Ήταν το 1932 όταν η Αυστραλία αποφάσισε να πάει σε πόλεμο με έναν εχθρό που δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ: τα εμού!
Το μεγαλύτερο γηγενές πουλί της χώρας δηλαδή και δεύτερο μεγαλύτερο του κόσμου, μετά τη στρουθοκάμηλο.
Ο άνθρωπος, όντας άνθρωπος, θεώρησε πως ο αντίπαλος ήταν εύκολο να νικηθεί. Ο λευκός είχε εξάλλου εξαφανίσει (ή απειλήσει με εξαφάνιση) πολλά είδη άγριας ζωής της Ωκεανίας και πίστεψε πως και αυτή η μάχη δεν θα ήταν παρά μόνο στα χαρτιά.
Κι όμως…
Το πλαίσιο της σύγκρουσης
Οι πρώτοι τριγμοί ξεκίνησαν αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο, εκεί που η Αυστραλία υπέφερε τεράστιες απώλειες στην καταδικασμένη εκστρατεία των Δαρδανελίων για την κατάληψη της Καλλίπολης. Οι βετεράνοι που επέστρεψαν αντιμετώπιζαν μεγάλες δυσκολίες να προσαρμοστούν ξανά στην πολιτική ζωή, την ίδια ώρα που η τεράστια ενδοχώρα της Αυστραλίας παρέμενε ντροπιαστικά υποανάπτυκτη.
Η αυστραλιανή κυβέρνηση χορήγησε έτσι χαμηλότοκα δάνεια για αγορά εδαφών στις ερημιές, μπας και βρουν μόνιμη απασχόληση οι βετεράνοι ως καλλιεργητές. Κάτι που οδήγησε σε υπερεκμετάλλευση της γης και αποψίλωση των δασών, καταστρέφοντας το φυσικό habitat πολλών ειδών άγριας ζωής.
Τα ζώα κατέβαιναν πια ως τις παρυφές των οικισμών ψάχνοντας το λιγοστό φαΐ και τα εμού είχαν το θράσος να καταφτάνουν κατά κοπάδια εκεί που ζούσε ο άνθρωπος ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1920…
Οι δυνάμεις του εχθρού
Δεν ήταν βέβαια δύσκολο να διώξεις τα καλοκάγαθα φυτοφάγα πουλιά, τα οποία τρόμαζαν εύκολα από την ανθρώπινη παρουσία. Όσο η πείνα και η δίψα μάστιζε όμως τα εμού ολοένα και περισσότερο, τα πουλιά «αποψίλωναν» ολόκληρα χωράφια σε μερικές ώρες! Ακόμα και ένα εμού μπορούσε να κατασπαράξει έναν οικιακό κήπο σε χρόνο-αστραπή.
Το πράγμα κλιμακώθηκε το καλοκαίρι του 1932, όταν ένα κοπάδι 20.000 εμού γκρέμισε τους φράκτες των βετεράνων και ξανοίχτηκε στα σπαρτά τους. Οι αγρότες προσπάθησαν να τα διώξουν με μπαλοθιές στον αέρα, όπως συνήθιζαν να κάνουν, αν και αυτή τη φορά τα πεινασμένα πουλιά δεν θα εγκατέλειπαν έτσι εύκολα τη μάχη.
Όντας μάλιστα χιλιάδες από δαύτα, οι βετεράνοι είδαν πως οι σφαίρες τους ήταν αδύνατο να περιορίσουν τον αριθμό τους. Οι κοινότητες οργανώθηκαν και μετατράπηκαν σε πολεμικά συμβούλια, καθώς για άλλη μια φορά είχαν αφεθεί μόνες τους, μιας και το Υπουργείο Εσωτερικών δεν συνήθιζε να φτάνει ως τις ερημικές εσχατιές της Αυστραλίας.
Εκείνο το καλοκαίρι όμως ο υπουργός αποφάσισε να τους βοηθήσει, στέλνοντας ένα ελίτ σώμα κομάντο με επικεφαλής τον ταγματάρχη Μέρεντιθ του Βασιλικού Πυροβολικού της Αυστραλίας. Ο στόχος ήταν να διώξουν ή να εξολοθρεύσουν τους φτερωτούς εισβολείς, όποιο ερχόταν πρώτα. Το υπουργείο διέταξε μάλιστα να μη λογαριάσουν έξοδα και σφαίρες, καθώς η δουλειά έπρεπε να γίνει γρήγορα…
Ο Μεγάλος Πόλεμος των Εμού
Ο Μέρεντιθ ήξερε πώς να πολεμά και να οργανώνει τις δυνάμεις του και πήρε την αποστολή πολύ στα σοβαρά από την πρώτη στιγμή. Με δυο πυροβόλα Λιούις παραμάσχαλα και μπόλικους άντρες στο πλευρό του, έφτασε τον Οκτώβριο του 1932 στο πεδίο της μάχης. Μπορεί η κακοκαιρία να τους καθυστέρησε αρχικά, μέχρι τον Νοέμβριο ωστόσο όλα ήταν έτοιμα για τον Μεγάλο Πόλεμο των Εμού. Ή έτσι πίστεψαν τουλάχιστον πως όλα ήταν έτοιμα!
Το απόσπασμα είχε φέρει μαζί του 10.000 σφαίρες, εκεί που τα πουλιά ήταν τουλάχιστον διπλάσια σε αριθμό. Όσο για τα Λιούις, θα αποδεικνύονταν για άλλη μια φορά ολότελα αναξιόπιστα. Παρά ταύτα, οι άντρες ένιωθαν σίγουροι για την άνιση μάχη, παίρνοντας μαζί τους ακόμα και οπερατέρ από τη Fox Movietone για να καλύψει το κυνήγι.
Στις 2 Νοεμβρίου 1932 έπεσαν οι πρώτες σφαίρες, όταν οι ανιχνευτές εντόπισαν μια ομάδα 50 περίπου εμού κοντά στη δημοσιά. Κι ενώ προσπάθησαν να οδηγήσουν τα ζώα σε ενέδρα, τα πουλιά άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητα αριστερά και δεξιά, σταματώντας μια στο τόσο για ένα γρήγορο σνακ, καταστρέφοντας τη στρατηγική του Μέρεντιθ. Κανένα πουλί δεν ήταν τόσο κοντά ώστε να παραμένει στο βεληνεκές των πολυβόλων, κι έτσι έπεσαν κάποιες σφαίρες χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Ο Μέρεντιθ έγραψε στην αναφορά του εκείνη τη νύχτα, έπειτα από αρκετές ώρες μάταιου κυνηγιού, πως «ένας αριθμός» εμού είχαν σκοτωθεί, παραμένοντας πάντως γενικός και αόριστος.
Καμία απώλεια!
Δύο μέρες αργότερα θα λάμβανε χώρα το δεύτερο επεισόδιο του πολέμου, όταν οι ανιχνευτές εντόπισαν ένα κοπάδι 1.000 εμού κοντά σε ένα φράγμα. Οι συνθήκες ήταν ιδανικές, καθώς τα πουλιά ήταν συγκεντρωμένα για να πιουν νερό, φέρνοντας πολλά χαμόγελα στους κομάντος.
Οι πολυβολητές έφτασαν με κάθε προσοχή κοντά στο κοπάδι, για να βρουν ότι οι αναφορές ήταν τουλάχιστον ελλιπείς. Ένα τεράστιο κοπάδι χιλιάδων εμού φαινόταν να τους περιμένει. Όταν όλα ήταν έτοιμα, τα Λιούις ξεκίνησαν να «κελαηδούν», μόνο που σταμάτησαν έπειτα από λίγες σφαίρες παρουσιάζοντας άλλη μια από τις περιβόητες εμπλοκές τους.
Μέχρι να τα επισκευάσουν, τα πουλιά έτρεχαν αλλόφρονα αριστερά και δεξιά και πλέον δεν υπήρχε καθαρός στόχος. Ο ταγματάρχης συνέχισε να γράφει στις αναφορές του ότι μέσα στην πρώτη βδομάδα των μαχών είχαν πέσει νεκρά εκατοντάδες πουλιά, αν και η πραγματικότητα μιλούσε για… λιγότερα από 50! Ο Μέρεντιθ πάντως επέμενε να σημειώσει πως οι δικές του μονάδες δεν μετρούσαν «καμία απώλεια».
Ο σκληροτράχηλος εχθρός
Το πρόβλημα για τον ταγματάρχη ήταν ότι τα πουλιά παραήταν γρήγορα για τους σκοπευτές του. Μόλις έπεφταν οι πρώτες σφαίρες, έτρεχαν αστραπιαία ολόγυρα και δεν μπορούσαν τώρα να τα πετύχουν. Ο Μέρεντιθ αναδιπλώθηκε: προσάρμοσε ένα Λιούις σε ένα τζιπάκι ώστε να κυνηγήσουν τα εμού στο πεδίο της μάχης.
Στα κακοτράχαλα πεδία της Αυστραλίας όμως, ακόμα και το τζιπ έτρεχε σαφώς πιο αργά από τα ταχύτατα πουλιά. Ήταν όμως και το άλλο: ότι το τζιπ έπρεπε να ακολουθεί ένα εμού τη φορά, κάνοντας το πράγμα όσο πιο μάταιο γινόταν.
Μέχρι τις 8 Νοεμβρίου, το Κοινοβούλιο της Αυστραλίας ματαίωσε την επιχείρηση και ανακάλεσε τις δυνάμεις. Έναν μήνα αργότερα όμως, μέσα στις κραυγές των βετεράνων για βοήθεια, το απόσπασμα επέστρεψε για τον δεύτερο Πόλεμο των Εμού. Στις 12 Νοεμβρίου έγινε η μεγάλη επίθεση, αν και τα αποτελέσματα ήταν εξίσου πενιχρά: οι άντρες διεκδικούσαν κάπου 100 πουλιά τη βδομάδα.
Μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου, ο ταγματάρχης αποσύρθηκε ξανά από το πεδίο της μάχης με τα αυτιά για άλλη μια φορά κατεβασμένα. Η τελική αναφορά του Μέρεντιθ έλεγε πως είχαν ξοδέψει 9.860 σφαίρες για 986 εμού, 10 σφαίρες ανά πουλί δηλαδή! Κάτι που ήταν μια καλή αναλογία αν σκεφτείς πως τον ίδιο μήνα ένας αγρότης χτύπησε ένα εμού με το αμάξι του και στο νεκρό του σώμα βρέθηκαν σφηνωμένες 9 σφαίρες!
Η πολυπόθητη ειρήνη
Η Αυστραλία έμαθε το μάθημά της από τον Μεγάλο Πόλεμο των Εμού. Όταν οι αγρότες ζήτησαν ξανά στρατιωτική βοήθεια το 1934, η κυβέρνηση αρνήθηκε. Όπως έκανε ξανά το 1943 και το 1948. Άφησε λοιπόν το πράγμα στις τοπικές κοινότητες, οι οποίες οργανώθηκαν και αποδείχτηκαν αποτελεσματικότερες. Το 1934, για παράδειγμα, πάνω από 58.000 αμοιβές για σκοτωμένα εμού εισπράχθηκαν, μιας και η Αυστραλία είχε επικηρύξει μέχρι τότε τα εμού!
Όταν όμως τα νέα για τον Μεγάλο Πόλεμο των Εμού έφτασαν στη Γηραιά Ήπειρο, οι Ευρωπαίοι αποτροπιάστηκαν από την είδηση για τη βάρβαρη πρακτική των Αυστραλών. Η ντροπή έπεσε ξανά στον ταγματάρχη και το απόσπασμά του. Κάποια στιγμή, ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας αστειεύτηκε πως θα έπρεπε να δώσουν μερικά μετάλλια για ανδραγαθήματα στον Πόλεμο των Εμού, υπαινισσόμενος πως τα παράσημα θα δίνονταν όλα στα εμού!
Η πιο πρόσφατη μάχη των Αυστραλών με τα εμού έλαβε χώρα το 1994. Έκτοτε τα πνεύματα φαίνεται να έχουν καταλαγιάσει και η εύθραυστη ειρήνη απολαμβάνει μια εικοσαετία ζωής…