«Αδόλφος Χίτλερ: Απορρίπτεται. Η ετυμηγορία έπεσε σαν ατσάλινος χάρακας πάνω σε παιδικό χέρι. Αδόλφος Χίτλερ: απορρίπτεται. Σιδηρούν παραπέτασμα. Τελείωσαν όλα. Απαγορεύεται η είσοδος. Οι δρόμοι έκλεισαν. Έξω. Ο Χίτλερ κοίταξε γύρω του. Δεκάδες νεαροί, με αφτιά κατακόκκινα, χείλη σφιγμένα, το κορμί ανασηκωμένο στις μύτες των ποδιών και τις μασχάλες ιδρωμένες από την αγωνία, άκουγαν τον κλητήρα να ανακοινώνει με τη σειρά τη μοίρα του καθενός. Κανένας δεν έδινε σημασία για εκείνον. Κανείς δεν είχε προσέξει πόσο τερατώδες ήταν αυτό που είχε μόλις ακουστεί, την καταστροφή που λίγο πριν είχε πλήξει την αίθουσα υποδοχής της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, την έκρηξη που είχε κεραυνοβολήσει το σύμπαν: Ο Αδόλφος Χίτλερ είχε απορριφθεί. Μπροστά στην αδιαφορία τους, ο Χίτλερ είχε αρχίσει σχεδόν να αμφιβάλει πως άκουσε καλά. Υποφέρω. Ένα παγωμένο ξίφος με διαπερνά από το στήθος ως τα σωθικά μου, αιμορραγώ και κανείς δεν το έχει αντιληφθεί; Κανείς δεν αντιλαμβάνεται τη συμφορά που με βρήκε; Είμαι άραγε μόνος στον κόσμο ετούτο που βιώνει τα πράγματα τόσο έντονα; Εγώ κι αυτοί ζούμε πράγματι στον ίδιο κόσμο;[…]» Ίσως αυτή η στιγμή της αμφιβολίας για την μοναχική κι αντίθετη από τον υπόλοιπο κόσμο, πλεύση του Χίτλερ ήταν εκείνη που έμελλε να καθορίσει την διαφορετική πορεία του. Ίσως αυτή η στιγμή μιας απλής για άλλους απόρριψης να ήταν εκείνη που κατάφερε να αλλάξει τη μοίρα μιας ολόκληρης ανθρωπότητας, την πορεία ολόκληρου του σύγχρονου κόσμου. Αυτό είναι το βασικό ερώτημα που θέτει ο Ερίκ Εμμανουέλ Σμιτ, ένας γάλλος σύγχρονος συγγραφέας, από τους καλύτερους της γενιάς του, στο βιβλίο του «Η άλλη εκδοχή». Ένα βιβλίο που ο κόσμος όλος περνάει από το ασπρόμαυρο στο χρώμα με την αλλαγή μιας και μόνο φράση στην πορεία της ζωής του. «ΔΕΚΤΟΣ, Αδόλφος Χίτλερ: Δεκτός. Ένα κύμα ζεστασιάς πλημμύρισε τον νεαρό. Ένας ποταμός ευτυχίας άρχισε να ρέει μέσα του, ν’ απλώνεται στα μελίγγια του, να κάνει τα αφτιά του να βουίζουν, να του φουσκώνει τα πλεμόνια και να κάνει την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή. Η στιγμή αυτή κράτησε πολύ, υπήρξε γεμάτη και έντονη, οι μύες του τεντώθηκαν, ένιωσε έναν εκστατικό σπασμό, μια ηδονή ατόφια σαν τον πρώτο τυχαίο οργασμό των δεκατριών του χρόνων. Όταν το κύμα πέρασε κι ο Αδόλφος Χ. συνήλθε, ανακάλυψε ότι ήταν μούσκεμα. Μια ξινή μυρωδιά ιδρώτα έκανε τα ρούχα του να κολλάνε. Δεν είχε φέρει αλλαξιά μαζί του. Αλλά δεν είχε καμία σημασία: είχε γίνει δεκτός! Ο κλητήρας δίπλωσε το χαρτί του και του έκλεισε το μάτι. Ο Αδόλφος του το ανταπέδωσε μ’ ένα ζωηρό χαμόγελο. Έτσι λοιπόν, ακόμα και οι υπάλληλοι ακόμα και οι φύλακες κι όχι μονάχα οι καθηγητές τον δέχονταν με χαρά στην ακαδημία[…]». Ήταν 8 Οκτωβρίου 1908. Ο νεαρός Αδόλφος Χίτλερ απορρίφθηκε για δεύτερη φορά στις εισαγωγικές εξετάσεις για τη Σχολή Καλών Τεχνών της Βιέννης. Απογοητευμένος στρέφει αλλού τα ενδιαφέροντά του… Ο γάλλος θεατρικός συγγραφέας Ερίκ-Εμμανουέλ Σμιτ συνέλαβε την ιδέα αυτού του μυθιστορήματος κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στη Βιέννη, όταν ο συνοδός του είπε: «Σ’ αυτό το καφενείο σύχναζε ο Αδόλφος Χίτλερ την εποχή που προετοιμαζόταν για τις εισαγωγικές εξετάσεις στην Ακαδημία Καλών Τεχνών». Τότε ήταν που αναρωτήθηκε ποια θα ήταν η εξέλιξη της παγκόσμιας ιστορίας αν εκείνη την ημέρα η ετυμηγορία ήταν διαφορετική. Πόσο διαφορετικά θα είχαν διανεμηθεί το καλό και το κακό, η ενοχή και η αθωότητα, τα παιχνίδια της μοίρας και οι νόμοι της Ιστορίας. Χρησιμοποιώντας μια ευρηματική παράλληλη τεχνική ο συγγραφέας μας παρασύρει στην πραγματική ιστορία του Χίτλερ, σε μια βιογραφία με στοιχεία που δεν έχουν καταγραφεί ευρέως στα ιστορικά βιβλία της εποχής. Ταυτόχρονα όμως σε μια φανταστική αφήγηση, μας παρουσιάζει και μια άλλη εκδοχή της ζωής του Αδόλφου για να καταλήξει σε ένα συγκλονιστικό και ανησυχητικό ταυτόχρονα συμπέρασμα. Με στόχο να κατανοήσει τον ψυχισμό και την ψυχοσύνθεσή του και να αναλύσει τη σκέψη του νεαρού Αδόλφου ο Ερίκ-Εμμανυέλ Σμιτ αποφασίζει να διηγηθεί την δυνητική εξέλιξη του και εκείνη του αληθινού Χίτλερ, που προκύπτει από το βιβλίο της νεότητάς του, για την οποία πραγματικά ο αναγνώστης δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτε. Τότε ο νεαρός Αδόλφος είχε ένα ωραίο όνειρο: να γίνει ζωγράφος. Τότε ήταν ένας νεαρός που μάλλον εύκολα του κρατούσε κανείς συντροφιά, ιδεαλιστής, ενθουσιώδης, παθιασμένος, που λάτρευε τη μουσική, το θέατρο, τη ζωγραφική και είχε εβραίους φίλους. Το δίχως άλλο ήταν ένα πλάσμα μοναχικό, μπορούσε όμως να σκεφθεί κανείς ότι όλα αυτά οφείλονταν στο γεγονός ότι μόλις είχε φθάσει στη Βιέννη. Αυτή η τόσο ανθρώπινη εκδοχή του είναι που γεννά στον αναγνώστη τη φρίκη, αφού βρίσκει το πρόσωπό του σχεδόν ανθρώπινο… Η μοίρα όμως δεν είχε χαραχτεί ακόμα. Μόνο μετά την αποτυχία τα πράγματα αλλάζουν. Στερείται την ιδιότητα του φοιτητή, πετιέται στον δρόμο, κοιμάται σε άσυλα. Από τον αποκλεισμό αυτόν γεννιέται η πίκρα, η μνησικακία. Ο πόλεμος θα τον κάνει να σταθεί και πάλι στα πόδια του μέσα στην κοινωνία. Τότε ανακαλύπτει το καταπληκτικό του ταλέντο ως ρήτορα. Ο εθνικισμός του, το μίσος του για τον κομμουνισμό οξύνονται. Αναπτύσσει τα αντισημιτικά του αισθήματα. Τότε ο Αδόλφος περνάει στη σφαίρα της τρέλας κι αποφασίζει να συμπαρασύρει ολόκληρο τον κόσμο και 55 εκατομμύρια ανθρώπους στον όλεθρο. Ο άλλος όμως, εκείνος που έγινε δεκτός βρίσκεται σε αρμονία με την εποχή του… Φαντάζεται τον εαυτό του στο Παρίσι, συναντά τον Ανρί Μπρετόν και τους σουρεαλιστές, ανακαλύπτει την «άλλη εκδοχή», δηλαδή τη φιλία, τον έρωτα, τη σεξουαλικότητα, την πατρότητα, τον θάνατο. Δύο διαφορετικές εκδοχές με τον έναν άντρα να ζει απλώς στην εποχή του και τον άλλον να την σφραγίζει με πορφυρό μελάνι της εξέλιξη του σύγχρονου κόσμου. Άραγε αν ένας από τους ανθρώπους που σημάδεψαν καταλυτικά την ιστορία του 20ού αιώνα είχε πετύχει στη Σχολή Καλών Τεχνών θα είχε γίνει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος; Θα είχε μοιραστεί ο κόσμος ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Ρωσία; Θα είχαν δημιουργηθεί η νέα Ευρώπη, το Ισραήλ, η Παλαιστίνη χωρίς το Ολοκαύτωμα; Για τον συγγραφέα το θέμα είναι φιλοσοφικό. Όπως ο ίδιος έχει δηλώσει «το μυθιστόρημα πρέπει να είναι μια μηχανή ιδεών· να αναδύει τον στοχασμό. Εκείνο που ενδιαφέρει τον συγγραφέα είναι να φανεί πώς κατασκευάζεται ένας Χίτλερ στο ανθρώπινο εργαστήρι, να φανεί ότι δεν γεννιέται κανείς τέρας, αλλά γίνεται». Σκοπός του Σμιτ είναι «να σπρώξει τον αναγνώστη να αναρωτηθεί σχετικά με εκείνο το σκοτεινό κομμάτι που κοιμάται μέσα του». Πρόκειται για στοχασμό γύρω από το θέμα του κακού, για το σοβαρότατο θέμα περί ενοχής και αθωότητας. Ο Χίτλερ είχε κάνει ένα ωραίο όνειρο και αυτό έγινε κομμάτια. Ο Χίτλερ, ο οποίος υπήρξε ένας απλοϊκός, ιδεαλιστής και ενθουσιώδης νεαρός, έγινε ένας δικτάτορας φονιάς, ένας βάρβαρος, το όνειδος της ανθρωπότητας. Τι σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στον μαθητευόμενο καλλιτέχνη και στον ολοκληρωμένο τύραννο; Τι είδους σχέση; Και αν τελικά ο Χίτλερ ήταν μια πιθανή δική μας εκδοχή; Ο νεαρός άλλωστε μας μοιάζει; Άραγε να μας μοιάζει και το τέρας; Ο ίδιος ο συγγραφέας δεν αποκλείει την πιθανότητα. «Αν αποδεχόμαστε τις απλοϊκές εξηγήσεις, αν αναζητάμε αποδιοπομπαίους τράγους, αν πιστεύουμε ότι έχουμε πάντα το δίκιο με το μέρος μας, αν δεν νιώθουμε ποτέ ένοχοι. Αν αφήσουμε τις ορμές του μίσους να κυριαρχήσουν επάνω στον αλτρουισμό. Το γνωρίζουμε: ο άνθρωπος πρέπει να φοβάται τον άνθρωπο!» ομολογεί σώζοντας το θεώρημα πως τα πράγματα ίσως θα μπορούσαν να είχαν έρθει κι αλλιώς… «Με μάτια κατακόκκινα, οι γονείς του, του εξηγούν ήσυχα ήσυχα ότι ήξεραν πως θα ήταν πολύ επώδυνο να αντέξει αυτή την ταινία αλλά πως ήθελαν οπωσδήποτε να την δει. – Αυτά τα πράγματα έγιναν στ’ αλήθεια; Αυτή είναι η πολιτική μας ιστορία; “Αυτό λοιπόν είναι η πολιτική”, σκέφτηκε το παιδί, “η δύναμη που έχουν οι άνθρωποι να κάνουν τόσο κακό ο ένας στον άλλον”; – Αλλά αυτός ο Χίτλερ, ήταν τρελός, έτσι δεν είναι; – Όχι, όχι περισσότερο από εμάς… – Κι οι Γερμανοί που τον ακολουθούσαν ούτε αυτοί ήταν τρελοί; – Ήταν άνθρωποι σαν κι εμάς “Πολύ ωραία άρα το να είσαι άνθρωπος είναι αυτό το αποτρόπαιο πράγμα!” – Τι είναι άνθρωπος, συνέχισε ο πατέρας. Ο άνθρωπος φτιάχνεται από τις επιλογές του κι από τις περιστάσεις. Κανείς δεν μπορεί να εξουσιάσει τις περιστάσεις, αλλά ο καθένας μας έχει τη δυνατότητα των επιλογών. Από εκείνη τη μέρα το παιδί περνάει δύσκολες νύχτες και ακόμη δυσκολότερες μέρες. Προσπαθεί να καταλάβει πως γίνεται και το τέρας δεν είναι ένα πλάσμα αλλιώτικο, μη ανθρώπινο, αλλά ένα πλάσμα που του μοιάζει, και που απλώς έχει πάρει διαφορετικές αποφάσεις. Από εκείνη την μέρα το παιδί φοβάται τον εαυτό του, ξέρει πως μέσα του εδρεύει ένα βίαιο και αιμοβόρο κτήνος και εύχεται να μπορέσει σε όλη του τη ζωή να το κρατήσει στο κλουβί του. Το παιδί αυτό είναι ο συγγραφέας του βιβλίου. Δεν είναι Εβραίος, ούτε Γερμανός, ούτε Ιάπωνας και γεννήθηκε μετά από όλα αυτά. Αλλά το Άουσβιτς, η Καταστροφή του Βερολίνου και η Καταστροφή της Χιροσίμα αποτελούν πια κομμάτι της ζωής του»…. Ο Ερίκ Εμμανουέλ Σμιτ γεννήθηκε στη Λυόν το 1960. Ο πατέρας του ήταν μποξέρ, η μητέρα του πρωταθλήτρια στίβου. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ecole Normale Superieure. Είναι ο σημαντικότερος γάλλος θεατρικός συγγραφέας της τελευταίας δεκαετίας. Έργα του έχουν ανέβει στις σκηνές τριάντα τουλάχιστον χωρών, από την Ιαπωνία και την Ισπανία μέχρι τη Γερμανία και τις Η.Π.Α. Εκτός από θέατρο, έχει συγγράψει μυθιστορήματα και δοκίμια. Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»