Ότι «δεν υπάρχει κανένα ίχνος το οποίο να είναι τόσο σημαντικό ώστε να προκαλέσει κάποια ανησυχία και ανασφάλεια» διευκρίνισε ο αναπληρωτής καθηγητής Πυρηνικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Θεόδωρος Μερτζιμέκης σχολιάζοντας τη μελέτη του ΕΚΠΑ που αναφέρει ότι ραδιενεργά ίχνη από το Τσερνόμπιλ εντοπίστηκαν σε 23 πάρκα στην Αττική.
«Η φυσική πραγματικότητα μας λέει ότι μέσα στο φυσικό μας περιβάλλον υπάρχουν ραδιενεργά ισότοπα παντού. Οπότε από τη γέννηση της Γης και μετά έχουμε μάθει και έχουμε επιβίωση ως ανθρώπινο είδος να ζούμε με αυτά, χωρίς να μας επηρεάζουν τόσο πολύ» υπογράμμισε ο καθηγητής μιλώντας στην ΕΡΤ και την εκπομπή «Συνδέσεις».
«Υπάρχει μια καλλιεργημένη παραφιλολογία…»
«Ατυχήματα όπως το Τσερνόμπιλ σκόρπισαν κάποια ραδιενεργά. Υπάρχει όμως μια καλλιεργημένη παραφιλολογία, κυρίως λόγω του Ψυχρού Πολέμου, λόγω της ανασφάλειας της κοινωνίας, λόγω της έλλειψης ενημέρωσης, αλλά και της επικοινωνίας που υπήρχε σε μεγάλο βαθμό πριν 40 χρόνια» επεσήμανε ο Θεόδωρος Μερτζιμέκης στη συνέχεια.
Αναφερόμενος στη μελέτη που διεξήχθη μελέτη του ΕΚΠΑ που δείχνει πως ραδιενεργά ίχνη από το Τσερνόμπιλ εντοπίστηκαν σε 23 πάρκα στην Αττική.
«Εμείς κάναμε μια ευρεία μελέτη, συστηματική κυρίως με την πρόθεσή μας να εφαρμόσουμε νέες τεχνικές, καινούργια όργανα τα οποία έχουμε αναπτύξει και να φτιάξουμε και ένα πληροφοριακό σύστημα το οποίο θα δίδει τέτοιες πληροφορίες ανοιχτά στο κοινό και σε κυβερνητικούς οργανισμούς, αν είναι εφικτό. Σχετικά με τα επίπεδα ραδιενέργειας γενικότερα στο ελληνικό περιβάλλον. Οπότε πιλοτικά το εφαρμόσαμε στα πάρκα της Αττικής, κυρίως για να δούμε τις αδιατάρακτες περιοχές αυτού του αστικού τοπίου, το οποίο είναι αρκετά επιβαρυμένο από δόμηση, οπότε έχει μέσα μπετόν αρμέ, σίδερα κλπ. Υλικά τα οποία κατά βάση μπορούν να φέρουν μικροποσότητες μικρο ίχνη ραδιενεργών, λόγω της φυσικής τους προέλευσης.
Οπότε η πιλοτική αυτή έρευνα έδειξε ότι υπάρχει και καίσιο 137, το οποίο είναι εναπομείναν από το πυρηνικό ατύχημα το 1986. Βέβαια, ξαναλέω, αυτά είναι ίχνη τα οποία μπορούμε και ανακαλύπτουμε γιατί έχουμε εξελιγμένα όργανα μεγάλης ακρίβειας, υψηλής ευαισθησίας και μπορούμε ακόμα και σήμερα να εντοπίσουμε.
«Το καίσιο ήρθε για να φύγει και όχι για να μείνει. Που σημαίνει ότι το έχουμε δει και με τα μοντέλα μας και με τις προβλέψεις μας, ξέραμε τι περίπου θα βρούμε. Το βρήκαμε χαμηλότερα από αυτό το οποίο περιμέναμε, το οποίο είναι και ένα θετικό πράγμα το οποίο πρέπει να περάσει ως μήνυμα» τόνισε ο κ. Μερτζιμέκης.
Κλείνοντας ο καθηγητής Πυρηνικής Φυσικής εστιάζοντας στους επόμενους στόχους υπογράμμισε πως «όλη η Ελλάδα έχει επιπτώσεις. Υπήρχαν πολύ ακριβείς και πολύ εκτεταμένες μελέτες κάμποσες δεκαετίες πριν και κάμποσα χρόνια πριν και συνεχίζουν και υπάρχουν από συναδέλφους, ξέρουμε περιοχές που είναι πιο επιβαρυμένη από την Αθήνα.
Θεωρούμε ότι θα είναι εφικτό να το κάνουμε αυτό κάποια στιγμή στο μέλλον. Επίσης, υπάρχει το ενδιαφέρον για βιομηχανικές εγκαταστάσεις, ορυχεία, για παράδειγμα μεταλλεύματα, τα οποία βγαίνουν αυτά από τη γη. Προφανώς φέρουν και κάποια φυσικά ραδιοϊσότοπα. Μας ενδιαφέρει λοιπόν να χουμε τεχνικές καινούριες, πρωτοπόρες, ευαίσθητες για να παρακολουθούμε οποιαδήποτε εξέλιξη, όχι μόνο ατυχήματα τα οποία δεν συμβαίνουν πια».