Οι αράχνες χρησιμοποιούν την όρασή τους με ένα ιδιαίτερο τρόπο για να επιτεθούν στα θύματά τους, όπως αναφέρει έρευνα επιστημόνων του πανεπιστημίου της Ιαπωνίας στην Osaka.
Στο ζωικό βασίλειο υπάρχουν αρκετά οπτικά συστήματα οργανισμών για την ακρίβεια και την αξιοπιστία των «κυνηγών» να πιάσουν τα θηράματά τους. Οι αλτικές αράχνες, μια οικογένεια που περιλαμβάνει περισσότερα από 5.000 είδη αραχνών, μπορούν να πηδούν από ένα μέρος σε άλλο, με τη ασφάλεια ενός μεταξένιου νήματος.
Οι αράχνες αυτού του είδους δεν έχουν ένα σύστημα ρύθμισης εστίασης, όπως έχουν άλλα έντομα, αφού τα μάτια τους είναι πολύ κοντά το ένα με το άλλο. Στην προσπάθειά τους λοιπόν να αντιληφθούν το βάθος σε αυτό που βλέπουν, αυτές οι αράχνες συνδυάζουν τη θολή εκδοχή της εικόνας που λαμβάνουν με μια σαφή εικόνα. Αυτή η μέθοδος ονομάζεται defocus (εκτός εστίασης).
Οι αλτικές αράχνες δεν έχουν δύο, αλλά τέσσερα μάτια τοποθετημένα στη σειρά. Τα δύο κεντρικά είναι μεγαλύτερα, ενώ αυτά που βρίσκονται στην άκρη είναι μικρότερα. Τα μικρότερα μάτια τα χρησιμοποιεί η αράχνη για να ανιχνεύει τις κινήσεις που γίνονται στα πλάγια… όπως μιας μύγας.
Σύμφωνα με τους ιάπωνες επιστήμονες, αυτές οι αράχνες δεν έχουν μόνο ένα στρώμα φωτοδεκτικών κυττάρων αλλά τέσσερα διαφορετικά στρώματα. Ο ιάπωνας βιολόγος Akihisa Terakita ανακάλυψε ότι τα δύο κεντρικά στρώματα περιέχουν υπεριώδεις – ευαίσθητες χρωστικές ουσίες. Τα δύο βαθύτερα στρώματα περιλαμβάνουν ευαίσθητες χρωστικές ουσίες στο πράσινο χρώμα.
Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι για το πράσινο φως τα μάτια εστιάζουν με τα βαθύτερα στρώματα, ενώ για τα υπόλοιπα χρώματα οι αράχνες έχουν μια πιο θολή και μπερδεμένη εικόνα. Για να ελέγξουν τα ευρήματά τους, οι ερευνητές τοποθέτησαν μπροστά σε μια αράχνη τρεις με έξι μύγες. Όταν δεν υπήρχε πράσινο φως, οι αράχνες δυσκολεύονταν να εστιάσουν στο θύμα τους. Τέλος, οι ερευνητές δήλωσαν ότι το πράσινο φως είναι το κατάλληλο για την παραγωγή εικόνας εκτός εστίασης από τις αράχνες προκειμένου να υπολογίζουν σωστά τις αποστάσεις.