Η Νικόλ Κίντμαν και ο Τζέιμς Φράνκο έδωσαν σήμερα μια ακόμη νότα γκλάμουρ στη δεύτερη μέρα του 65ου κινηματογραφικού φεστιβάλ του Βερολίνου, στην προβολή της ταινίας τους «Βασίλισσα της ερήμου» που σκηνοθέτησε ο Γερμανός Βέρνερ Χέρτσοκ. Η ταινία είναι βασισμένη στην αληθινή ιστορία της Γερτρούδης Μπελ, ταξιδιώτριας, συγγραφέα, αρχαιολόγου αλλά και ειδικής απεσταλμένης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στη Μέση Ανατολή στις πρώτες δεκαετίες του 20 αιώνα.
«Έζησα στο βασίλειο του Βέρνερ για τρεις σχεδόν μήνες και πέρασα υπέροχα», ανάφερε η Νικόλ Κίντμαν στη συνέντευξη Τύπου, που ακολούθησε την πρωινή προβολή της ταινίας της. «Ήταν μια θαυμάσια περιπέτεια. Η Γερτρούδη έζησε μια περιπετειώδη, φανταστική ζωή που ούτε στα όνειρά μου δεν θα ζούσα».
Σε ερώτηση αν βλέπει κάποια ιστορική σχέση ανάμεσα στην περίοδο εκείνη, ιδιαίτερα του πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου και τις προσπάθειες των μεγάλων δυνάμεων να μοιραστούν τα κράτη της Μέσης Ανατολής, η Νικόλ τόνισε πως αυτό ήταν μια μεγάλη ιστορία που απαιτούσε χρόνο για να απαντηθεί και περιορίστηκε να πει: «Για μένα η σχέση της ιστορίας είναι πως το ταξίδι μου στην έρημο και στους χώρους όπου εκτυλίσσεται η ταινία, μου άνοιξε τους ορίζοντες και μου έμαθε πολλά πράγματα που δεν γνώριζα. Όσο από ιστορία, ζήτησα από τον Βέρνερ (Χέρτσοκ) να μου κάνει ένα μάθημα αλλά εκείνος αρνήθηκε».
Η ταινία πάντως του Χέρτοσκ είναι ένα αρκετά ενδιαφέρον, αν και επίπεδο στην αφήγησή του, χρονικό της τρικυμισμένης ζωής της αριστοκρατικής ηρωίδας του, από τα πρώτα χρόνια της, όταν έπεισε τον πατέρα της να την στείλει στην πρεσβεία στο Ιράν, τον ρομαντικό της έρωτα με τον εκεί γραμματέα (που ερμηνεύει ο Τζέιμς Φράνκο), και την απόφασή της να εισχωρήσει στην έρημο και να εξερευνήσει περιοχές που τότε ανήκαν στην υπό διάλυση τουρκική αυτοκρατορία, να συναντήσει, για λογαριασμό τής βρετανικής κυβέρνησης, μουσουλμάνους εκπροσώπους στο Κάιρο, τη Μπάσρα και τη Βαγδάτη, με στόχο τον καθορισμό των νέων συνόρων που θα ακολουθούσαν μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Άνιση, αν και πιο συναρπαστική σκηνοθετικά, αποδείχτηκε η ταινία της έναρξης, «Κανείς δεν θέλει τη νύχτα» της Ιζαμπέλ Κουισέτ, γύρω από μιαν άλλη αληθινή ιστορία, εκείνη της Αμερικανίδας Τζόζεφιν Πίρι, γυναίκας του εξερευνητή Ρόμπερτ Πίρι. Η ταινία καταγράφει το ταξίδι τής Τζόζεφιν στην παγωμένη Γροιλανδία το 1908, λίγο πριν χειμωνιάσει, όπου πείθει μέλη της εξερευνητικής ομάδας του συζύγου της να την βοηθήσουν να ταξιδέψει μέχρι το σημείο όπου ο άντρας της θα ανακάλυπτε και θα χαρτογραφούσε τον Βόρειο Πόλο.
Το πρώτο μέρος της ταινίας, και το πιο αδύνατο, ακολουθεί την Τζόζεφιν στο μεγάλο και επικίνδυνο ταξίδι στις παγωμένες στέπες της Γροιλανδίας, σε όμορφα φωτογραφημένες σκηνές που δίνουν όλο το μεγαλείο του χώρου, αν και, από δραματουργικής πλευράς, δεν προσφέρει τίποτα το ουσιαστικό εκτός από το πορτρέτο μιας συνηθισμένης στις ανέσεις των πλούσιων σπιτιών του Μανχάταν. Πορτρέτο που έρχεται σε αντίθεση με το δεύτερο -πολύ καλύτερο- μέρος, όταν μια εγκαταλειμμένη Τζόζεφιν, αναγκασμένη να περάσει τον χειμώνα σε ένα ίγκλου παρέα με την Αλάκα, μια νεαρή Εσκιμώα, ανακαλύπτει πως αυτή περιμένει το παιδί του άντρα της.
Σκηνές αρχικά θυμού και ζήλειας που μετατρέπονται σε σκηνές κατανόησης και προσπάθειας επιβίωσης, όταν τα πράγματα χειροτερεύουν, το κρύο γίνεται ανυπόφορο και η τροφή εξαφανίζεται, με αποτέλεσμα οι δυο γυναίκες, αγκαλιά με το βρέφος που στο μεταξύ γεννιέται, να αντιμετωπίζουν, όσο καλύτερα μπορούν τον παγερό χειμώνα, με την Τζόζεφιν, από μια υπεροπτική, συνηθισμένη σε υπηρέτες και στην καλοζωία γυναίκα, να μετατρέπεται σχεδόν σε ζώο για να μπορέσει να επιβιώσει.
Η καλύτερη πάντως ταινία της σημερινής μέρας ήταν το «Ταξί» του Ιρανού Τζαφάρ Πανάχι, του γνωστού σκηνοθέτη που είχε φυλακιστεί για την κριτική του καθεστώτος στις ταινίες του και που πρόσφατα αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση αν και ακόμη του απαγορεύεται να ταξιδέψει στο εξωτερικό. Η ταινία εκτυλίσσεται σε ένα ταξί, με τον ίδιο τον Πανάχι να το οδηγεί και να παίρνει συνεντεύξεις από τους διάφορους πελάτες του.
Ένα είδος μικρόκοσμου που μέσα από τα σχόλιά τους δίνεται μια εικόνα, συχνά διανθισμένη με χιούμορ, των ανθρώπων και των προβλημάτων της σύγχρονης ιρανικής κοινωνίας. Από τις πιο απολαυστικές σκηνές εκείνη με έναν πανήξερο τύπο που τσακώνεται με τη συνεπιβάτιδά του δασκάλα, όταν αυτός υποστηρίζει πως οι κλέφτες πρέπει να εκτελούνται, καθώς και οι σκηνές με έναν άλλον τύπο που πουλάει πειρατικά dvd.