Η γοητευτική Τζέμα Άρτερτον (“Hansel and Gretel”) ενσαρκώνει για δεύτερη φορά μια ηρωίδα βγαλμένη από comic της Πόσι Σίμοντς (“Tamara Drewe”), έχοντας δίπλα της τον ταλαντούχο Φαμπρίς Λουκινί (“Astérix and Obélix: God Save Britannia”).
Η «Gemma Bovery» είναι ένα μυθιστόρημα σε μορφή comic, δια χειρός Πόσι Σίμοντς. Εκδόθηκε, αρχικά, σε συνέχειες από την εφημερίδα Guardian ενώ το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1999.
Η ιστορία μας, μια διαφορετική ανάγνωση και εναλλακτική προσέγγιση της «Μαντάμ Μποβαρί», του Γκουστάβ Φλομπέρ, ξεδιπλώνεται με διάφορα flashback καταγράφοντας μια κωμικοτραγική αναδρομή των τελευταίων μηνών της ζωής του ομώνυμου χαρακτήρα. Η Τζέμα είναι η πανέμορφη δεύτερη σύζυγος του Τσάρλι Μποβαρί. Είναι επίσης η απρόθυμη μητριά των παιδιών του αλλά και το αντικείμενο εμμονικής αντιπάθειας της πρώην συζύγου του Τσάρλι. Η απρόβλεπτη αλλαγή συμπεριφοράς και η απροσδόκητη αποστροφή της Τζέμα για το Λονδίνο αναγκάζουν τον Τσάρλι να την πάρει και να μετακομίσουν απέναντι στην επαρχία της Νορμανδίας, όπου ωστόσο ο αρχικός ενθουσιασμός τους για τη μαγεία της γαλλικής επαρχίας αναμένεται σύντομα να εξαφανιστεί. Είναι άραγε τυχαίο που η Τζέμα Μποβαρί έχει όνομα και επώνυμο, σε αντίθεση με την περιβόητη ηρωίδα του Φλομπέρ; Είναι άραγε τυχαίο το γεγονός πως, όπως και η Μαντάμ Μποβαρί έτσι και η Τζέμα, βαριέται συνεχώς, αποζητά την ερωτική αμαρτία και καταντά αφόρητα ασύμφορη; Μήπως είναι άραγε αιωνίως καταραμένη και καταδικασμένη;
Λίγα λόγια από την Αν Φοντέν
Πώς ανακαλύψατε το μυθιστόρημα σε μορφή κόμικ της Πόσι Σίμοντς;
Γνώρισα την Πόσι Σίμοντς μέσα από την Ταμάρα Ντρου, και ήμουν απ’ την πρώτη στιγμή ευνοϊκά προδιατεθειμένη για το μυθιστόρημα Τζέμα Μπόβερι: το λογοπαίγνιο σε αυτό το γυναικείο λογοτεχνικό αρχέτυπο υποσχόταν πολλά. Όταν διάβασα το μυθιστόρημα, με εντυπωσίασαν και με συγκίνησαν οι χαρακτήρες: ένιωσα την κωμική και τη βαθύτατα ανθρώπινη διάστασή τους. Με γοήτευσε το ύφος της συγγραφέως που και ισορροπεί ανάμεσα στην άγρια κωμωδία και την απίθανη ειρωνεία. Επίσης, με συγκίνησε η γνωριμία ενός φούρναρη και μίας νεαρής Αγγλίδας της εποχής μας που θα ταράξει τη ζωή του πρωταγωνιστή, που πίστευε ότι έχει πάρει πρόωρη σύνταξη στο σεξ και τα αισθηματικά! Κι όμως, ξελογιάζεται από τη σχέση ανάμεσα σε μια ηρωίδα μυθιστορήματος, την Έμμα Μποβαρί, την Τζέμα Μπόβερι. Αυτή η φετιχιστική πτυχή μού φάνηκε ιδιαίτερα γοητευτική για σενάριο. Προσπάθησα να μείνω πιστή στο βιβλίο, παίρνοντας, όμως και κάποιες ελευθερίες: στο βιβλίο της Πόσι Σίμοντς, ο Ζουμπέρ, ο αφηγητής, παρεμβαίνει έμμεσα στην ιστορία, ενώ στην ταινία έχει πιο άμεσο ρόλο.
Γράψατε το σενάριο μαζί με τον Πασκάλ Μπονιτζέ και την Πόσι Σίμοντς.
Αυτό που με εντυπωσίασε στο ύφος της Πόσι Σίμοντς, ήταν ότι έπρεπε να υπάρχει έντονο το κωμικό στοιχείο, γιατί αυτός ο καταθλιπτικός φούρναρης έχει κάποια στοιχεία Γούντι Άλλεν στο πιο γαλλικό. Οι φαντασιώσεις και η ιδιαιτερότητά του προκαλούν γέλιο. Όταν γνώρισα τον Πασκάλ, σκέφτηκα ότι το χιούμορ του έχει και μία μικρή δόση απελπισίας, όταν βάζει ένα πρόσωπο να μιλάει: κατά την άποψή μου, αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα. Ο Ζουμπέρ ζει έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση, που όλο και φουντώνει, για μια πολύ αισθησιακή κοπέλα – η οποία δεν τον βλέπει ως έναν γοητευτικό άντρα, αλλά ως φούρναρη… Πίστευα ότι το ύφος και το πνεύμα ήταν πολύ σημαντικά για να εκφράσω αυτή την αστεία απόκλιση. Από την πρώτη στιγμή που αρχίσαμε να γράφουμε, εγώ και ο Πασκάλ ταυτιστήκαμε με το θέμα. Έπειτα προσθέσαμε στην ομάδα και την Πόσι για τους αγγλικούς διαλόγους. Ήταν μία ανεκτίμητη συνεργασία, επειδή την “προδίδαμε” κάποιες φορές. Και όταν της το λέγαμε, εκείνη ήταν ανοιχτή και δεχόταν τις προτάσεις μας. Ήταν πολύ ενδιαφέρον που είχαμε την αντίδρασή της σε σχέση με καταστάσεις που επινοούσαμε και που ασφαλώς ήταν εμπνευσμένες από την αρχική ιστορία, αλλά δεν προέρχονταν απαραίτητα από το comic. Για παράδειγμα, καταλάβαμε ότι η αφήγηση έπρεπε να είναι πιο άμεση και σύντομη στην ταινία σε σχέση με το comic, που από τη φύση του είναι πιο λογοτεχνικό.
Πώς σκιαγραφούνται τα πρόσωπα;
Θέλαμε ο φούρναρης να ζήσει την ιστορία σε πρώτο πλάνο και να τη δούμε μέσα από το δικό του βλέμμα. Αντιθέτως, στο βιβλίο έχουμε πολλές υποκειμενικές ματιές. Κάτι τέτοιο θα μπέρδευε στην ταινία. Η Τζέμα Μπόβαρι μένει αρκετά πιστή στον χαρακτήρα του βιβλίου. Με άλλα λόγια, είναι ένα αμάλγαμα ανάμεσα σε μία σύγχρονη «Μαντάμ Μποβαρί» και μία σημερινή αβέβαιη και ασταθή Αγγλίδα, η οποία δεν ξέρει πώς να χειριστεί τη συναισθηματική της ζωή και τον μαγνητισμό που ασκεί στους άντρες με ένα της βλέμμα και μόνο. Ενώ καμιά φορά μπορεί να φαίνεται αντιπαθητική στο comic, προσπαθήσαμε με τον Πασκάλ να την κάνουμε αξιαγάπητη και γενναιόδωρη: βέβαια, έχει τους άντρες του χεριού της, αλλά σχεδόν εν αγνοία της. Έτσι, στην ταινία, είναι λιγότερο ιδιοτελής και περιμένει τον μεγάλο έρωτα, όπως η Μαντάμ Μποβαρί. Στο βιβλίο, ο Τσάρλι είναι μάλλον ουδέτερος, όχι ιδιαίτερα χαρισματικός. Το βρήκα ενδιαφέρον να μην είναι εντυπωσιακός, άλλα να έχει κάποια γοητεία. Ο Πάτρικ, πάλι, είναι ένας μανιακός γόης στο comic: επέλεξα να τον κάνω παράξενο, σκοτεινό και δηλητηριώδη, κι αυτό κάνει την εξέλιξη της ιστορίας διφορούμενη.
Λίγα λόγια από τους πρωταγωνιστές
Τζέμα Άρτερτον
Τι σας γοήτευσε σ’ αυτή την ταινία;
Ομολογώ πως όταν έλαβα το σενάριο, δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να παίξω σ’ αυτή την ταινία. Είχα ήδη παίξει στην Ταμάρα Ντρου, μια άλλη προσαρμογή έργου της Πόσι Σίμοντς. Το ύφος ήταν παρόμοιο, αλλά η πρωταγωνίστρια ήταν πολύ διαφορετική και είχε κάτι που με γοήτευε πολύ: είδα στοιχεία του εαυτού μου στην Τζέμα, όπως και στην Ταμάρα. Άλλωστε, η ιστορία εκτυλίσσεται στη Γαλλία και μου άρεσε η προοπτική να μάθω γαλλικά. Χωρίς να παραβλέπω το γεγονός ότι η Αν Φοντέν είναι μία σκηνοθέτιδα με μεγάλη ευαισθησία και ήθελα πολύ να με σκηνοθετήσει.
Γνωρίζατε το μυθιστόρημα της Πόσι Σίμοντς;
Γνώριζα την ύπαρξη του βιβλίου, αλλά δεν το είχα διαβάσει. Πρώτα διάβασα το σενάριο και μετά το μυθιστόρημα που είναι υπέροχο. Άλλωστε, η ταινία έχει πάρει αποστάσεις από το βιβλίο που εκτυλίσσεται κυρίως στο Λονδίνο. Η Πόσι δίνει περισσότερες λεπτομέρειες, είναι πολύ ακριβής στην περιγραφή των χαρακτήρων. Επίσης, βρήκα ενδιαφέρον ότι στο μυθιστόρημα, η Τζέμα είναι πολύ πιο επιθετική και δύστροπη. Όχι πολύ συμπαθής. Αλλά δεν μπορείς να παρουσιάσεις έναν τέτοιο χαρακτήρα στον κινηματογράφο, γιατί κανείς δε θα ήθελε να δει την ταινία! Ήθελα να ταυτιστώ με την πρωταγωνίστρια.
Η ηρωίδα του Φλομπέρ, η Έμα Μποβαρί, σας βοήθησε να «χτίσετε» τον χαρακτήρα;
Απόλυτα. Με βοήθησε να καταλάβω τον χαρακτήρα. Αυτή η απραξία της, γιατί η Μαντάμ Μποβαρί δεν κάνει και τίποτα σπουδαίο στη ζωή της, και η Τζέμα είναι μια σύγχρονη Μαντάμ Μποβαρί. Με βοήθησαν επίσης τα τοπία, η κοινωνία και οι παραδόσεις, που περιγράφονται στο βιβλίο. Τα συναντάμε ακόμα και σήμερα στη Νορμανδία. Ανταποκρίνεται στη ρομαντική ιδέα που έχουν οι Άγγλοι για τη Νορμανδία και με αυτή ακριβώς την ιδέα πηγαίνουν εκεί η Τζέμμα και ο Τσαρλς.
Πως προετοιμαστήκατε για τον ρόλο;
Επειδή έπρεπε να μάθω γαλλικά, πέρασα μερικούς μήνες στο Παρίσι πριν να ξεκινήσουμε τα γυρίσματα της ταινίας: είχα φρικάρει, γιατί δε μιλούσα ούτε λέξη γαλλικά! Ξαφνικά, άρχισα να γνωρίζω την τοπική κουλτούρα και θυμάμαι που η Ανν μού έλεγε συνέχεια: “Μοιάζεις με την πρωταγωνίστρια!” Κατά κάποιον τρόπο, είχε δίκιο: ήμουν σαν την Τζέμμα που βρέθηκε σε μία άγνωστη κουλτούρα και ένιωθε ξένη. Έπειτα, πήγα στη Βρετάνη για μερικές εβδομάδες για να τελειοποιήσω τα γαλλικά μου. Έβγαινα με Γάλλους, πήγα σε συναυλίες μαζί τους κλπ. Κι αυτό από μόνο του ήταν ένα είδος προετοιμασίας.
Φαμπρίς Λουκινί
«Είναι η δεύτερη φορά που συνεργάζομαι με την Αν Φοντέν και κάθε φορά με βάζει απέναντι σε υπέροχα πλάσματα: στη Λουίζ Μπουργκουάν στο Κορίτσι από το Μονακό, και στην εκπληκτική Τζέμα Άρτερτον σ’ αυτή την ταινία. Η Αν είναι πολύ πρωτότυπη σκηνοθέτιδα, καθόλου στομφώδης. Στο γύρισμα, κρατούσε αποστάσεις, δεν ήθελε να μας επηρεάζει. Γι’ αυτό πιστεύω πως Η Άλλη Μποβαρί είναι η καλύτερη ταινία της.
Όταν πρωτοδιάβασα το σενάριο μου άρεσε που ήταν ιδιαίτερο. Δεν είχε σκοπό να απεικονίσει την Μαντάμ Μποβαρί του Φλομπέρ. Αλλά να υπάρχουν πολλές αναφορές του κλασικού μυθιστορήματος στη σύγχρονη μυθοπλασία. Να είναι ο Φλομπέρ έμμεσα παρών, όπως ο Μολιέρος στην ταινία Βόλτα με τον Μολιέρο. Είναι η ίδια διαδικασία: αναζητούμε κείμενα και τα ανασταίνουμε σε μία άλλη ζωή. Η Αν Φοντέν – και κατά κάποιο τρόπο και η Πόσι Σίμοντς στο comic της – είχε την ευφυΐα να μην προσεγγίσει τον Φλομπέρ “μετωπικά”. Κάνει ακριβώς το αντίθετο από τον Σαμπρόλ.
Στην ταινία αυτή προσκαλούμε τον θεατή να παρακολουθήσει μία «αστυνομική» υπόθεση για την ομορφιά, τη δύναμη και το πνεύμα του Φλομπέρ. Από σεναριακής άποψης, είναι υπέροχο που ο χαρακτήρας που ερμηνεύω βλέπει να εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα μπροστά στα μάτια του, ενώ δεν είμαστε μέσα σ’ αυτό. Μας συνεπαίρνει τόσο πολύ ο αισθησιασμός, που δεν αναζητούμε την αναφορά στον Φλομπέρ. Είμαστε μέσα στον Φλωμπέρ.
Ο Μαρτέν, ο χαρακτήρας που υποδύομαι, γίνεται και ο ίδιος λογοτεχνικός χαρακτήρας. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποκαλύπτει ότι είναι και οι γύρω του λογοτεχνικοί χαρακτήρες. Υπό αυτή την έννοια, έχω την αίσθηση ότι η ταινία μάς έχει ξεπεράσει όλους, ακόμα και την Αν Φοντέν.»
Σκηνοθεσία:Αν Φοντέν
Σενάριο:Αν Φοντέν
Πασκάλ Μπονιτζέρ
βασισμένο στο μυθιστόρημα της Πόσι Σίμοντς)
Παραγωγή:Φιλίπ Καρκασόν
Ματιέ Ταρό
Ηθοποιοί:Τζέμα Άρτερτον
Φαμπρίς Λουκινί
Τζέισον Φλέμινγκ
Μοντάζ:Ανέτ Ντουντέρτρ
Φωτογραφία:Κριστόφ Μποκάρν
Διάρκεια:99’
Διανομή:Odeon