστέρια, πόσο μεγάλα ήταν; Μέχρι τώρα μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Είναι ανάγκη να διεξαχθεί μία εμπεριστατωμένη έρευνα η οποία θα μας δώσει τις απαντήσεις» λέει ο Τσεν.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι κατά την αυγή του σύμπαντος, το ουδέτερο υδρογόνο θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει μια απορρόφηση για μήκος κύματος των 21 εκατοστών. Επιστήμονες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αυστραλία, την Ινδία και άλλες χώρες έχουν τοποθετήσει αστρονομικά όργανα σε πολλά μέρη του πλανήτη για να αναζητήσουν το «ροζ σύννεφο» που αχνοφέγγει λίγο πριν από την αυγή. Ομως από τις μέχρι τώρα παρατηρήσεις δεν έχουν εξαχθεί αξιόπιστα αποτελέσματα. Η ιονόσφαιρα, το ιονισμένο τμήμα της ανώτερης ατμόσφαιρας της Γης, καθώς και η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που παράγεται από ανθρώπινες δραστηριότητες στη Γη, πιθανόν να παρεμβαίνουν αρνητικά στις παρατηρήσεις. Για τον λόγο αυτό είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθούν πιο εξειδικευμένες αστρονομικές έρευνες. Οι αστρονόμοι υποστηρίζουν ότι είναι αναγκαίο ένα εντελώς ήσυχο ηλεκτρομαγνητικό περιβάλλον για την ανίχνευση των αδύναμων σημάτων που εκπέμπονται από απομακρυσμένα ουράνια σώματα στα βάθη του διαστήματος.
Η σκοτεινή πλευρά της Σελήνης είναι αυτή που προστατεύει τον πλανήτη από τις ραδιοπαρεμβολές της Γης. Και από εκεί, οι αστρονόμοι μπορούν να μελετήσουν την προέλευση και την εξέλιξη των αστεριών και των γαλαξιών, κοιτάζοντας προσεκτικά την αυγή ή ακόμη και τις σκοτεινές εποχές του σύμπαντος. Τη δεκαετία του ’70 οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν δύο δορυφόρους στο διάστημα, έναν σε τροχιά γύρω από τη Σελήνη, για αστρονομικές έρευνες μεγάλου φάσματος. Όμως λόγω έλλειψης σύγχρονων τεχνολογιών εκείνη την εποχή, τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά. Μία ομάδα αποτελούμενη από Κινέζους και Ολλανδούς επιστήμονες πρότειναν ένα νέο πρόγραμμα ερευνών, σύμφωνα με το οποίο θα σταλεί ένας στόλος δορυφόρων, μεταξύ των οποίων ένας κύριος δορυφόρος και αρκετοί μικροί, γύρω από την τροχιά της Σελήνης. Όταν βρίσκονται στη σκοτεινή πλευρά θα κάνουν έρευνες και όταν βρίσκονται στη φωτεινή πλευρά θα στέλνουν τα δεδομένα πίσω στη Γη. Οι μικροδορυφόροι Longjiang-1 και Longjiang-2 που εκτοξεύθηκαν μαζί με τον σεληνιακό ανιχνευτή Chang’e-4, θα πραγματοποιήσουν μια πρώτη έρευνα βάσει του προγράμματος.
«Η εξερεύνηση της κοσμικής αυγής είναι ο μακροπρόθεσμος στόχος μας και η εκτόξευση των μικροδορυφόρων Longjiang-1 και Longjiang-2 είναι μόνο ένα προκαταρκτικό πείραμα. Αντιμετωπίζουμε πολλούς περιορισμούς, καθώς οι συσκευές στους μικροδορυφόρους πιθανόν να προκαλέσουν αξιοσημείωτες ηλεκτρομαγνητικές παρεμβολές και το χρονικό διάστημα της έρευνας να μην είναι μεγάλο» λέει ο Τσεν. Ο δορυφόρος αναμετάδοσης και το σύστημα προσεδάφισης του σεληνιακού ανιχνευτή Chang’e-4 είναι επίσης εξοπλισμένα με ραδιοσυχνόμετρα χαμηλής συχνότητας τα οποία επίσης θα διεξάγουν παρόμοιες έρευνες, που αναμένεται να βοηθήσουν τους επιστήμονες να «ακούσουν» τις βαθύτερες περιοχές του σύμπαντος.