«Το τέλος του παιχνιδιού» αντιστράφηκε. Έγινε το παιχνίδι του τέλους, «ένα παιχνίδι που δεν τελειώνει αλλά συνεχίζει με καινούργια παρτίδα, με όλο ποιο περιορισμένους όρους». Ένα παιχνίδι ανερμάτιστο που ετεροκαθορίζεται από δυο παίχτες.

Γράφει η Χαρά Κιούση

Σ’ ένα χώρο εσωτερικό με σταχτή φωτισμό και δίχως έπιπλα παίζεται το παιχνίδι. Στο κέντρο, καθηλωμένος, σε μια πολυθρόνα με ρόδες σκεπασμένος μ’ ένα σεντόνι βρίσκεται ο Χαμ. Στ’ αριστερά του υπάρχουν δυο σκουπιδοτενεκέδες όπου είναι εξαφανισμένοι «οι καταραμένοι γεννήτορές» του Ναγκ και Νηλ.

Ο Κλοβ παραγιός του Χαμ, περιορίζεται στο να κοιτά διαρκώς έξω και ν’ απαντά στις ερωτήσεις του για τον έξω κόσμο. Όπου όλα δείχνουν έρημα και κατεστραμμένα, βαρύνοντας ψυχολογικά τους ήρωες, που πιστεύουν πως είναι οι μόνοι επιζήσαντες από μια καταστροφή. Η αδυναμία της επικοινωνίας, τα αισθήματα που έχουν εκπνεύσει, το αμείλικτο της μοναξιάς και του χρόνου τους υποτάσσουν στην ανάμνηση του τι υπήρχε . Γι’ αυτούς ο μόνος υπαρκτός χώρος και τόπος είναι το εσωτερικό του δωματίου και η πόρτα του, που καθορίζει το σύνορο των δυο πρωταγωνιστικών προσώπων. Παγιδευμένοι στην κυκλική επανάληψη της καθημερινότητας από την οποία δεν έχουν την δύναμη να ξεφύγουν καταφεύγουν σ’ ένα αδιέξοδο διαλογικό παιχνίδι που εκφράζει την ασυνεννοησία σ’ ένα κόσμο παράλογο και πραγματικό. Οι ήρωες για να περνούν την ώρα τους καταφεύγουν στην επανάληψη, με τις προτάσεις τους άδειες από κάθε εννοιολογικό περιεχόμενο. Εκεί ζωτική σημαία έχουν «οι παύσεις, οι σιωπές ανεπάρκειας, οι σιωπές ψυχαναγκασμού και οι σιωπές προσδοκίας», που επιτρέπουν στον θεατή να αντιληφθεί το νόημα.

Παρόλο που οι σκηνικές οδηγίες και υποδείξεις του Μπέκετ είναι σαφείς, αυστηρές και απαράβατες, στην συγκεκριμένη παράσταση κάποιες επεμβάσεις σκηνοθετικές- ενδεχομένως δίχως πρόθεση αποδόμησης του έργου- που το απομακρύνουν από την αυθεντική του σύλληψη και απόδοση.

Τους ρόλους τους υποδύονται γυναίκες ηθοποιοί , κάποια επινοημένα αντικείμενα μπαίνουν ουρανοκατέβατα, ενώ η ενδυματολογία του ζεύγους φαντάζει comedia del arte και του Κλοβ φέρνει κάτι από Σαρλώ. Στο «τέλος του παιχνιδιού», ο χώρος και τα αντικείμενα λειτουργούν ως νύξεις για το απροσδιόριστο, το αδύνατο της επικοινωνίας, κι αυτή η αδυναμία προξενεί την σχέση της αλληλεξάρτησης, το κέντρο δηλαδή της φάρσας. Όπου τυπικές θεατρικές συμβάσεις και αναφορές σε σαιξπηρικά κείμενα υπενθυμίζουν στον θεατή, πως ό,τι συμβαίνει είναι μια σκηνοθετημένη παράταση ούτως ώστε να τον αποστασιοποιήσει συναισθηματικά και να συγκεντρωθεί όχι στους παίχτες, αλλά στο ίδιο το παιχνίδι.

Στο έργο όλοι οι ήρωες έχουν κάποιο πρόβλημα με τα κάτω άκρα. Ο Χαμ έχει παραλυσία, οι γονείς του Νάγκ και Νελ επίσης καθηλωμένοι (έχουν χάσει προ πολλού τα πόδια τους σε ποδηλατικό ατύχημα), ενώ ο Κλοβ αδυνατεί, υποφέρει από ατέρμονη υπερκινητικότητα. Στον Μπέκετ το σώμα πάσχει. Ο Χαμ εκτός από παράλυτος δεν βλέπει καθόλου, ή μάλλον βλέπει ελάχιστα αφού σκουπίζει τακτικά τους χοντρούς φακούς που φοράει. Ωστόσο η ελπίδα ότι τον βλέπουν, με «μάτια ετοιμοθάνατα ή μάτια διεισδυτικά» προϋποθέτει και τη δική του ύπαρξη, έστω κι αν βρίσκεται σ’ ένα δωμάτιο χωρίς ανθρώπινη παρουσία.

Ο Κλοβ περιφέρεται με απλανές βλέμμα. Δεν έχει εξασθενημένη όραση και το ό,τι χρησιμοποιεί τα κιάλια για να εντοπίσει κάτι έξω από το παραθυράκι, συμβαίνει γιατί στερείται το εσωτερικό φως, το οποίο επεκτείνει «από την ατομική ευθύνη, σε μια καθολική καθίζηση της ανθρωπότητας».

Το βάρος της παράστασης σήκωσαν οι εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών. Ξεπέρασαν όλες τις δυσκολίες των ρόλων τους παρουσιάζοντας όπως και να το κάνουμε μια αξιοπρεπή παράσταση, παρά τις όποιες αντιρρήσεις για την σκηνοθεσία.

Η Λ. Κονιόρδου είχε υποκριτικά έναν αντάξιο συμπαίκτη. Η Ε. Τοπαλίδου έκλεψε την παράσταση.

Συντελεστές

Μετάφραση: Λυδία Κονιόρδου
Σκηνοθεσία-Φωτισμοί: Κωνσταντίνος Χατζής
Διαμόρφωση Σκηνικού Χώρου-Σκηνικά: Λυδία Κονιόρδου-θίασος
Επιμέλεια Κίνησης: Έλενα Τοπαλίδου
Βοηθός σκηνοθέτης: Πάνος Κατσιαούνης

Παίζουν: Λυδία Κονιόρδου, Έλενα Τοπαλίδου, Τζίνα Θλιβέρη, Γεωργία Τσαγκ