Το έργο γραμμένο το 1899, είναι το κύκνειο άσμα του Ίψεν όπου συνδυάζει «τη μεσσιανική του φάση, με την ύστερη των πορτρέτων του». Ποίηση και ρεαλισμός, με αρκετή δόση μυστηρίου και φαντασίας, αποκρυπτογραφούν το ερώτημα που θέτουν με το ξύπνημά τους, οι ζωντανοί νεκροί. Αφυπνισμένοι σε μια νέα ελπίδα, ξεκόβουν από κάθε ψευδαίσθηση και κάθε ανύπαρκτο συναίσθημα, με τη συναίσθηση της μη αποπλήρωσης της χαμένης τους ζωής. Γράφει η Χαρά Κιούση Σ’ ένα θέρετρο στα νορβηγικά φιόρδ ο διάσημος γλύπτης Άρνολντ Ρούμπεκ και η γυναίκα του Μάγια δείχνουν να χαίρονται τις διακοπές τους. Στην πραγματικότητα η σχέση τους περνάει σοβαρή κρίση, κανείς δεν είναι ευτυχισμένος. Εκείνη του υπενθυμίζει την ανεκπλήρωτη υπόσχεσή του να της «δείξει το μεγαλείο του κόσμου» από την ψηλότερη κορυφή του βουνού. Τη φαινομενική τους γαλήνη διαταράσσει η εμφάνιση του Ουλφχάϊμ, ενός βάναυσου κυνηγού, που προτείνει τη Μάγια να τον ακολουθήσει στο κυνήγι και να καταλήξουν εκεί για να απολαύσει το τοπίο. Εν τω μεταξύ στο θέρετρο εμφανίζεται η Ιρένε, μια όμορφη γυναίκα από το παρελθόν του γλύπτη. Η παρουσία της ξυπνά πόθους και μνήμες που τον οδηγούν να αποβάλλει την ψυχρότητα και κάθε κυνισμό. Μέσα από την επανασύνδεση θα έρθουν αντιμέτωποι με τις καταπιεσμένες τους επιθυμίες. Γι’ αυτό και όλα ξεκαθαρίζουν στην βουνοκορφή, μέσα στην καταχνιά και την καταιγίδα. Εκεί όπου η Ιρένε οδήγησε τον γλύπτη. Το έργο με το ονειρώδες του τοπίο έχει πνοή μελαγχολική και απελπισμένη. Είναι «ένα δοκίμιο από σκηνής για την καλλιτεχνική δημιουργία», όπου ακόμα και ο οραματισμός ενός υψηλότερου σκοπού αποφαίνεται πλάνη. Η σχέση του γάλλου γλύπτη Ογκύστ Ροντέν και της Καμίγ Κλοντέλ με την τραγική της κατάληξη ενέπνευσε την Ίψεν. Ο θεατρικός ήρωας του Άρνολντ Ρούμπεκ και το αριστουργηματικό γλυπτό του «η μέρα της Ανάστασης,» θέτει την εκπλήρωση του σκοπού στην μάχη μεταξύ τέχνης και ζωής. Η δημιουργία του ρίχνει τις μάχες που αφανίζουν συνειδητές και ασύνειδες επιλογές και αποκαλύπτει πως κάθε ιδεολόγημα και υπαρξιακός αγώνας δεν είναι παρά ένα μέσον συντήρησης μιας άδειας ζωής που ασφυκτιά. Οι ήρωες κινούνται έξω από την κοινωνική ηθική της εποχής, περιορισμούς, δεσμεύσεις και καθήκοντα, κουρασμένοι και άψυχοι, με το νεκρό φορτίο της ζωής τους στην πλάτη. Και ενώ επιθυμούν να ζήσουν ο ένας απαξιώνει τον άλλο, ακυρώνει την ύπαρξή του και θάβεται σε «εθελουσίους προσωπικούς θανάτους». Για την Ιρένε, τη μούσα και το μοντέλο του γλύπτη, εκείνος δεν είναι παρά ένα «ηλικιωμένο παιδί». Επιστρέφει κοντά του με εκδικητική διάθεση και σαρκάζει την ιδεαλιστική σύλληψη του έργου για να τον μειώσει, να τον αποτελειώσει. Εφαρμόζοντας το «μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν θα λάβεις». Εκείνη που για χρόνια πόζαρε επιθυμώντας να του δοθεί ολοκληρωτικά, εκείνη που την εγκατέλειψε για να ζήσει συμβατικά με τη Μάγια, εμφανίζεται σαν φάντασμα για το τελευταίο προσχεδιασμένο επεισόδιο. Για τον Ρούμπεκ είναι εκείνη που «πόζαρε με μεταμέλεια το αμετάκλητο, το ευλογημένο επεισόδιό του» που του εξασφάλισε την επιτυχία. Και τώρα που το παρελθόν γίνεται επιτακτικά παρούσα ανάγκη, θα τους ξυπνήσει επιτέλους από έναν ύπνο θάνατο. Πώς θα αναμετρηθούν μαζί του, πώς θα πάρουν στα χέρια τους την ευθύνη της ζωής τους κάτω από το βλέμμα της αμίλητης μαυροντυμένης γυναίκας που σαν προάγγελος θανάτου περιφέρεται ανάμεσά τους; Θα καταφέρουν ν’ ανέβουν στην κορυφή του βουνού, στα υψηλά ιδεώδη, θα ατενίσουν την ελευθερία όπως ο κυνηγός και η Μάγια απελευθερωμένοι και ολοκληρωμένοι στην ηδονή της σάρκας και στην χαρά του έρωτα; Η σκηνογραφική απεικόνιση του έργου, γυμνή από κάθε φόρτωμα σκηνικό, δίνει χώρο να απογυμνωθεί κάθε πλασματική εικόνα όλων όσων αισθάνονται οι ήρωες. Ισχυροποιεί την ταυτότητά τους, που πολύ δυναμικά ανέδειξε η σκηνογραφία του Δημήτρη Καρατζά και οι ψαγμένες ερμηνείες των ηθοποιών. Μια οφειλόμενη ιδιαίτερη αναφορά στην Ρένη Πιττακή, που συμπλήρωσε 50 χρόνια από την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο Τέχνης. Οι ερμηνευτές μεταπηδούν με εσωτερική συνέπεια από τη νεκρική ακαμψία σε μια εναγώνια εσωτερική ανάβαση. Οι κινήσεις τους με συγκεκριμένα ανοίγματα και θέσεις κλασσικής τέχνης χορού, συμβολίζουν τη θλίψη της ομορφιάς, την ελπίδα του ονείρου και την ανάγκη της ελευθερίας. Κοστούμια με συμβολική σύλληψη, ψυχρός φωτισμός και μια ενδιαφέρουσα ηχητική δημιουργία ολοκλήρωσαν την αξιόλογη παράσταση. Παρακολουθώντας τη διαπιστώνεις πως είναι ένα κομμάτι της καθημερινής ζωής, με ήρωες που έχουν ανθρωπισμό και μεθούν για την ψυχική τους ανάσταση.

Πληροφορίες παράστασης

Κείμενο: Ερρίκος Ίψεν Μετάφραση: Έρι Κύργια Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς Κίνηση: Ζωή Χατζηαντωνίου Ηχητική Δραματουργία: Δημήτρης Καμαρωτός Σκηνικά: Πουλχερία Τζόβα Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου Ερμηνεύουν: Αλεξία Καλτσίκη, Μαρία Κεχαγιόγλου, Περικλής Μουστάκης, Ρένη Πιττακή, Μιχάλης Σαράντης, Μενέλαος Χαζαράκης Ημέρες κι ώρες παραστάσεων Τετάρτη: 20.00 Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή: 21.15 Εισιτήρια Τετάρτη, Παρασκευή και Κυριακή Κανονικό: 16 ευρώ, Μειωμένο – φοιτητικό: 12 ευρώ Άνεργοι, ΑΜΕΑ: 5 ευρώ Σάββατο Κανονικό: 18 ευρώ Μειωμένο – φοιτητικό: 12 ευρώ Άνεργοι, ΑΜΕΑ: 5 ευρώ Πέμπτη Γενική είσοδος: 10 ευρώ Προπώληση: www.viva.gr Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν -Υπόγειο Πεσμαζόγλου 5 τηλ. 210-3228.706