Ένα από τα κύκνεια άσματα του γαλλικού ρομαντισμού που πρωτοπαίχτηκε στο Παρίσι το 1897, είναι το «Συρανό ντε Μπερζεράκ». Ο Μπερζεράκ δεν είναι άλλος παρά ο άγνωστος ποιητής Σαβινιάν ντε Συρανό, που έγινε γνωστότατος μετά την τεράστια θεατρική επιτυχία του έργου, σε παγκόσμια κλίμακα.

Γράφει η Χαρά Κιούση

Η μυθοπλασία δημιουργήθηκε από γεγονότα της εποχής κι όχι με στοιχεία της ζωής τού ποιητή Συρανό, που η φύση τον είχε καταδικάσει με μια τεράστια μύτη, σαν «χερσόνησο». Αυτή η φυσική του ατέλεια και ασχήμια τον έκανε δειλό και ανασφαλή όσον αφορά την όμορφη Ρωξάνη, με την οποία ήταν τρελά ερωτευμένος. Η νέα ωστόσο ήταν ερωτευμένη με τον ευπαρουσίαστο στρατιωτικό Κριστιάν, που υστερούσε στο χάρισμα του λόγου και αδυνατούσε να της εκφράσει τα συναισθήματά του. Τότε ο Συρανό προθυμοποιείται να εξυπηρετήσει το νεαρό, γράφοντας ο ίδιος ερωτικά γράμματα για λογαριασμό του. Ο βαθμοφόρος Ντε Γκυς, ερωτευμένος με την Ρωξάνη και ευελπιστώντας να την κατακτήσει, στέλνει τον Κριστιάν στον πόλεμο. Μέσα από την εξέλιξη των γεγονότων και ύστερα από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, η Ρωξάνη θα αντιληφθεί πως αγαπούσε άλλον άνθρωπο.

Το κείμενο με τη μουσικότητα των ομοιοκατάληκτων στίχων ρέει ευχάριστα, προξενώντας στο θεατή μια νοσταλγική επιθυμία, μια «διάθεση φυγής» που ξεκουράζει και γαληνεύει το πνεύμα, αποκλειστικά μέσα από τον ηρωισμό και τον έρωτα. Παρόλο που η τελευταία σκηνή προδίδει την αδυναμία του μελλοθάνατου Συρανό και ο ηρωισμός του υποχωρεί ηττημένος, παραβαίνοντας τον όρκο του στο νεκρό Κριστιάν, η στιγμή είναι δυνατή και συγκινητική.

Η παράσταση δουλεμένη με πολύ κέφι, βαθιά ανθρώπινη με κομψή γλώσσα και εύθυμο ύφος σ’ ένα σκηνικό πολέμου, αρχίζει με θέατρο στο θέατρο. Ο συνδυασμός ζωντανής μουσικής (στο βιολί η Βασιλική Μαζαράκη), όμορφων χορευτικών και δεξιοτεχνικών σκηνών μονομαχίας εντυπωσίασαν με την καλή τους απόδοση.

Το σκηνικό στα μέτρα και τις δυνατότητες μιας περιοδείας διατηρεί μέρος της επιβλητικότητάς του, δίνοντας έτσι προτεραιότητα στο λόγο. Η σκηνή μετατρέπεται σε αίθουσα θεάτρου, στρατοπέδου, μοναστήρι Καπουτσίνων, σε σαλόνι ζαχαροπλαστείου και αυλές σπιτιών για τις ανάγκες του έργου.

Τα κοστούμια καλαίσθητα, πλούσια σε ιδέες και χρώματα, μαζί με τον ζεστό φωτισμό δημιουργούν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.

Η εμπνευσμένη σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα και οι πληθωρικές ερμηνείες των ηθοποιών, έφεραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.

Οι υπερπληθείς θεατές παρότι δεν έβλεπαν καλά, αποθέωσαν την παράσταση.

Ο Β. Χαραλαμπόπουλος – Συρανό ντε Μπερζεράκ κλέβει βέβαια το χειροκρότημα. Δίνει μάχες με το λόγο και το σπαθί του, που μορφοποιεί την εσωτερική του μεγαλοσύνη με παλμό και τόνο ηρωικό, συμβάλλοντας στο να κάνει ευτυχισμένη την Ρωξάνη. Είναι αστείος, τρυφερός, αυτοσαρκαστικός για την ατέλειά του. Τραγικός πρωτίστως, που λυτρώνεται όμως με τα φτερά της ψυχής του.

Η Δήμητρα Ματσούκα -μια πολύ όμορφη Ρωξάνη- αρχικά είναι εσωστρεφής, αργότερα όμως με χάρη, μπρίο, αφέλεια και σπινθηροβόλα έκφραση, εναρμονίζεται με τον ρόλο.

Εντυπωσιακός Γκυς ο Κ. Μπερικόπουλος, φυσιογνωμικά και ερμηνευτικά δειλός ο Γ. Παπαγεωργίου ως Κριστιάν. Ικανοποιητικές επίσης και οι ερμηνείες των υπολοίπων ηθοποιών που υποδύονται πολλούς ρόλους σ’ ένα έργο που το «φιλί είναι περισπωμένη ρόδινη πάνω στο σ’ αγαπώ».

Πληροφορίες παράστασης

Σκηνοθεσία – δραματουργική επεξεργασία: Γιάννης Κακλέας
Μετάφραση: Λουϊζα Μητσάκου
Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης
Κοστούμια: Εύα Νάθενα
Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα
Φωτισμοί: Χρήστος Τζιόγκας
Χορογραφίες: Χρήστος Παπαδόπουλος
Επιμέλεια κίνησης: Αγγελική Τρομπούκη
Σπαθογραφίες: Κωνσταντίνος Μπουμπούκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Νουρμάλα Ήστυ

Παίζουν οι ηθοποιοί: Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Δήμητρα Ματσούκα, Γιώργος Παπαγεωργίου, Κώστας Μπερικόπουλος, Ιφιγένεια Αστεριάδη, Βαγγέλης Χατζηνικολάου, Στέλιος Ξανθουδάκης, Θάνος Κοντογιώργης, Αγγελική Τρομπούκη, Στράτος Τρογκάνης, Λάμπρος Κτεναβός, Θάνος Μπίρκος, Κωστής Μπούντας, Αλέξιος Φουσέκης

Βιολί παίζει η Βασιλική Μαζαράκη