«Ήθελα να είναι ένας αποχαιρετισμός στη λογοτεχνία και την ωραία λογοτεχνική γραφή. Ήθελα οι άνθρωποι που θα το διαβάσουν να βρεθούν παρασυρμένοι σε ένα είδος αμφισβήτησης της λογοτεχνίας από την ίδια την λογοτεχνία» έγραφε ο Ζαν Πολ Σαρτρ στο επίμετρο του βιβλίου «Λέξεις». Όπως επισημαίνει ο φιλόσοφος συγγραφέας έγραψε τις «Λέξεις» με λογοτεχνικότητα ακριβώς για να δείξει πως αυτή έχει. Και πράγματι η αυτοβιογραφία του αυτή με λογοτεχνικούς όρους, με προσεγμένη την κάθε λεπτομέρεια, άφησε ένα βιβλίο υποδειγματικό στην αφήγηση που μαρτυρά πως εκείνος ο μικρός μυθοπλάστης των νεανικών του χρόνων δεν πέθανε ποτέ. «Δεν ήξερα ακόμα να διαβάσω, μα ήμουν αρκετά “σνομπ” ώστε να απαιτήσω να έχω τα βιβλία μου. Ο παππούς μου πήγε στον εκδότη του και πήρα τα “Παιδικά Διηγήματα” του ποιητή Μωρίς Μπουσόν, ιστορίες παρμένες από τη λαϊκή παράδοση και διασκευασμένες σύμφωνα με τα γούστα της παιδικής ηλικίας από έναν άνθρωπο που, καθώς έλεγε, είχε καταφέρει να διατηρήσει τα “μάτια ενός παιδιού”. Θέλησα να αρχίσω ευθύς αμέσως τις ιεροτελεστίες της πρόσκτησης του δώρου μου. Πήρα τους δύο μικρούς τόμους, τους μύρισα, τους χάιδεψα, τους άνοιξα δήθεν αμέριμνα ‘στην κατάλληλη σελίδα’ κάνοντάς τους να τρίζουν. Μάταιος κόπος: δεν είχα το συναίσθημα ότι τους έκανα δικούς μου. Προσπάθησα να τους κατακτήσω με πλάγια μέσα: τους χειρίστηκα σαν νάταν κούκλες, τους νανούρισα, τους φίλησα, τους έδειρα. Όταν έφτασα στο σημείο να κλάψω από το κακό μου πήγα και τους απόθεσα στα γόνατα της μητέρας μου. “Τι θες να σου διαβάσω, χρυσούλι μου; Τις Nεράιδες;” Ρώτησα με πολύ δυσπιστία: “Εκεί μέσα είναι οι Νεράιδες;”[…]» «Οι Λέξεις» εκτείνονται από την παιδική του ηλικία ως την… παιδική του ηλικία, στο χρονικό διάστημα εκείνο από τη στιγμή που κατάλαβε τον εαυτό του γύρω στα 6 ως τα 10-11 όπου όλα τον έσπρωχναν προς το βιβλίο. Ο θάνατος του πατέρα του τον έχει σημαδέψει :«αν ζούσε ο πατέρας μου θα είχε πέσει πάνω μου φαρδύς-πλατύς και θα με είχε συνθλίψει. Για καλή μου τύχη πέθανε πολύ νέος∙». Για καιρό μένει με τους παπούδες και τη μητέρα του που του συμπεριφέρεται περισσότερο σα συνένοχη μεγάλη αδελφή παρά σαν μάνα. Το σπίτι του παππού του Καρλ Σβάιτσερ είναι γεμάτο βιβλία κι εκεί μυείται πολύ νωρίς στην τέχνη της ανάγνωσης, διαβάζει αριστουργήματα και καταλήγει να συμπαθεί τις περιπέτειες και τα περιοδικά φαντασίας. Δεν τον στέλνουν σχολείο- είναι ο αγαπημένος του παππού, της μαμάς- τον κανακεύουν, τον λατρεύουν και του δίνουν έναν προορισμό στη ζωή «αυτό το παιδί θα γράψει, θα γίνει γιατρός ή δικηγόρος». Γράφει μυθιστορήματα και ιστορίες στα 6, τα 7, τα 8 του, τα παρατά, τα ξαναπιάνει, είναι ένα μοναχικό παιδί που μεγαλώνει ανάμεσα σε ενήλικες και βιβλία και έχει ανάγκη την αποδοχή και των δυο. «[…] Η Άννα Μαρία με έβαλε να καθίσω απέναντί της, στο καρεκλάκι μου. Έσκυψε, χαμήλωσε τα βλέφαρα, σα να αποκοιμήθηκε. Και απ’ αυτό, το αγαλματένιο πρόσωπο, βγήκε μια γύχινη φωνή. Τα ‘χασα. Ποιος αφηγόταν; Τι; Και σε ποιον; Η μητέρα μου ήταν σαν να απουσίαζε: ούτε ένα χαμόγελο, ούτε ένα σημάδι φιλικής συνενοχής. Αισθάνθηκα εξόριστος. Κι ύστερα δεν αναγνώριζα τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε. Πού την έβρισκε τόση σιγουριά; Δεν άργησα να καταλάβω. Δεν μιλούσε αυτή, μιλούσε το βιβλίο. Έβγαιναν από τις γραμμές του φράσεις που μου προκαλούσαν φόβο: ήταν αληθινές σαρανταποδαρούσες, βούιζαν από συλλαβές και γράμματα, τέντωναν τις διφθόγγους τους, έκαναν τα διπλά σύμφωνα να κραδαίνονται. Τραγουδιστές, ένρινες, κομμένες από παύσεις και αναστεναγμούς, πλούσιες σε άγνωστες λέξεις, γοητεύονταν απ’ τον εαυτό τους κι απ’ τους μαιάνδρους τους χωρίς να νοιάζονται καθόλου για μένα. Καμιά φορά εξαφανίζονταν χωρίς να προφτάσω να τις καταλάβω και άλλοτε πάλι, ενώ είχα καταλάβει απ’ την αρχή πού το πηγαίνανε, αυτές συνέχιζαν να κυλάνε με αξιοπρέπεια προς το τέρμα τους, χωρίς να μου χαρίζονται ούτε κατά ένα κόμμα». Η γραφή του Σαρτρ είναι μαγνητική, ωθεί τον αναγνώστη να ταυτιστεί με τον νομπελίστα υπαρξιστή φιλόσοφο που έμεινε ορφανός μωρό. Ο ίδιος λέει πως στάθηκε αυστηρός απέναντι στο παιδί που ήταν, αν και η αλήθεια είναι πως το αντικρύζει με συμπάθεια και συμπόνια. Όπως αναφέρει αποφάσισε να μη συμπεριλάβει το σεξουαλικό του ξύπνημα, ούτε τα μετέπειτα χρόνια του σε μια επαρχιακή πόλη όταν η μαμά του ξαναπαντρεύτηκε-τα πιο δύσκολα της ζωή του όπως τα χαρακτηρίζει. Προστατεύει τον νεαρό μυθιστορηματικό Σαρτρ από τις κακουχίες του μέλλοντος, τον αφήνει ατόφιο παιδί στα μάτια του λογοτεχνικού κοινού και τον παραδίδει έτσι στην αιωνιότητα. Στην ενδελεχή του «αυτοψυχανάλυση» με μόνη αναφορά στην παιδική του ηλικία, περιγράφει πως οδηγήθηκε αρχικά στην ανάγνωση και μετέπειτα στη συγγραφή. Μέσα από εκεί ο αναγνώστης γνωρίζει σταδιακά όλο το γενεαλογικό δέντρο του συγγραφέα, διεισδύοντας σε όλες τις διαπροσωπικές σχέσεις των μελών της οικογένειάς του, οι οποίες διαδραματίζουν κεντρικότατο ρόλο. Με το βιβλίο γραμμένο σε έναν διαρκή μονόλογο σχεδόν χωρίς κεφάλαια, μοιραία ο αναγνώστης παίρνει τη θέση του παιδιού Σαρτρ. Από την ασφυκτική πίεση του παππού του, μέχρι την προστατευτική, υποτιμημένη μητέρα του και την διάπλαση του ναρκισσιστικού εαυτού του, το βιβλίο σφύζει από οικογενειακές καταστάσεις. Η πίεση και η ανταγωνιστική σχέση με τον παππού του, τον κάνει εντέλει αυτό που είναι, αποδομώντας κάθε σχέση «εξουσίας» μεταξύ αναγνώστη και συγγραφέα. Μέσα από το ψυχαναλυτικό στοιχείο που αποτελεί ίσως μόνο το πρώτο σκαλί για τη σκέψη μας, ο Σαρτρ θέλει να απογυμνωθεί μπροστά μας, σαν να εξομολογείται πως η συγγραφική του δεινότητα δεν ξεκινά από τα παιδικά του χρόνια αλλά έχει τις ρίζες της σε αυτά. «Όταν σταμάτησε το διάβασμα της άρπαξα βιαστικά τα βιβλία και τα ‘βαλα κάτω από τη μασχάλη μου δίχως να πω “ευχαριστώ”. Με τον καιρό άρχισε να με ευχαριστεί αυτός ο περίεργος μηχανισμός, που με έβγαζε από τον εαυτό μου. Ο Μωρίς Μπουσόν έσκυβε πάνω από την παιδική ηλικία με τη φροντίδα που δείχνουν οι προϊστάμενοι τμημάτων μεγάλων καταστημάτων για τις πελάτισσές τους. Αυτό με κολάκευε. Άρχισα να προτιμάω τα προκατασκευασμένα αφηγήματα από τους αυτοσχεδιασμούς της μητέρας μου. Μου άρεσε η αυστηρή διαδοχή των λέξεων: σε κάθε νέα ανάγνωση ξανάρχονταν και ξανάρχονταν, πάντα οι ίδιες και με την ίδια σειρά, τις περίμενα. Στα παραμύθια που μού λεγε η Άννα – Μαρία οι ήρωες ζούσαν στην τύχη, όπως κι αυτή η ίδια. Τώρα με τα βιβλία απέκτησαν μοίρα, πεπρωμένο»… Αναιρώντας κάθε διδαχή μεγάλης αλήθειας και νοήματος, επιστρέφει στον πυρήνα της ίδιας μας της ύπαρξης, κάτι που δε θα μπορούσε να λείπει από έναν από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του φιλοσοφικού ρεύματος του υπαρξισμού. Κατ’ αναλογία με τις παράλογες ιστορίες του Κάφκα, ο Σαρτρ επιλέγει, στο αποκορύφωμα της σκέψης του, να παρουσιάσει γυμνή την ανθρώπινη ύπαρξη. Την ύπαρξη που δε χρειάζεται καμία επίδειξη στοχαστικής δεινότητας για να ευτυχήσει. Την ύπαρξη που ευδοκιμεί στην διαρκή αναζήτηση και όχι στην ανακάλυψη. Τη ζωή, ως μια διαρκή, λυτρωτική ελευθερία των επιθυμιών. Ο Σαρτρ δημοσίευσε τις «Λέξεις» το 1964, και η σύνθεσή του τον απασχόλησε τουλάχιστον μια δεκαετία, και κύριος στόχος ήταν να εξηγήσει πως, μέσα από τις λέξεις και την ανάγνωση ανακάλυψε την ύπαρξη και οικοδόμησε σταδιακά τον εαυτό του όπου κυριαρχεί μια ναρκισσιστική προβληματική, την οποία αρνείται. Οι λέξεις του φιλόσοφου, μυθιστοριογράφου και θεατρικού συγγραφέα, Ζαν-Πωλ Σαρτρ, θεωρούνται ένα κλασικό έργο στο είδος της αυτοβιογραφίας για μια από τις μείζονες πνευματικές φυσιογνωμίες του 20ου αιώνα και τον διασημότερο εκπρόσωπο του Υπαρξισμού στη Γαλλία. Το έργο του αλλά και η σθεναρή πολιτική του στράτευση επηρέασαν βαθύτατα μια ολόκληρη γενιά στοχαστών, από τον Ντελέζ ως τον Αλαίν Μπαντιού, για τους οποίους, όπως οι ίδιοι το ομολόγησαν, ο Σαρτρ είχε παίξει το ρόλο ενός σωκρατικού προτύπου, που εξακολουθεί να εμπνέει καινούργιες γενιές αναγνωστών. Το 1964, του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το έργο του το οποίο και αρνήθηκε να παραλάβει. «Ήμουνα τρελός από χαρά! Μου ανήκαν πια αυτές οι αποξηραμένες φωνές που ήταν κλεισμένες στα μικρά παρτέρια τους, αυτές οι φωνές που ο παππούς μου ζωντάνευε με το βλέμμα του, που καταλάβαινε και που δεν καταλάβαινα! Θα τις άκουγα, θα γέμιζα όλο μου το είναι μ’ αυτά τα επίσημα, τελετουργικά λόγια, θα μάθαινα τα πάντα! Μ’ αφήνανε να αλητέψω μέσα στη βιβλιοθήκη κι εγώ σάλπισα έφοδο για την κατάκτηση της ανθρώπινης σοφίας. Αυτό με εσχημάτισε, με έφτιαξε ό,τι είμαι.» Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»