H γαλλική ταινία «Η ζωή της Αντέλ, κεφάλαια 1 και 2» του Αμπντελατίφ Κεσίς, με τις τολμηρές σκηνές γυναικείου ομοφυλοφιλικού έρωτα, τράβηξε τα βλέμματα στο 66ο φεστιβάλ των Κανών. Μια άλλη νότα στο φεστιβάλ έδωσαν και οι και σκηνές υπερβολικής ωμότητας στη δανέζικη ταινία «Μόνο ο θεός συγχωρεί» του Νίκολας Γουάιντινγκ Ρεφν, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η ταινία του Κεσίς παρακολουθεί τον έρωτα μιας ανήλικης φοιτήτριας με μιαν άλλη φοιτήτρια, έρωτας που θα την βοηθήσει να ανακαλύψει τον εαυτό της και το κορμί της. Παρά τις τολμηρές ερωτικές σκηνές (χωρίς όμως ίχνος πορνογραφίας) ο Κεσίς αφηγείται την ιστορία του με λεπτότητα και τρυφερότητα, μέσα από όμορφες εικαστικά σκηνές, αποσπώντας μια εξαιρετική, γεμάτη πάθος και δύναμη ερμηνεία από την ελληνικής καταγωγής νεαρή ηθοποιό του, Αντέλ Εξαρχόπουλος, ερμηνεία που θα είναι στα φαβορί για τα βραβεία.
Μεγάλη ήταν η στιγμή της εμφάνισης στο κόκκινο χαλί του φεστιβάλ, του μεγάλου αμερικανού κωμικού Τζέρι Λούις.
Σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις Τύπου του φεστιβάλ, ο 87χρονος Λούις απάντησε στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων με χιούμορ αλλά και ζωντάνια, που θύμιζε τον κωμικό των κλασικών ταινιών του.
Σε ερώτηση ποιες θεωρεί πως είναι οι καλύτερες γυναίκες κωμικοί στον αμερικανικό κινηματογράφο, ο Λούις απάντησε: «Ο Καρι Γκραντ και ο Μπαρτ Ρέινολντς», ενώ σε ερώτηση να μιλήσει για τον παλιό συνεργάτη του στις πρώτες κωμωδίες του, Ντιν Μάρτιν, η απάντηση του Λούις ήταν: «Μα πιστεύω είναι νεκρός… Δεν τον είδα να βρίσκεται εδώ κάπου…» Σε ερώτηση σχετικά με το γιατί δεν κυκλοφόρησε ποτέ η ταινία του «Τη μέρα που ο κλόουν έκλεψε», που γύρισε στη Σουηδία, ο κωμικός απάντησε πως «αυτή θα παραμείνει στο ντουλάπι, δεν θα τη δείξω ποτέ γιατί δεν την πέτυχα, είχα χάσει την έμπνευση».
Ο 87χρονος σήμερα ηθοποιός βρέθηκε στις Κάννες με αφορμή την προβολή της ταινίας «Max Rose» του Ντάνιελ Νόα, ο οποίος του «χάρισε» τον πρώτο του μεγάλο ρόλο μετά από το «Funny Bones» το 1995.
Σε μια Αμερική μιζέριας, ανεργίας και απογοήτευσης, που δεν απέχει και πολύ από εκείνη της Αμερικής της μεγάλης ύφεσης της δεκαετίας του ’20, κινείται η εξαιρετική ταινία του Ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη Αλεξάντερ Πέιν (Sideways, «Οι απόγονοι»). Μέσα από ένα road movie στις μεσοδυτικές πολιτείες της Αμερικής (εκεί που γυρίζουν τις ταινίες τους και οι αδελφοί Κοέν), με την ατμοσφαιρική φωτογραφία του ελληνικής καταγωγής Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, με ένα καλογραμμένο σενάριο και πολύ ωραία μουσική, ο Πέιν ακολουθεί δύο αδέρφια που οδηγούν τον ηλικιωμένο πατέρα τους (μια πολύ καλή ερμηνεία από τον Μπρους Ντερν) στη Νεμπράσκα, για να πάρει, όπως πιστεύει, τα χρήματα που κέρδισε σε ένα υποτιθέμενο λαχείο.
Ο γνωστός μας από τη βραβευμένη τις Κάνες πριν από δύο χρόνια ταινία του, Drive, Γουάιντινγκ Ρεφν στρέφεται σε μια ταινία νουάρ, με θέμα την εκδίκηση, ταινία που όμως παίρνει άλλες διαστάσεις. Ο ήρωας (Ράιαν Γκόσλινγκ), ένας αυτοεξόριστος στη Μπανγκόκ, Αμερικανός, διακινητής ναρκωτικών, σπρωγμένος από μια αυταρχική μητέρα (Κριστίν Σκοτ Τόμας), προσπαθεί να εκδικηθεί τον άγριο θάνατο του αδερφού του και έρχεται σε σύγκρουση με ένα διεφθαρμένο, είδος εξολοθρευτή αγγέλου, αστυνομικό. Με σκηνές ωμότητας, που ορισμένοι βρήκαν αφόρητες (ιδιαίτερα εκείνες των βασανιστηρίων), με ένα στιλιζάρισμα στη σκηνοθεσία, που κινείται ανάμεσα στις ταινίες του Ντέιβιντ Λιντς, του Τζιοντορόφσκι (στον οποίο είναι αφιερωμένη και η ταινία) και στον Ταραντίνο, ο Ρεφν έφτιαξε μια ταινία που ξεπερνά τα όρια του αστυνομικού θρίλερ, και αγγίζει τα όρια της τραγωδίας (ο αστυνόμος το σπαθί που τραβά κάθε τόσο από την πλάτη του μοιάζει με κάποια εκδίκηση Θεού ενώ συχνές είναι οι έμμεσες αναφορές στον Οιδίποδα).