Μια «Κρητικοπούλα» επισκέπτεται αυτές τις ημέρες τη Θεσσαλονίκη και μαθαίνει στους κατοίκους της πόλης πεντοζάλη αλλά και βιεννέζικο βαλς. Πιθανόν μάλιστα να τους μαθαίνει και τους ήχους της όπερας που δεν είναι διόλου απαραίτητο να ακούγονται μόνο από κυρίους και κυρίες με μονόκλ και καθισμένους σε βαριές κόκκινες βελούδινες πολυθρόνες αλλά και από… ορθίους σε πλατείες, ανέργους ακόμα και δικαιούχους συσσιτίων…
Έτσι συνέβη στο ταξίδι της «Κρητικοπούλας» – της ομώνυμης κωμικής όπερας του Κερκυραίου Σπυρίδωνα Σαμάρα.
Υπεύθυνοι για το ταξίδι και «συνοδοί» της νεαρής «Κρητικοπούλας» Αρετής στη Θεσσαλονίκη είναι η Εθνική Λυρική σκηνή που τη φιλοξένησε πέρσι στην Αθήνα, η συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης και το Μέγαρο Μουσικής της πόλης που φιλοξενεί τη λαμπερή αίθουσα του τις παραστάσεις της από μεθαύριο Πέμπτη 22 Νοεμβρίου και την Κυριακή 25 Νοεμβρίου.
Γραμμένη το 1916 από τον Κερκυραϊκής καταγωγής συνθέτη Σπυρίδωνα – Φιλίσκο Σαμάρα – τον συνθέτη του «Ολυμπιακού Ύμνου» (Αρχαίο πνεύμα αθάνατο…»), η «Κρητικοπούλα» πρωτοπαρουσιάστηκε στο δημοτικό Θέατρο Αθηνών στις 30 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς παρουσία μάλιστα του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Έκτοτε η όπερα «χάθηκε», ο Σπύρος Σαμάρας πέθανε ένα χρόνο αργότερα και τα οι ξεχασμένες παρτιτούρες εντοπίστηκαν πρόσφατα στα συρτάρια της Λυρικής σκηνής. Η «Κρητικοπούλα» ανέβηκε μόλις πέρσι από την Εθνική Λυρική σκηνή στο πλαίσιο και του γιορτασμού των 150 χρόνων από τη γέννηση του συνθέτη της και οι παραστάσεις επαναλαμβάνονται στη Θεσσαλονίκη.
Η «Κρητικοπούλα» εξελίσσεται στην ενετοκρατούμενη Κρήτη (1211-1715), όμως θεωρείται ότι αφορμή για την σύνθεση στάθηκαν οι κρητικές επαναστάσεις στα τέλη του 19ου αιώνα, η ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας (1896-1913) και, τελικά, η ένωση της μεγαλονήσου με την υπόλοιπη Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912/3.
Κεντρικό πρόσωπο της υπόθεσης του έργου είναι η όμορφη Αρετή, η οποία ντύνεται Μανωλιός για τις ανάγκες του αγώνα και επιτυγχάνει να αποσπάσει από τον Ενετό Δούκα της Κρήτης προνόμια για τους συμπατριώτες της. Με φόντο την «πολιτική» αυτή διάσταση, σε πρώτο επίπεδο πλέκεται ένα γαϊτανάκι από αισθηματικές ιστορίες κάθε είδους.
Ο συνθέτης Σαμάρας προκειμένου να σκιαγραφήσει τη σχέση Ελλήνων-Ενετών αντιπαραβάλει δύο διαφορετικά μουσικά ιδιώματα: το «ελληνικό» με το «ευρωπαϊκό». Έτσι, τα πρώτα χορωδιακά μέρη , είναι γραμμένα στο ρυθμό του πεντοζάλη, καθορίζοντας το χώρο όπου διαδραματίζεται η όπερα, ενώ το «ευρωπαϊκό» ιδίωμα χαρακτηρίζεται από τη χρήση στη συνέχεια του έργου εμβατηριακών και χορευτικών ρυθμών, κυρίως του βαλς και της πόλκας, οι οποίοι αποτελούν το βασικό ρυθμικό στοιχείο της βιεννέζικης οπερέτας.
Τη σκηνοθεσία της όπερας έκανε ο Πέτρος Ζούλιας, τα σκηνικά και κοστούμια η Αναστασία Αρσένη, ενώ τη μουσική διεύθυνση έχει ο Ηλίας Βουδούρης. Το ρόλο της «Αρετής» – Κρητικοπούλας ερμηνεύουν οι Γεωργία Ηλιοπούλου και Ελένη Βουδουράκη (σε διπλή διανομή).