Την ώρα που ο σουρεαλισμός ως καλλιτεχνικό κίνημα αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1920 για να φέρει κοντά όνειρο και πραγματικότητα, ήταν κάτι τόσο μεγάλο και βαθύ που δεν θα περιοριζόταν στα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Και βέβαια χτύπησε και την έβδομη τέχνη, όταν κάποιος Λουίς Μπουνιουέλ συνεργαζόταν με κάποιον Σαλβαδόρ Νταλί σε δυο από τα πιο περίεργα φιλμ που είχε δει ποτέ ο πλανήτης.
Το 1929 ήρθε ο «Ανδαλουσιανός σκύλος» και την επόμενη χρονιά η «Εποχή του χρυσού», μια συνεργασία που δεν κύλησε τόσο ομαλά όσο η πρώτη. Βλάσφημα και αιρετικά αμφότερα, ήταν η επιτομή της έφεσης του κινήματος να προκαλεί ερωτηματικά και καταστροφική μανία στους κινηματογραφόφιλους!
Στα χρόνια που ακολούθησαν βέβαια ο όρος «σουρεαλιστικός» έχασε τη στενή κινηματική του έννοια και μετατράπηκε σε ομπρέλα για ό,τι παράξενο, μη συμβατικό και ανορθόδοξο παιζόταν στο πανί.
Ακόμα και το «Εργαστήρι του δρος Καλιγκάρι», το γερμανικό εξπρεσιονιστικό αριστούργημα του 1920, αναγνωρίζουν σήμερα οι ακαδημαϊκοί ως σουρεαλιστικό έπος. Πριν τον ίδιο τον σουρεαλισμό δηλαδή!
Σουρεαλιστικά είναι σήμερα τα φιλμ που αψηφούν τις αφηγηματικές και φορμαλιστικές νόρμες, αυτά που παίζουν με το μυαλό του θεατή. Εκεί που κάποτε ήταν απλώς οι ταινίες που έβαζαν τρικλοποδιά στον ρεαλισμό και καλούσαν από το παράθυρο το φανταστικό και το μαγικό.
Ακόμα κι έτσι όμως, συνεχίζουν να εξερευνούν την καλλιτεχνική δημιουργικότητα της τυχαιότητας, της φαντασίας και των αντιθέσεων, μετατρέποντας το παράλογο σε δομικό συστατικό της ιστορίας…
Την ώρα που τη λίστα μας θα μπορούσε να καλύψει μόνος ο ισπανός πιονέρος του σουρεαλισμού, αυτό θα ήταν προφανώς άδικο για όσα μυαλά μπόλιασε γόνιμα η ανατρεπτική κινηματογραφικά ματιά του Μπουνιουέλ. Ο πρώτος σουρεαλιστής σκηνοθέτης της Ιστορίας δοκιμάστηκε σε πολλά είδη, διατηρώντας πάντα τη μοναδική ματιά του, αυτή που ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν αποκαλούσε «ασύγκριτη».
Αφήνοντας κατά μέρος κάτι «Γαλαξίες» (1969) και «Εξολοθρευτές αγγέλους» (1962), κάτι «Φαντάσματα της ελευθερίας» (1974) και «Σκοτεινά αντικείμενα του πόθου» (1977), η «Διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας» παραμένει το magnus opus του σουρεαλισμού, ό,τι ήθελε και δεν ήθελε να πει το κίνημα σε μία ταινία.
Μια ταινία χωρίς εμφανή πλοκή δηλαδή, μια συρραφή ονείρων γύρω από μια παρέα έξι μεγαλοαστών που προσπαθούν να τελειώσουν το γεύμα τους. Δεν είναι παρά μια αλληγορία για την άποψη που είχε ο Μπουνιουέλ για την μπουρζουαζία και τις κοινωνικές συμβάσεις που δομούν τις ζωές των αστών, μια κωμικοτραγική καταγραφή του σουρεαλισμού της καθημερινότητας που διακόπτει το τραπέζι…
Ως γνήσιος συνεχιστής του σουρεαλιστικού πνεύματος, ο μεγάλος Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι αποκάλυψε την αναρχική και κινηματογραφικά προκλητική ματιά του στα περίφημα και αλλόκοτα φιλμ του, από το παραισθητικό γουέστερν «El Topo» (1970) μέχρι τα «Santa Sangre» (1989) και «Rainbow Thief» (1990).
Η πρώτη μεταμεσονύχτια επιτυχία του ήταν αναμφίβολα το «The Holy Mountain» (1973), το οποίο απέκτησε cult καθεστώς στους σινεφίλ. Ως μια σχεδόν μυθιστορηματική μορφή, ο πολυσχιδής καλλιτέχνης μπόλιασε τη βία, το γκροτέσκο, το όνειρο, ακόμα και θρησκευτικές παραβολές, παραδίδοντας μια ταινία-συμβολισμό από άκρη σε άκρη.
Ό,τι λαμβάνει χώρα εδώ κάνει τη γλώσσα πολύ φτωχή να τα περιγράψει. Όλα πουλιούνται πια, από το σεξ μέχρι και τη θρησκεία, μόνο που κανείς δεν τα αγοράζει. Ο κόσμος είναι χαοτικός και μια ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τη χειρότερη διαφθορά της κοινωνίας, αποφασίζουν να πάρουν τα βουνά…
Αν υπήρχε Έβερεστ για τους σουρεαλιστές δημιουργούς του σινεμά, η κορυφή θα ανήκε δικαιωματικά στον Ντέιβιντ Λιντς, έναν σκηνοθέτη με τέτοια δύναμη στον πειραματικό χώρο που οι κριτικοί χρησιμοποιούν πια το όνομά του ως επίθετο για να περιγράψουν μια ταινία που αποθεώνει το όνειρο και υποτάσσει τον ρεαλισμό!
Αvant-garde κινηματογράφο λοιπόν και τέτοια αλληλεπίδραση ονείρου και πραγματικότητας δεν θα βρεις καλύτερο από το σινεμά του Λιντς. Και το εξωφρενικό, πλην εξαιρετικό, «Eraserhead» είναι ένα καλό πρώτο δείγμα. Πρώτη του ταινία μάλιστα, είναι μια υπέροχη εισαγωγή σε όσα θα ακολουθούσαν, αυτή τη σουρεαλιστική τομή μεταξύ τρόμου, ονείρου και παράνοιας.
Εδώ έχουμε έναν «εφιάλτη σε σελιλόιντ», όπως το ήθελε ο ίδιος, το απόλυτο καλτ είναι ταυτοχρόνως και μια από τις κορυφαίες στιγμές του παγκόσμιου κινηματογράφου της δεκαετίας του ’70. Κυνικό, παράλογο, αποκρουστικό και σαρκοφάγο για την όρασή μας, είναι μια αποθέωση της ψυχωτικής κρίσης που μετατρέπει τέρατα σε μωρά και στέλνει την κοινωνία στο άσυλο φρενοβλαβών…
Ο τίτλος «της χειρότερης ταινίας που είδα ποτέ» είναι παράσημο τιμής για τον σουρεαλιστικό χώρο και μια τέτοια παράδωσε το 2009 ο Γκασπάρ Νοέ του «Μη αναστρέψιμος» (2002). Μια ταινία που μοιάζει με εξωσωματική εμπειρία, ένα ψυχεδελικό ταξίδι σε επιγραφές νέον τραβηγμένο αποκλειστικά σε πρώτο πρόσωπο, από τα μάτια του νεκρού πρωταγωνιστή που περιηγείται μεταθανάτια ως πνεύμα στο Τόκιο.
Να συνεχίσουμε ή είναι σαφές πού πάει το πράγμα; Άλλοι το συνέκριναν με την παραισθητική δράση των ψυχεδελικών ναρκωτικών και άλλοι με πραγματική μεταθανάτια εμπειρία. Παρά τις εξόφθαλμα πειραματικές αναζητήσεις του Νοέ, η υπνωτική ταινία του είναι μια ανατομία της ανθρώπινης ψυχής, μπλέκοντας φιλοσοφικά ερωτήματα, θρησκευτικές απόψεις και λαϊκές πεποιθήσεις.
Ακόμα και δεδομένα της γνωστικής νευροψυχολογίας θα βρεις σε αυτό το κοκτέιλ της αυτοαναφορικότητας, μια ταινία που αγαπά αυτάρεσκα τη μάταιη ενατένιση και την άσκοπη γυροβολιά στο τίποτα, το κενό. Όπως και κάθε ζωή χωρίς σκοπό δηλαδή. Τολμηρό και επαναστατικό, μηδενιστικό και απαισιόδοξο, καλό και κακό ταυτοχρόνως, είναι πλασμένο με τα ίδια τα αιρετικά υλικά του σουρεαλισμού…
Ο Σουηδός Ρόι Άντερσον είναι αναμφίβολα ο καλύτερος μαθητής του σουρεαλισμού, ο δημιουργός που συνεχίζει την παράδοση ως τις μέρες μας, αρχής γενομένης με τα «Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο» (2000). Το «Εσείς, οι ζωντανοί» ήταν το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας που τέλειωσε το 2014 με το «Ένα περιστέρι έκατσε σε ένα κλαδί συλλογιζόμενο την ύπαρξή του».
Το «Εσείς, οι ζωντανοί» είναι σαν ένα ύφασμα, όπου η απελπισία της καθημερινότητας συνυφαίνεται με κάθε άλλη εκεί έξω, ένα πλεκτό μιζέριας που θα απογειωθεί σε ένα παράλογο μεν, ονειρικό δε σύμπαν. Μια ευφυής και διακριτικά ειρωνική συμφωνία είναι περισσότερο παρά μια ταινία με την τυπική έννοια του όρου, ένα τρυφερό ενσταντανέ όλων όσα είναι το σινεμά.
Οι παράλογες και συχνά ξεκαρδιστικές στιγμές της ανθρώπινης καθημερινότητας μετατρέπονται για τον Άντερσον σε ένα μωσαϊκό καταστάσεων που καθρεφτίζει τις πιο ουσιαστικές από τις εσωτερικές αντιφάσεις μας. Αν θες μία ταινία για την ανθρώπινη ύπαρξη, το μεγαλείο και τη μιζέρια της, εδώ είσαι…
Με δηλωτικό υπότιτλο «Ο άνθρωπος που αγάπησε ένα πτώμα», το sui generis φαινόμενο του ελληνικού σινεμά φέρει τη σφραγίδα του πάντα ανατρεπτικού Νίκου Νικολαΐδη. Αν πρέπει να το πούμε, είναι η πλέον καλτ ταινία των 90s, ένας αχαρακτήριστος εφιάλτης από αυτούς που στοιχειώνουν όχι μόνο τους θεατές, αλλά και το ίδιο το σινεμά!
Πάντα σε μεταμεσονύκτιες προβολές, πρόκειται για σουρεαλιστική δημιουργία που διατρέχει τα είδη, αψηφώντας τα ταυτοχρόνως όλα. Ένα καλλιτεχνικό κοκτέιλ νουάρ μυστηρίου και ανατριχιαστικού τρόμου, μια μαύρη κωμωδία περί σινεφίλ πορνό και αστυνομικής δράσης σαν αυτές που… δεν έχεις ξαναδεί.
Ένας άντρας που ερευνώντας την εξαφάνιση της συντρόφου του θα πέσει στα νύχια ενός φονικού διδύμου, μιας μάνας και μιας κόρης, που θα τον εξαναγκάσουν σε «σεξουαλικές θηριωδίες», όπως έγραψε η κριτική. Κάθε σεξουαλική παρέκκλιση θα παρελάσει από το φιλμ, μη γελιέστε.
Η δεξιοτεχνικά σκηνοθετημένη αυτή στιγμή του ελληνικού σινεμά σάρωσε στο 31ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1990), με τη λαβυρινθώδη πλοκή της, η οποία λειτουργεί ως πύλη εισόδου στο όνειρο. Και στον διεστραμμένο εφιάλτη. Και σε έναν κόσμο που εκφυλίζεται διαρκώς. Και σε μια κοινωνία που η κατανάλωση μας μετέτρεψε σε ζόμπι.
Μια ταινία που δεν είναι για τον καθένα, ενώ αφορά όλους. Όσα συμβαίνουν εδώ θα σοκάρουν τον αμύητο. Ή θα τον μυήσουν σε μια άλλη πραγματικότητα τέλος πάντων, εκεί όπου το όνειρο και η πραγματικότητα, η ευπρέπεια και η διαστροφή, παύουν να διαπερνιούνται αντιφατικά…