«Μια κρυπτογραφημένη παραβολή για την αποδοχή της βίας, την υπακοή στη δύναμη εκείνου που την ασκεί και την ατομική ευθύνη εκείνου που συναινεί».

Γράφει η Χαρά Κιούση

Ο ίδιος ο Πίντερ είπε για το έργο του ότι έχει σχέση με όλα τα πολιτικά εγκλήματα της εποχής μας, δεν μιλά μόνο για τους Ναζί, μιλά για μας και τις αντιλήψεις μας για το παρελθόν, την ιστορία μας και για το πώς μας επηρεάζουν σήμερα. Ο συγγραφέας, Εβραίος ο ίδιος, δίνει στην ηρωίδα το όνομα Ρεβέκκα. Δεν προσφωνείται βέβαια μ’ αυτό, αλλά η αναφορά του ονόματός της μας οδηγεί αυτόματα σε μνήμες προσωπικές της για τα μωρά που άρπαζαν οι Nαζί με τις ξιφολόγχες και τα πετούσαν από τα παράθυρα των τραίνων στις ράγες. Είναι συγκλονιστική η περιγραφή της τελευταίας σκηνής με το μωρό παραμάσχαλα τυλιγμένο στην κουβερτούλα του, σαν κουβάρι. Μια σκηνή που καθημερινά ξεπηδά από τη φρίκη του θανάτου ανυπεράσπιστων πληθυσμών, μέσα στη σύγχρονη βια του πολέμου.

Ένας άντρας και μια γυναίκα φαίνεται προς στιγμή να απολαμβάνουν το χώρο ενός αστικού σπιτιού, που εξωτερικά προδιαγράφει τα δεδομένα για μια ζωή όμορφη. Αρχικά η σχέση τους είναι απροσδιόριστη, αναρωτιέσαι αν είναι σύζυγοι, εραστές ή απλοί αφηγητές βασανιστικών εμπειριών. Σύντομα γίνεται σαφές πως είναι ζευγάρι εγκλωβισμένο σε μαρτυρικές μνήμες, από τις οποίες αρνούνται να αποκοπούν γιατί αυτές τους διατηρούν στη ζωή. Εκδικούμενοι ο ένας τον άλλο για την αδυναμία της επικοινωνίας τους, επιδιώκουν με βασανιστικούς διαλόγους να συντηρούν το αρχέγονο ένστικτο της επιβίωσής τους.

Με γαλατική αβρότητα που υποθάλπει βια λεκτική, όταν ο ένας θέλει να ξεχάσει, ο άλλος επιμένει να θυμάται. Είναι δυο πρόσωπα διαφορετικά που δαπανούν τα εσωτερικά τους αποθέματα σε μια μάχη επικίνδυνα εκμηδενιστική, αρνούμενοι να τα βρουν και να ισορροπήσουν με τα σπουδαία καθημερινά πράγματα που τους ενώνουν. Με τυπική ευγένεια των σαλονιών που καμουφλάρει την «ψυχική τους «ελεφαντίαση», αποκαλύπτεται βαθμιαία και έως ένα βαθμό ο μικρόκοσμος των χαρακτήρων τους.

Η Εύα Σαουλίδου ως Ρεβέκκα παραμένει ακίνητη στην πολυθρόνα της. Η αριστοκρατικότητά της την εμποδίζει να εκμυστηρευτεί και να εμπιστευθεί τα μυστικά της, που άλλοτε τα εκλαμβάνει ο θεατής ως βιώματα προσωπικά, κι άλλοτε ως απόκοσμες φωνές του ασυνείδητου. Αναφέρεται λακωνικά σ’ ένα υποτιθέμενο εραστή της, οδηγό ή αξιωματικό Nαζί, που δεν γνωρίζει πότε τον γνώρισε. Πριν ή μετά το γάμο της; Στην ουσία δεν υπήρξε ποτέ αυτός ο εραστής, πιθανόν να μιλούν οι φαντασιώσεις και οι διαταραγμένες της επιθυμίες. Η μνήμη της επιλεκτικά απωθεί ακόμα και την ύπαρξη του παιδιού της. Η ηθοποιός βγαλμένη υποκριτικά από έναν απόμακρο κόσμο, κεντά τον ρόλο με απαράμιλλη τέχνη. Σε ό,τι πει απλώς αναφέρεται ως ένα συμβάν. Λείπει παντελώς η ψυχή και το συναίσθημα. Αυτά έχουν απολεσθεί στον κυνισμό του κόσμου, στον παράλογο τρόμο του πολέμου και στο μεταπολεμικό κενό. Στα σιωπηλά της τοπία περπατά ο φόβος και η βία, η οδύνη στο «να μην ξεχάσω» τονίζοντας ακριβώς αυτό που επιθυμεί ενδόμυχα να ξεχάσει, ακίνητη στην αναπηρία του αισθάνεσθαι και στην παθητικότητά της με μια γαλήνια ανημποριά.

Ο Χρήστος Λούλης ερμηνεύει το ρόλο του με την κυνική ευχαρίστηση του ψυχικά βιαστή αλλά και του βιαζόμενου. Του ανδρός που ομολογεί πως «δεν αφήνει ποτέ να κινήσει ο καλύτερος όταν έχεις σύζυγο». Πειστικός, σκληρός κι’ ανυποχώρητος, κι απόλυτα ψυχρός εκβιάζει την ψυχή της με ύπουλες ανακριτικές ευγένειες και της επιβάλλεται. Η εξουσία επάνω της του δίνει την ψευδαίσθηση της επικράτησής του, της ισχύος του και σταδιακά οικειοποιείται τις ταυτότητες των υποτιθέμενων εραστών. Μιμείται τις κινήσεις των χεριών τους πάνω στο σώμα της, για να αισθανθεί τη βία του εξουσιάζειν και του εξουσιάζεσθαι. Ήρεμος και απαθής, με συγκρατημένες εκφράσεις θυμού, πανίσχυρος καθώς τρίβει τα παπούτσια του στην άμμο κοιτώντας την, σαν να θέλει να της πει «εγώ θα σε συνθλίψω».

Η σκηνοθετική άποψη του Δημήτρη Καραντζά σεβόμενος τις οδηγίες του Πίντερ αφήνει την ψυχογράφηση των ηρώων στην κρίση του θεατή που και ο ίδιος ζει τον ψυχρό πόλεμο βαθιά μέσα του. Όλο το δρώμενο -κάτι σαν τελετουργία- ενώνει με πανίσχυσες παρατεταμένες σιωπές, ασύνδετους διαλόγους, θορύβους απόμακρους, ήχους και τον απόηχο μιας πολύβουη συνάθροισης, με την αμηχανία και τις υπεκφυγές. Στην ακινησία της ερμηνεύτριας δίνουν δράση σειρήνες των περιπολικών και το παιχνίδι του ποδοσφαίρου. Το κομψό σκηνικό με τους προβολείς παραπέμπει σε θερμοκήπιο, ενώ στα πόδια των ερμηνευτών τέφρα και κινούμενη άμμος, που απειλεί να τους τραβήξει στον αφανισμό.

Τα επιμελημένα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη και ο κατάλληλος φωτισμός συνέβαλλαν στην ολοκλήρωση της ενδιαφέρουσας, αλλά δυσνόητης παράστασης.

Πληροφορίες παράστασης

Συγγραφέας: Χάρολντ Πίντερ
Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Σκηνικά: Ιωάννα Τσάμη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Παίζουν: Χρήστος Λούλης, Εύη Σαουλίδου

Διάρκεια: 60 λεπτά

Θέατρο Ροές
Ιάκχου 16, Γκάζι

Πληροφορίες-Κρατήσεις
210 3474312 / [email protected]

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Δευτέρα, Τρίτη 21:00

Τιμές Εισιτηρίων: Κανονικό 14 ευρώ, Φοιτητικό, Ανέργων 10 ευρώ

Διάρκεια Παραστάσεων: Έως 23 Φεβρουάριου 2016