Μερικές μέλισσες «γοητεύονται» όπως όλα δείχνουν από την τολμηρή αναζήτηση νέων πραγμάτων και την εξερεύνηση νέων εδαφών, όπως και κάποιοι άνθρωποι που αγαπούν την περιπέτεια.
Φαίνεται μάλιστα πως είναι τα ίδια γονίδια στους ανθρώπους και στα έντομα που προσδίδουν το ξεχωριστό χαρακτηριστικό του θάρρους και στα δύο μακρινά είδη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή εντομολογίας και διευθυντή του Ινστιτούτου Γενωμικής Βιολογίας του πανεπιστημίου του Ιλινόις Τζιν Ρόμπινσον, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science», μετά από προσεκτική μελέτη της συμπεριφοράς των μελισσών, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μερικές από αυτές είναι πιο επιρρεπείς στην περιπέτεια σε σχέση με άλλες. Μάλιστα οι εγκέφαλοι αυτών των πιο θαρραλέων μελισσών εμφανίζουν χαρακτηριστικά πρότυπα γονιδιακής και μοριακής δραστηριότητας, που επίσης εμφανίζονται σε όσους ανθρώπους συναρπάζονται από τις περιπέτειες.
Η ανακάλυψη ρίχνει νέο φως στην πολύβουη ζωή της κυψέλης, η οποία, όπως φαίνεται, δεν αποτελείται μόνο από στρατιές «εργατριών» που αναλαμβάνουν εξειδικευμένους ρόλους και μόνο υπηρετούν τη «βασίλισσά» τους. Στην πραγματικότητα, οι επιμέρους μέλισσες διαφέρουν σημαντικά όσον αφορά την επιθυμία τους ή την προθυμία τους (όποια είναι η σωστή λέξη) να αναλάβουν συγκεκριμένα καθήκοντα.
Ο Ρόμπινσον υποστηρίζει ότι αυτές οι διαφορές οφείλονται, τουλάχιστον σε ένα βαθμό, στις διαφορετικές προσωπικότητες που οι μέλισσες έχουν. «Στους ανθρώπους η αναζήτηση νέων πραγμάτων αποτελεί συστατικό της προσωπικότητας (ορισμένων). Δεν θα μπορούσαν και τα έντομα να έχουν προσωπικότητες;», θέτει το ερώτημα ο αμερικανός εντομολόγος.
Οι ερευνητές μελέτησαν τις διαφορές μεταξύ των μελισσών αναφορικά με δύο δραστηριότητες που κατ’ εξοχήν παραπέμπουν σε διάθεση για αναζήτηση εμπειριών και περιπέτειας: την αναζήτηση φωλιάς και την αναζήτηση τροφής. Όταν μια αποικία μελισσών δεν χωράει πια στο «σπίτι» της, τότε χωρίζεται σε δύο ομάδες και η μία από αυτές πρέπει να φύγει σε αναζήτηση νέας φωλιάς. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή, λίγες μόνο τολμηρές μέλισσες (λιγότερες από το 5% του συνόλου), που είναι πάντα θηλυκές, φεύγουν στο άγνωστο για να αναζητήσουν ένα νέο «σπίτι».
Αυτοί οι πρωτοπόροι «πρόσκοποι» είναι επίσης τρεισήμισι φορές πιθανότερο κατά μέσο όρο να είναι οι ίδιοι που θα φύγουν πρώτοι και για αναζήτηση τροφής. Το γεγονός ακριβώς ότι επιδεικνύουν την ίδια τόλμη τόσο για αναζήτηση στέγης όσο και τροφής, ο Ρόμπινσον το αποδίδει σε ένα μονιμότερο χαρακτηριστικό της «προσωπικότητάς» τους.
Οι επιστήμονες, σε δεύτερη φάση, μελέτησαν την μοριακή βάση αυτών των διαφορών «προσωπικότητας» και αναζήτησαν τυχόν διαφορές στη δραστηριότητα χιλιάδων γονιδίων στους εγκεφάλους των δύο ομάδων μελισσών, των «γενναίων» και των πιο «δειλών». Η βασική διαφορά (όπως στους ανθρώπους και στα άλλα θηλαστικά) έγκειται στο πόσο διαφορετικά αντιδρά το κέντρο ανταμοιβής του εγκεφάλου ενός ζώου στην πρόκληση της καινούριας εμπειρίας και της περιπέτειας, αν δηλαδή αυτή προκαλεί ευχαρίστηση ή όχι.
Πράγματι, οι ερευνητές βρήκαν χιλιάδες διακριτές διαφορές ανάμεσα στην έκφραση των γονιδίων των μελισσών με τις διαφορετικές «προσωπικότητες». Περίπου το 16% των συνολικά 7.500 γονιδίων διέφεραν ανάμεσα στις δύο ομάδες. Μάλιστα οι επιστήμονες κατάφεραν να «χειραγωγήσουν» τη βιοχημική δραστηριότητα του εγκεφάλου των πιο «δειλών» μελισσών (αυξομειώνοντας τα επίπεδα ντοπαμίνης και γλουταμάτης) έτσι ώστε να τις κάνουν πιο «θαρραλέες».
Το γεγονός αυτό, κατά τους ερευνητές, δείχνει ότι άνθρωποι και έντομα τελικά έχουν αναλογίες όχι μόνο στις διαφορές της συμπεριφοράς (και προσωπικότητάς τους), αλλά και στην μοριακή-γενετική βάση αυτών των διαφορών. Επιπλέον, κατά τον Ρόμπινσον, αυτό δείχνει ότι οι άνθρωποι, τα έντομα και τα άλλα ζώα κάνουν χρήση της ίδιας γονιδιακής «εργαλειοθήκης» κατά την εξέλιξη της συμπεριφοράς τους. Τα «εργαλεία» αυτά, δηλαδή τα γονίδια που κωδικοποιούν συγκεκριμένα μόρια πρωτεϊνών, δίνουν την τάση για παρόμοιες συμπεριφορές (π.χ. θαρραλέες), αλλά κάθε είδος ζώου έχει σταδιακά κάνει τις δικές του προσαρμογές, ανάλογα με τον τρόπο που ζει.