Τις δύσκολες αυτές μέρες, μια «ματιά» στο παρελθόν μπορεί να είναι και διδακτική. Πώς αντιμετώπιζαν στην αρχαιότητα τις πλημμύρες, την καταστροφή οικισμών και την ανάγκη διαχείρισης και κατασκευής αποστραγγιστικών έργων;
«Το νερό μπορεί να επηρεάσει θετικά στην παρουσία του ανθρώπου, αλλά μπορεί ταυτόχρονα να συντελέσει και στην καταστροφή του. Μία ένδειξη αποτελεί η μυθολογική παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο κατακλυσμός του Ωγύγου (σ.σ. κατά μία εκδοχή μυθικός ηγέτης της Βοιωτίας), προκλήθηκε από την υπερχείλιση της Κωπαΐδας, με αποτέλεσμα ο αφανισμός πολισμάτων των Βοιωτών, Αθηναίων και Ελευσίνιων που είχαν κατοικήσει την περιοχή, ενώ κατέστρεψε ακόμα και την Αττική. Η μυθολογική παράδοση θέλει τους μυθικούς κατοίκους του Ορχομενού, τους Μινύες, να δημιουργούν τα πρώτα έργα για την αποξήρανση και διαχείριση των υδάτων της λίμνης», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Εύη Τσώτα, αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων (ΕΦΑ) Βοιωτίας, για τη λίμνη Κωπαΐδα που απετέλεσε σημαντικό πόλο έλξης κατοίκων, κατά τη διάρκεια των αιώνων, ανεξαρτήτως των προβλημάτων που είχαν με τη διαχείριση των υδάτων της.
Σήμερα η Κωπαΐδα είναι πεδιάδα της Βοιωτίας, η οποία δημιουργήθηκε ύστερα από την αποξήρανση της ομώνυμης λίμνης κατά το διάστημα 1880-1930. Οι πρώτοι που αποξήραναν τη λίμνη, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν οι αρχαίοι κάτοικοι του Ορχομενού, οι Μινύες. Η αποξήρανσή της αποτέλεσε το μεγαλύτερο εγγειοβελτιωτικό έργο όχι μόνο των προϊστορικών χρόνων, αλλά γενικά της αρχαιότητας.
«Το μεγαλόπνοο, όμως, σχέδιο αποξήρανσης της λίμνης, που υλοποιήθηκε κατά τη Μυκηναϊκή εποχή, ήταν εξαιρετικά σύνθετο. Έπρεπε να διαμορφωθεί η περίμετρος της λίμνης με σκοπό τον περιορισμό της, με την εκτροπή δύο ποταμών, του Βοιωτικού Κηφισού και του Μέλανα, που κατέληγαν στην Κωπαΐδα. Για να οδηγήσουν το νερό όπου θα τους επέτρεπε να αποκτήσουν γόνιμα εδάφη και ασφάλεια από ανεξέλεγκτες πλημμύρες, έσκαψαν βαθιά κανάλια και ανύψωσαν μεγάλα κτιστά αναχώματα, διοχετεύοντας τα νερά των ποταμών στις φυσικές καταβόθρες που υπάρχουν στις παρυφές της λίμνης, μέσω των οποίων τους έδωσαν διέξοδο προς τη θάλασσα. Τα τεχνικά έργα περιλαμβάνουν τεχνητές λίμνες εν είδει ταμιευτήρων ύδατος, όπου μπορούσαν να έχουν νερό σε περιόδους ξηρασίας. Παράλληλα, αρκετά σημεία είχαν διαμορφωθεί για τον έλεγχο και την αποτροπή υπερχείλισης, αφήνοντας κάθε φορά ελεγχόμενο όγκο νερού να εισρέει στη λίμνη», προσθέτει η αρχαιολόγος.
Το εντυπωσιακότερο τμήμα των έργων που διασώθηκαν είναι η βόρεια αποστραγγιστική τάφρος, μήκους 25 περίπου χιλιομέτρων, η οποία ξεκινούσε από τον Ορχομενό και κατέληγε στο σημερινό Κάστρο, όπου διακλαδιζόταν σε δύο τμήματα για να οδηγήσουν το νερό στις φυσικές καταβόθρες. «Το μεγάλο ανάχωμα που υψώθηκε ήταν περίπου 3 μέτρα ύψος και είχε πλάτος 30 μέτρα. Για να ενισχύσουν, δε, τη διάβρωση και φθορά του αναχώματος, κατά μήκος των μακρών πλευρών του κατασκεύασαν ισχυρό κυκλώπειο τοίχο πάχους 2,5 μέτρων. Το ανάχωμα πλέον είχε διπλή σημασία, από τη μία προστάτευε από υπερχείλιση ενώ παράλληλα προσέφερε έναν ασφαλή δρόμο για τη μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων», εξηγεί η Ε. Τσώτα.
Ωστόσο, η ιστορία της Κωπαΐδας δεν σταματά στους προϊστορικούς χρόνους. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές μεταξύ 335-331 π.Χ., επί Αλεξάνδρου Γ’, προέκυψαν νέα έργα, τόσο με τη μερική χρήση των παλαιών μυκηναϊκών έργων, όσο και με την εκσκαφή μιας νέας κεντρικής αποστραγγιστικής τάφρου. «Το 1920, όμως, αποκαλύφθηκαν από τον αρχαιολόγο Ν. Παπαδάκη στην Κορώνεια της Βοιωτίας μερικές επιγραφές χαραγμένες επάνω σε μεγάλους μαρμάρινους ορθοστάτες (μία εξ αυτών εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών).
Καταγράφουν επιστολές σταλμένες από τον φιλέλληνα Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό (117-138 μ.Χ.) προς τους κατοίκους της ομώνυμης αρχαίας βοιωτικής πόλης για τα αντιπλημμυρικά και εγγειοβελτιωτικά έργα που πραγματοποιήθηκαν τελικά στην περιοχή κατ’ εντολή του ίδιου του αυτοκράτορα, ο οποίος επισκέφθηκε την Κορώνεια το 125 μ.Χ. και διέγνωσε αυτοπροσώπως το πρόβλημα στην εξεύρεση καλλιεργήσιμης γης, εξαιτίας των πλημμυρών που προκαλούνταν από τα νερά των ποταμών της δυτικής Κωπαΐδας», πληροφορεί η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Στην πρώτη επιστολή (του 125 μ.Χ.) γίνεται αναφορά στην ανάγκη διευθέτησης της κοίτης του Κηφισού και της Έρκυνας, καθώς και των άλλων ποταμών της περιοχής, μέσω της εκσκαφής τάφρων και της κατασκευής αναχωμάτων. «Ταυτόχρονα, ενημερώνει τους κατοίκους ότι θα χορηγήσει στην πόλη 65.000 δηνάρια από το αυτοκρατορικό ταμείο για την ολοκλήρωσή τους, ενώ αφήνει τους κατοίκους της πόλης να επιλέξουν τους μηχανικούς που θα αναλάμβαναν την κατασκευή τους. Δέκα χρόνια μετά, το 135 μ.Χ., με νέα επιστολή του, ο αυτοκράτορας επανέρχεται στο θέμα κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στον ποταμό Φάλαρο. Στην επιστολή αυτή τους ενημερώνει ότι στέλνει τον αγαπητό του φίλο Αιμίλιο Ιούγκο για τη διευθέτηση. Τέλος, στην τρίτη επιστολή (135 – 137 μ.Χ.), τα αντιπλημμυρικά και εγγειοβελτιωτικά έργα στον Φάλαρο εμφανίζονται να έχουν ήδη ολοκληρωθεί. Ο Αδριανός φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ικανοποιημένος, αλλά εφιστά την προσοχή τους να μην παραμελήσουν τη συντήρησή τους, ενώ τους επισημαίνει ότι όποιος προξενούσε βλάβη στα έργα θα αναγκαζόταν να επανορθώσει και η πόλη θα υποχρεωνόταν να καταβάλει πρόστιμο 1.500 δηναρίων για την προξενηθείσα ζημία», επισημαίνει η Ε. Τσώτα.
Οι παρεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους στην Κωπαΐδα έκλεισαν τον κύκλο των αρχαίων αντιπλημμυρικών έργων στη λίμνη. «Συνεχιστές της μακράς αυτής παράδοσης, τα ρωμαϊκά αντιπλημμυρικά έργα απέδωσαν πλούσια καλλιεργήσιμη γη και αποτέλεσαν αναπόσπαστο κρίκο στην αλυσίδα μιας πανάρχαιας και διαχρονικής προσπάθειας εκμετάλλευσης των εύφορων εδαφών της λεκάνης. Η, δε, πόλη της Κορώνειας, τίμησε τον ευεργέτη Αδριανό για το πολύτιμο δώρο του, με την τοποθέτηση ενός μαρμάρινου αδριάντα, σωζόμενου ύψους 1,82 μέτρων, που σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών», καταλήγει η αρχαιολόγος.