«Γεννήθηκα εκεί που δεν έφτανε το νερό και οι άνθρωποι έλιωναν το χιόνι για να πιουν. Γεννήθηκα εκεί που τον αγροφύλακα τον είχαν σαν στρατηγό. Γεννήθηκα εκεί που ο παπάς ήταν θεός και έλυνε όλα τα προβλήματα του κόσμου. Γεννήθηκα εκεί που ο πιο διαβασμένος άνθρωπος ήταν ο πρόεδρος… Δευτέρα δημοτικού παρακαλώ… και ξαφνικά ακούγεται η γιαγιά μου, η Μωυσογλάβα… «Βασίλ, δέβα χαδ απαδακές». («Βασίλη, φύγε από εδώ»)… 1953 Κοκκινοχώρι… Εκεί γεννήθηκα εγώ». Με αυτόν τον τρόπο και τα λόγια του Βασίλη Καρρά, ξεκινάει η αφήγηση της ζωής του, ειπωμένη από τον ίδιο.

Μια ζωή σαν παραμύθι που τα είχε όλα: φτωχικά παιδικά χρόνια, πόνο, απώλειες, λάθη, απογοητεύσεις, επιτυχίες, φήμη, χρήματα, αγάπη και λατρεία από τον κόσμο. Και αν στη ζωή του «άρχοντα της καψούρας» άλλαζαν οι ιστορίες και οι εικόνες, η μόνη σταθερά ήταν ο ίδιος ο Βασίλης Καρράς που παρέμεινε αυθεντικός και Άνθρωπος μέχρι το πρόωρο τέλος του.

Με αφορμή τη βιογραφία του αξέχαστου τραγουδιστή «Καλησπέρα και καλή βραδιά» από τον καλό του φίλο, Θάνο Κανούση, μιλήσαμε με τον ίδιο τον συγγραφέα – και για να το κάνω και λίγο πιο προσωπικό, είναι από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που δεν ήθελα να τελειώσουν. Ο Θάνος Κανούσης είχε τόσες ιστορίες να μου διηγηθεί για τον Βασίλη Καρρά, που σίγουρα θα συνεπάρουν κι εσάς. Και όλες τους αποκαλύπτουν το μεγαλείο του ως ανθρώπου και ως καλλιτέχνη.

Ο Θάνος Κανούσης με τον Βασίλη Καρρά γνωρίστηκαν ακριβώς πριν από 20 χρόνια, στη μεγάλη συναυλία των Πυξ Λαξ, όπου μεταξύ των καλεσμένων ήταν η Χαρούλα Αλεξίου, ο Γιώργος Νταλάρας και ο Βασίλης Καρράς. Και όπως λέει ο συγγραφέας, τον εντυπωσίασε μία σκηνή: «Όταν βγήκε ο Βασίλης να πει το “Άσ’ την να λέει”, έγινε πανικός από κάτω. Δεν το είχα ξαναζήσει αυτό. Ήταν μία πολύ ιδιαίτερη στιγμή αυτή. Μετά τη συναυλία, ήρθαμε πιο κοντά».

«Ο Βασίλης είχε μεγάλη αγάπη σε αυτό που λέμε -κακώς ίσως- “έντεχνο ροκ”, που δούλευα εγώ. Στην αρχή με σύστηνε ως ο “φίλος μου ο έντεχνος”. Με έβλεπε ως εκπρόσωπο αυτής της σκηνής. Όπως λέει και στο βιβλίο, πήγαινε κρυφά στη μουσική σκηνή Café Americain στη Θεσσαλονίκη, για να ακούσει αυτή τη μουσική για να δει τι είχαν αυτά τα παιδιά κι έκαναν επιτυχία. Και όπως μου παραδεχόταν, “έκλεβε” πράγματα από αυτούς».

Η αναγνώριση από τους έντεχνους

Ο Θάνος Κανούσης θα μου διηγηθεί για πρώτη φορά και μια άγνωστη ιστορία με τον Βασίλη Καρρά. «Το 2010 ως παραγωγός εγώ, πλέον, με παίρνει μια μέρα και μου λέει: “Δηλαδή, ρε Θάνο, εμείς δεν μπορούμε να παίξουμε εκεί που παίζουνε οι έντεχνοι;”. Κάναμε συναυλίες στο θέατρο Αλκαζάρ, στο φεστιβάλ Ολύμπου κ.α. Εκεί συνέβη το εξής αστείο και είναι η πρώτη φορά που το λέω, γιατί όλοι εστιάζουν σε άλλα πράγματα, είναι όμως κάποιες λεπτομέρειες που νομίζω ότι ενδιαφέρουν τον κόσμο. Με παίρνει ο φίλος μου, ο διευθυντής του θεάτρου Αλκαζάρ, Αλέκος Πατουλιώτης, και μου λέει: “Ρε Θάνο, συμβαίνει το εξής, με παίρνει πολύς κόσμος τηλέφωνο και με ρωτάνε πόσο πάει το μπουκάλι, το τραπέζι κτλ. Πήγαμε στο Αλκαζάρ και είχε χίλια άτομα μέσα και άλλα τόσα έξω».

Ήταν και από τους λαϊκούς τραγουδιστές που όλοι οι έντεχνοι τον αναγνώριζαν.

Πράγματι, το 2017 που είχα διοργανώσει τη συναυλία «40 χρόνια Βασίλης Καρράς», είχαν έρθει όλοι εκεί. Ο Μίλτος Πασχαλίδης, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο Ζουγανέλης. Ήταν όλοι εκεί. Τον αγαπούσαν ιδιαίτερα τον Βασίλη. Και ο Σωκράτης Μάλαμας αγαπούσε πολύ τον Βασίλη.

Τι ήταν αυτό που έκανε τους έντεχνους να αναγνωρίσουν και να αγαπήσουν τον Καρρά;

Ο Λαυρέντης στη συναυλία στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης είχε πει: «Ο Καρράς είναι ο πιο ροκ τραγουδιστής της Ελλάδας». Και στη ζωή του ο Βασίλης ήταν ροκ.

Η ιστορία με τον Θάνο Μικρούτσικο

Ο Θάνος Κανούσης θα μου διηγηθεί και μία ιστορία με τον Βασίλη Καρρά, τον Θάνο Μικρούτσικο και την Πυρόγα.

«Κάθε φορά που πηγαίναμε στο καμαρίνι μου έλεγε: “Πρότεινέ μου ένα έντεχνο”. Του λέω κι εγώ, δεν ξέρω πώς μου ήρθε, “την Πυρόγα”. Τρελάθηκε ο Βασίλης. “Πω”, μου λέει, “τι τραγούδι είναι αυτό”. Μπήκε στο στούντιο και το τραγουδάει. Ο παραγωγός του του λέει: “Βασίλη, μην κάνεις την κίνηση, θα φας πόρτα από τον Μικρούτσικο”. Τον βλέπω στεναχωρημένο. Άκουσα την Πυρόγα, την είχε πει μια χαρά. Του λέω: “Άσ’ το θα το κάνω εγώ”. Με τον Θάνο Μικρούτσικο ήμουν πέντε χρόνια. Πηγαίνω στον Σταυρό του Νότου που ήταν ο Θάνος και του λέω: “Ο Βασίλης Κεσογλίδης θέλει να πει την Πυρόγα”, μου λέει: “Ποιος είναι αυτός”. Του λέω: “Ο Βασίλης Καρράς”. Μου λέει: “Θέλει να πει την Πυρόγα; Να την πει. Και γιατί να τον εμποδίσω εγώ να την πει”. Του λέω: “Την έχει πει ήδη”. Του δίνω το cd. Ο Θάνος Μικρούτσικος έκανε πολλές πλάκες, με παίρνει έτσι την επόμενη μέρα και με τη φωνή του Καρρά μου λέει: “Τι έγινε του Μικρούτσικου του άρεσε η Πυρόγα;”. Και μου λέει στο τέλος ότι την είπε καλύτερα από πολλούς άλλους. Χάρηκε πολύ ο Βασίλης. Ήθελε να έχει σχέση με αυτή τη σκηνή, αν και ο κόσμος τον ήθελε με μπουκάλι».

Η απόφαση να γράψει σε βιβλίο τη ζωή του

Η σχέση των δύο ανδρών ήταν πάντα φιλική και, όπως μου εξηγεί ο Θάνος Κανούσης, ο Βασίλης Καρράς δεν ήθελε αυλοκόλακες δίπλα του. Ο ίδιος του έλεγε πάντα τη γνώμη του και ο τραγουδιστής πίστευε σε εκείνον, τον εμπιστευόταν και του έλεγε διάφορες ιστορίες.

«Του έλεγα “Η ζωή σου έχει πολύ ενδιαφέρον, ρε φίλε. Πρέπει να γίνει μία μέρα βιβλίο”. Ο Βασίλης είχε διαβάσει τα δύο τελευταία μυθιστορήματά μου. Με γνώριζε ως συγγραφέα και πριν τρία χρόνια χτυπάει το τηλέφωνο και μου λέει: “Έλα Θεσσαλονίκη, ξεκινάμε το βιβλίο”».

Δεν είχε αρρωστήσει τότε;

Όχι ήταν υγιέστατος. Με το χιούμορ του, πολύ χαλαρός. Καθόμασταν με τις ώρες. Πολλές συνεντεύξεις και πολλή κουβέντα. Τα βάλαμε όλα σε μία τάξη. Ξεκινήσαμε από τους προγόνους του, καθώς ο Βασίλης είχε ψάξει για τις ρίζες του και φτάσαμε στη γέννησή του, στα παιδικά του χρόνια. Φτάσαμε μέχρι και το σήμερα.

Μεγάλη απόφαση να θέλει να βγει η βιογραφία του, να πει την ιστορία του, ενώ ήταν στη ζωή και υγιής.

Ναι, ίσως να έπαιξα ρόλο κι εγώ. Το πιστεύω πάντως πως αυτό το βιβλίο πρέπει να το διαβάσουν όλοι οι νέοι τραγουδιστές. Για να δούνε πώς ένα παιδί 10 χρονών που ξύπναγε τα άγρια χαράματα για να πάει να πουλήσει κουλούρια και λαχεία, έγινε μετά ένας από τους μεγαλύτερους έλληνες τραγουδιστές, με μια πορεία που είχε πολλά στάδια και πολλή δουλειά. Νομίζω πως είναι το καλύτερο μάθημα για έναν νέο τραγουδιστή να μάθει τη ζωή του Βασίλη, γιατί ήταν μάνατζερ και του ίδιου του εαυτού του. Ο Βασίλης, όταν δεν ήταν γνωστός ακόμα, πήγαινε από μπαρ σε μπαρ, έκανε δημόσιες σχέσεις. Δούλεψε πάρα πολύ, υπάρχουν κάποιες ιστορίες που ένας νέος τραγουδιστής πρέπει να τις διαβάσει για να δει πώς μπορείς να φτάσεις στην κορυφή.

Έμεινε προσγειωμένος όταν ήρθαν στη ζωή του τα χρήματα και η φήμη. Έτσι, δεν είναι;

Ο Βασίλης ήταν ο πιο απλός και ευαίσθητος άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Δηλαδή, αν δεν ήξερες ότι ήταν ο Βασίλης Καρράς, έβλεπες έναν απλό άνθρωπο: από το ντύσιμό του μέχρι τη συμπεριφορά του. Στα 20 χρόνια που τον γνώριζα, ποτέ μα ποτέ δεν τον είδα να το παίζει Βασίλης Καρράς. Το βασικότερο που τον χαρακτήριζε ήταν πως δεν ξέχασε ποτέ δύο πράγματα: τη φτώχεια που πέρασε και τις δυσκολίες. Ο Βασίλης είχε ένα πρόβλημα με τη φτώχεια, τρελαινόταν όταν τον πλησίαζε κάποιος και του έλεγε: «Δώσε μου 50 ευρώ, δεν έχω λεφτά να πάρω γάλα στο παιδί, να πληρώσω το ενοίκιο». Βοήθησε πάρα πολύ κόσμο, γιατί ήξερε από πρώτο χέρι τι σημαίνει φτώχεια. Και αυτό είναι σημαντικό, γιατί δεν αλλοιώθηκε ποτέ ο χαρακτήρας του. Είχε κάνει πολλές φιλανθρωπίες, αλλά μου είχε απαγορεύσει να το πω. Σε όλους τους κοντινούς του ανθρώπους που γνωρίζαμε, μας έλεγε: «Θα σας κόψω τα πόδια». Βγήκαν βέβαια μετά τον θάνατό του πολλοί άνθρωποι και μιλήσανε για τις φιλανθρωπίες που έκανε. Ο ίδιος, μάλιστα, έλεγε το εξής: «Τι να μιλήσω, ρε συ Θάνο; Να πω για τους ανθρώπους που βοηθάω; Για το ότι πιστεύω στον Θεό; Ότι πηγαίνω στο Άγιο Όρος; Αυτό δεν είναι φιλανθρωπία, αλλά διαφήμιση του εαυτού μου».

Ο λόγος που δεν τραγούδησε ποτέ στην Τουρκία

Ο Θάνος Κανούσης, λίγο παρακάτω, θα μου αποκαλύψει τον λόγο που ο Βασίλης Καρράς δεν δέχτηκε ποτέ να τραγουδήσει στην Τουρκία, παρόλο που είχε πολλές προτάσεις και μάλιστα με πολλά χρήματα.

«Ο Βασίλης δεν ξέχασε ποτέ και την ποντιακή του καταγωγή. Ήταν πολύ ευαίσθητος με αυτό το θέμα. Στη μόνη χώρα, μάλιστα, που δεν τραγούδησε ποτέ ήταν η Τουρκία, παρόλο που του έδιναν πολλά χρήματα. Μία τουρκάλα τραγουδίστρια του είχε προτείνει να κάνουν και δίσκο μαζί, αλλά ο Βασίλης δεν πήγε ποτέ. Και τον ρώτησα: “Βασίλη, καταλαβαίνω τον λόγο, αλλά δεν φταίει ο τούρκικος λαός που σε αγαπάει”. Και η απάντηση που μου έδωσε και εκεί νομίζω ότι έκανα λάθος που τον ρώτησα, γιατί βούρκωσε, ήταν: “Ρε φίλε, πώς να πάω να τραγουδήσω στα μέρη που υπέφεραν οι πρόγονοί μου; Δεν μπορώ να το κάνω αυτό το πράγμα“».

Το βιβλίο, πάντως, είναι σαν να διαβάζω το σενάριο μιας ταινίας.

Τώρα που λες σενάριο. Το πρώτο πράγμα που είπα στον Βασίλη στην πρώτη μας συνάντηση ήταν πως ο τίτλος θα είναι: «Καλησπέρα και καλή βραδιά». Αυτό του λέω είναι αδιαπραγμάτευτο, αφού ο κόσμος αυτό περίμενε να ακούσει όταν έβγαινε. Θέλω να σου πω το εξής για το γράψιμο, μπορεί να ήμουν φίλος του, αλλά ο Βασίλης ήταν τόσο ειλικρινής και ντόμπρος, που, αν δεν του άρεσε, θα με έστελνε. Όταν έγραψα τις πρώτες 30 σελίδες, τον συνάντησα για να του τις διαβάσω. Είχα πολλή αγωνία, σχεδόν έτρεμα, θα στεναχωριόμουν πολύ αν δεν του άρεσε ο τρόπος γραφής. Μόλις τελείωσα, τον κοιτάω και του λέω: «Βασίλη, σου άρεσε;». Και μου λέει: «Νουβέλα με έκανες».

Όταν διαγνώστηκε με καρκίνο

Όπως μου εξηγεί ο Θάνος Κανούσης, «Ο Βασίλης ήταν υγιέστατος όσο το γράφαμε. Όταν αρρώστησε το καλοκαίρι, είχαν απομείνει κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες για να ολοκληρωθεί το βιβλίο. Μπήκε στο νοσοκομείο, και για την ειλικρίνεια που έλεγα πριν του Βασίλη, το πρώτο πράγμα που μου είπε όταν βγήκε από την εντατική την πρώτη φορά, ήταν: “Θάνο, πρέπει να μιλήσουμε για τον καρκίνο. Ο κόσμος πρέπει να μάθει ακριβώς τι έχω, να μάθει τα πάντα για εμένα, να μάθει για τον καρκίνο, να πολεμάει”. Έτσι, έχουμε τις συνεντεύξεις των 4 γιατρών».

Ανατρίχιασα στο σημείο που περιγράφει στο βιβλίο τη στιγμή της διάγνωσης με καρκίνο.

Ήταν από τις πιο δύσκολες στιγμές για εμένα. Μου λέει: «Έλα, έχω να σου πω την αρχή και το τέλος του βιβλίου. Η αρχή είναι στο οπισθόφυλλο που λέει: “Γεννήθηκα εκεί που δεν έφτανε το νερό…”» Και το τέλος; Το τέλος γράφτηκε όταν ξεκίνησε να διηγείται πώς έμαθε ότι έχει καρκίνο.

– Στο βιβλίο έχει και πολλές πολύ προσωπικές ιστορίες και λάθη που είχε κάνει.

Ο Βασίλης ήθελε ο κόσμος να ξέρει τα πάντα για εκείνον, ακόμα και τα λάθη του. Ακόμα και την εξομολόγησή του για το μπαρμπούτι, του είχα πει ότι δεν είναι ανάγκη να πει τέτοιες λεπτομέρειες και για την εικόνα του και μου είχε πει: «Είσαι τρελός; Αυτά πρέπει να μάθει ο κόσμος, τι είναι κακό». Ο Βασίλης έπαιζε μόνο ζάρια. Αυτό πήγε να τον τελειώσει οικογενειακά. Δεν έκρυψε τίποτα. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό, σπάνια σε μία βιογραφία ο καλλιτέχνης μιλάει με λεπτομέρειες, ακόμα και για τη νύχτα.

Διάβασα και το σκηνικό με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ζήτησε να του γράψουν σε μια κασέτα μόνο το «Κάτω τα χέρια σου» και τον προσκάλεσε στο γκολφ στη Γλυφάδα για να γνωριστούν (σ.σ. η συνάντηση ήταν στις 10 το πρωί και ο Καρράς δεν κατάφερε να ξυπνήσει, με αποτέλεσμα να μην πάει ποτέ στο ραντεβού με τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας).

Ήταν λάθος του Βασίλη. Το μετάνιωσε που δεν συνάντησε τον Καραμανλή.

Ένα άλλο περιστατικό, το καλύτερο ίσως, είναι αυτό με τον Αρχιεπίσκοπο, τον Ιάκωβο της Αμερικής. Όταν ήρθε, λοιπόν, στην Αθήνα προσκάλεσε τον Καρρά στον Αστέρα και στη συνάντηση του είπε ο Αρχιεπίσκοπος: «Να ’ξερες πόσα βράδια μου κράτησες συντροφιά με τα τραγούδια σου Βασίλη… Πολλά βράδια, Βασίλη, πολλά!».

Ήταν ένας τραγουδιστής που δεν είχε εκφραστεί δημοσίως πολιτικά. Δεν γνωρίζαμε καν τι ψήφιζε, ποιο κόμμα στήριζε.

Πράγματι. Ο Βασίλης έλεγε πως το τραγούδι απευθύνεται σε όλους, είναι πάνω από τα κόμματα. Και το είδαμε αυτό στο τέλος του, όλοι οι πολιτικοί μίλησαν για τον Βασίλη με τα καλύτερα λόγια, από τον Κυριάκο Μητσοτάκη μέχρι τον Δημήτρη Κουτσούμπα. Όλα τα κόμματα, είχε την αποδοχή όλων, ανεξαρτήτως τι ψήφιζε.

Στο βιβλίο μού έκανε εντύπωση και η μητέρα του Βασίλη Καρρά, πόσο δυναμική ήταν.

Η μητέρα του τραγουδούσε πολύ ωραία, ειδικά τα θρακιώτικα και τα ποντιακά. Από εκεί ίσως πήρε το ταλέντο.

Να σημειώσω εδώ πως η θρακιώτισσα μάνα του ήταν πολύ περήφανη γυναίκα και συνέχιζε να δουλεύει ως καθαρίστρια, ακόμα και όταν ο γιος της ήταν διάσημος. Την παρακαλούσε να σταματήσει, να ξεκουραστεί και να αναλάβει ο ίδιος τα έξοδα, αλλά η μάνα του ήταν ανένδοτη. Την πιάνει μια μέρα ο Βασίλης και της λέει: «Ρε μάνα, να σου βάλω κάμποσα χρήματα στο λογαριασμό σου για να την περνάς… Παράτα αυτή τη δουλειά, μη μας ταλαιπωρείς και τους δυο». «Άκου να σου πω», του λέει θυμωμένα η μάνα του, «μη νομίζεις ότι θα κρέμομαι από σένα. Δεν σταματάω εγώ να δουλεύω, επειδή εσείς βαριέστε να με πηγαίνετε στη δουλειά». Ήθελε να την πηγαίνει ο Βασίλης στη δουλειά, να περνάει από τη στάση με τη Mercedes και να την βλέπει όλη η γειτονιά!

Η μητέρα του πήγαινε και τον έβλεπε στα κέντρα που τραγουδούσε. Με τον πατέρα του είναι τραγική η ιστορία, καθώς πρόλαβε να τον ακούσει να τραγουδάει μόνο μία φορά. Πέθανε στα 45 του χρόνια, από την πολλή δουλειά. Κάποια στιγμή του έλεγαν οι φίλοι του: «Πήγαινε να δεις τον γιο σου που είναι πολύ καλός». Πήγε στον «Πρόσφυγα» και ήταν πολύ συγκινητική αυτή η στιγμή. Του ζήτησε να πει τη «Μανώλια» και του έδωσε την ευχή του.

Για εσένα ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή όσο έγραφες τη βιογραφία;

Ήταν η στιγμή που ο μάνατζέρ του μου ζήτησε πέντε ημέρες πριν φύγει ο Βασίλης να ανέβω στη Θεσσαλονίκη. Μου λέει: «Ανέβα πάνω, σε θέλει ο Βασίλης». Το βιβλίο είχε τελειώσει. Με έβαλε ο Βασίλης να του το διαβάσω όλο.

Τι σχολίασε όταν το διάβασες;

Είχε ένα χαμόγελο, σαν να ζούσε από την αρχή όλη του τη ζωή. Ήταν πολύ συγκινητική στιγμή. Του άρεσε πολύ. Και φαντάσου πως εκείνη τη στιγμή πόναγε πολύ από τη μετάσταση που είχε κάνει η αρρώστια. Αυτή ήταν η πιο δύσκολη στιγμή, γιατί ξέραμε πως μπορεί να ήταν η τελευταία φορά που θα συναντιόμασταν.

Πώς πιστεύεις θα ένιωθε αν ζούσε κι έβλεπε την ανταπόκριση που έχει το βιβλίο;

Θα ήταν πολύ ευτυχισμένος, γιατί ο κόσμος πραγματικά θέλει να μάθει για τη ζωή του Βασίλη.

Και όχι με κουτσομπολίστικη διάθεση. Θέλει να γνωρίσει τον άνθρωπο Βασίλη.

Ακριβώς, θέλει να γνωρίσει τον Βασίλη, πώς έφτασε εκεί που έφτασε.

Διαβάζοντας τη βιογραφία, θέλω να σου πω πως είναι γραμμένη σαν μυθιστόρημα. Δεν σου αφήνει πουθενά την αίσθηση της κλειδαρότρυπας.

Ήθελα να σου πω το εξής, όταν ξεκινήσαμε να τη γράφουμε, του λέω: «Βασίλη, τη ζωή σου έτσι όπως μου την περιγράφεις, τη βλέπω σαν ένα σενάριο ταινίας και έτσι θα το κάνω». Και συμφώνησε ο Βασίλης. Μάλιστα, του είπα: «Να ξέρεις η ζωή σου κάποια στιγμή θα γίνει ταινία ή σειρά». Και αυτό του άρεσε. Και με αυτή τη λογική και αισθητική την έγραψα.

Αντί επιλόγου, θα κλείσω τη συνέντευξη με τον Θάνο Κανούση, χρησιμοποιώντας τα τελευταία λόγια του Βασίλη Καρρά:

«Θέλω να πω σε όλους, οικογένεια, φίλους, συγγενείς, συνεργάτες, θαυμαστές, ένα μεγάλο ευχαριστώ
για την αγάπη τους…
και από μένα… μια ωραία…
Καληνύχτα και καλή βραδιά»

Tο βιβλίο Καλησπέρα και καλή βραδιά – Η βιογραφία του Βασίλη Καρρά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ταξιδευτής