Τον Αύγουστο του 1972, ο 27χρονος John Wojtowicz, ένας παντρεμένος περιθωριακός και γέννημα-θρέμμα του Μπρούκλιν που είχε περάσει από τις ζούγκλες του Βιετνάμ, αποφασίζει να ληστέψει μια τράπεζα. Ο ομοφυλόφιλος νεαρός θέλει να βοηθήσει τον σύντροφό του να αλλάξει φύλο και κάπου πρέπει να βρει τα λεφτά. Η ληστεία ήταν να κρατήσει το πολύ 10 λεπτά, διάρκεσε ωστόσο 14 ώρες και μετατράπηκε σε μια από τις πλέον περιβόητες καταστάσεις ομηρίας της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας, αλλά και ένα μιντιακό τσίρκο από αυτά που σπανίως έχουν ξαναστηθεί με τέτοιο ντόρο. Η υπόθεση χώρισε στα δυο την αμερικανική κοινή γνώμη και δεν είχε φύγει από το στόματα κανενός όταν τρία χρόνια αργότερα ο Σίντνεϊ Λιούμετ θα αποφάσιζε να καταγράψει στο σελιλόιντ την περίεργη ιστορία της εντελώς παράξενης και ιδιοσυγκρασιακής αυτής ληστείας. Η «Σκυλίσια μέρα» (1975) με τις έξι υποψηφιότητες για Όσκαρ (και ένα χρυσό αγαλματίδιο τελικά για το σενάριό της) είναι μια ολοζώντανη, έντονη και αναπάντεχα αστεία ταινία που κρύβει εντός της μια από τις καλύτερες ερμηνείες του Αλ Πατσίνο. Μια ληστεία που μετατράπηκε σε ό,τι πιο καυτό είχε να επιδείξει η ζωντανή τηλεόραση, ξεπερνώντας τελικά όσα μπορούσε να αντέξει ο κοινωνικός συντηρητισμός, και ήταν όσο πιο αληθινή έπαιρνε. Η ιστορία της απλή: δυο ερασιτέχνες ληστές εγκλωβίζονται σε μια τράπεζα και διαπραγματεύονται με την αστυνομία κρατώντας ομήρους πελάτες και προσωπικό. Ο μεγάλος πρωταγωνιστής είναι όμως αυτή η καταραμένη καλοκαιρινή ζέστη, μια «σκυλίσια μέρα» δηλαδή που ο πυρακτωμένος υδράργυρος κάνει ανθρώπους και πολιτείες να χάνουν τα λογικά τους. Ο Σόνι είναι απελπισμένος, μια ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να σκάσει. Πολέμησε για την πατρίδα του στο Βιετνάμ που τον στοιχειώνει ακόμα και γυρνώντας βρέθηκε ξανά παγιδευμένος στον πουριτανισμό και τις συμβάσεις: είναι παντρεμένος με δυο παιδιά ενώ λαχταρά άντρες, ζει στο περιθώριο και χωρίς προοπτικές. Αυτή η ληστεία δεν γίνεται μόνο για να τσοντάρει οικονομικά στην αλλαγή φύλου του εραστή του, αλλά είναι ουσιαστικά το δικό του απονενοημένο, η δική του μικρή επανάσταση. Και αυτή είναι η μεγάλη αφηγηματική παγίδα του Λιούμετ, πως δεν μπορείς να δεις την ταινία του ξεκομμένη από το καταπιεστικό κοινωνικό πλαίσιο του ήρωά του. Ούτε και στην παγωνιά του χειμώνα. Ο καύσωνας διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο εδώ, βάζει φωτιά στις αντιθέσεις, τσιτώνει τα νεύρα και γεμίζει με ποτάμια ιδρώτα τους πάντες, πυροδοτώντας μια φρενίτιδα που απλώνεται πάνω από τις ανθρώπινες σχέσεις, τα κοπάδια των τηλεοπτικών συνεργείων και τις πυρετώδεις διαπραγματεύσεις. Αυτός ο ληστής είναι βλέπετε κομματάκι διαφορετικός, ένας καθημερινός άνθρωπος που οδηγείται στην παρανομία με φόντο το σκληρό πρόσωπο της κοινωνίας και του νόμου. Και η δική του περιπέτεια θα μετατραπεί σε ένα τηλεοπτικό υπερθέαμα που όλοι καρδιοχτυπούν να ξεφύγει από τον έλεγχο. Κι εσύ, ο θεατής, ξέρεις πως η κατάσταση θα εκτροχιαστεί, όχι μόνο λόγω των κοινωνικών προστριβών και της έντασης που προκαλεί η παρουσία της τηλεοπτικής κάμερας, αλλά και γι’ αυτό το καμίνι που επικρατεί και κάνει τους κανόνες της λογικής να θάβονται κάτω από τα ποτάμια του ιδρώτα. Ο Σόνι είναι καταδικασμένος να χάσει, έτσι θα παθαίνει πάντα ο απλός άνθρωπος όταν εξεγείρεται κατά του συστήματος, μόνο που αυτή την τελευταία ευκαιρία του να διεκδικήσει αυτό που του αναλογεί στη ζωή δεν θα την αφήσει να περάσει χωρίς πάταγο. Και θα τη διεκδικήσει μάλιστα σε μια μέρα που η διαβολεμένη ζέστη βγάζει τον χειρότερο εαυτό όλων. Αυτά είναι τα βασικά συστατικά του πραγματικά καθηλωτικού αστυνομικού δράματος του μεγάλου μάστορα Σίντνεϊ Λιούμετ, που αφήνει την κάμερά του να παρακολουθεί ως αμέτοχος θεατής όσα τραγικά εκτυλίσσονται μπροστά της, με την αμεσότητα και την ειλικρίνεια μιας ντοκιμαντερίστικης ματιάς. Γίνεται εξάλλου γρήγορα σαφές πως η ληστεία είναι το τελευταίο πράγμα που ενδιαφέρει τον Λιούμετ στην εκρηκτική κοινωνικά και κινηματογραφικά δεκαετία του 1970. Τότε δηλαδή που μια σειρά κοινωνικών ζητημάτων τέθηκαν επί τάπητος και η κοινή γνώμη βρέθηκε να συζητά για τα όρια της προσωπικής επανάστασης. Σε μια τέτοια θα καταφύγει ο εξαγριωμένος Σόνι, που μάχεται μόνος εναντίον όλων: του πουριτανισμού, των κοινωνικών αγκυλώσεων, του νόμου, του άδικου πολλές φορές νόμου, της ηθικής που επιβάλλουν οι άλλοι, ακόμα και κατά του μιντιακού τσίρκου που έχει στηθεί σε βάρος του. Η θρασύτατη ληστεία που ενορχηστρώνει ο «μικρός» αυτός ανθρωπάκος σκιαγραφεί το παλλόμενο πορτρέτο του, προκαλώντας μας να ξαναδιαβάσουμε αλλιώς το πώς αξιολογούμε τον κακό και τον κακό, τον φταίχτη, το θύμα και τον θύτη. Ποιος είναι εδώ ο διεφθαρμένος, ο πιο διεφθαρμένος, αναρωτιέται ο Λιούμετ, ο ληστής, ο τραπεζικός, ο αστυνομικός ή ο δημοσιογράφος; Ο ασφυκτικός, κλειστοφοβικός χώρος της τράπεζας, ένας τόπος που κάνει ούτως ή άλλως πολλούς να αισθάνονται άβολα, ορίζει και οξύνει τα διλήμματα που τίθενται μπροστά μας και καλούν σε δική μας συναισθηματική εμπλοκή. Να μείνεις αμέτοχος αποκλείεται, πρόσεξε μόνο ποια πλευρά θα πάρεις. Ο νόμος είναι τώρα δυσδιάκριτος, καθώς το δικαίωμα του ενός αρχίζει πριν τελειώσει το δικαίωμα του άλλου. Και όλα τους είναι παραδομένα στον ισοπεδωτικό αυτό καύσωνα που δεν σε αφήνει να σκεφτείς λογικά. Αυτό το τρελό γαϊτανάκι θα φέρει κοντά, μέσα σε σκηνές εκζήτησης και εξαλλοσύνης, τους επίδοξους ληστές, το προσωπικό της τράπεζας και τους πελάτες, καθώς όλοι προσπαθούν να σώσουν ό,τι σώζεται και να τη σκαπουλάρουν με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Τα κοράκια είναι εδώ τα media που στριφογυρνούν σαν όρνεα πάνω από το δράμα, αλλά και ο νόμος, που ενίοτε ξεπουλιέται κι αυτός και μάλιστα φτηνά. Ο Σόνι θα γίνει ο εφήμερος ήρωας, αυτή η «ανώνυμη μετριότητα» που χτίζει ο Τύπος και γκρεμίζει μετά, έχοντας ζήσει τα δικά του 15 λεπτάκια διασημότητας. Το μόνο αγνό σε όλο αυτό το αλισβερίσι αντιθέσεων είναι το κίνητρό του, ένα τρελό πλην αληθινό και βαθιά συγκινητικό κίνητρο, να βοηθήσει τον άνθρωπο που αγαπά να γίνει αυτό που θέλει. Η εντυπωσιακά σωματική ερμηνεία του Πατσίνο, αυτή η ενσώματη αγωνία του, τονίζει αριστουργηματικά τη δυσανάλογη αυτή μάχη των προσωπικών του «θέλω» με τα κοινωνικά «πρέπει». Η ληστεία είναι η δική του στιγμή έκφρασης, ας την ακούσουμε λοιπόν, κάτι έχει να μας πει. Εξίσου καλός και ο πάντα ιδιαίτερος Τζο Καζάλ, ο σύντροφος του Πατσίνο στη ληστεία, που συμβάλλει κι αυτός στο κοινωνικό χάος που θα προκαλέσει το σπάσιμο των δεσμών της προκατάληψης. Και ο Λιούμετ είναι όμως εδώ σε εξαιρετική φόρμα, μπολιάζοντας αρμονικά δράση, χιούμορ, σασπένς, σάτιρα και μπόλικες δόσεις αλληγορίας και κοινωνικού προβληματισμού. Ο αμερόληπτος φακός του επέμενε τόσο στην αυθεντικότητα και το ντοκιμενταρίστικο της αποτύπωσης που δεν χρησιμοποίησε καν μουσική! Εκτός από το κομμάτι του Έλτον Τζον που παίζει στους τίτλους αρχής (και προέρχεται από το ραδιόφωνο του Σόνι) και κάνα-δυο αποσπάσματα που ακούμε από άλλα ραδιόφωνα, η ταινία δεν έχει καθόλου μουσική. Δεν ήθελε την εύκολη συγκίνηση ο σκηνοθέτης, ούτε και τη συναισθηματική αντίδραση που πυροδοτεί αναγκαστικά η μελωδία: «Πώς θα ένιωθες αν ξαφνικά στα μέσα μιας δραματικής σκηνής έπρεπε να ακούσεις μια ορχήστρα;», αναρωτήθηκε ο ίδιος σε συνέντευξή του. Για τον ίδιο λόγο επέμενε η ταινία του να γυριστεί σε φυσικούς χώρους, όπως και έγινε, καθώς όλη η δράση λαμβάνει χώρα σε τρεις τόπους: το υποκατάστημα της τράπεζας, τον δρόμο έξω από την τράπεζα και το κουρείο απέναντι από την τράπεζα. Αποζητώντας μάλιστα τη ρεαλιστική τελειότητα, ο Λιούμετ έκανε και κάτι ακόμα, εξόχως παράξενο για μια κινηματογραφική παραγωγή: γύρισε τις σκηνές του κατά χρονολογική σειρά! Την ώρα που όλες οι ταινίες γυρίζονται γκρουπάροντας τα πλάνα ανά τοποθεσία, εξοικονομώντας έτσι πολύτιμο χρόνο και κόστος, ο Λιούμετ έκανε το αδιανόητο: γύρισε το σενάριό του στη σελίδα 1 και ξεκίνησε το γύρισμα όπως προέβλεπε η χρονολογική σειρά. Το μόνο «κλέψιμο» που έκανε ήταν να γυρίσει πρώτα όλες τις εξωτερικές σκηνές στον δρόμο και μετά να μπει στην τράπεζα. Γιατί να το δεις: Γιατί μπορεί η πραγματική ζωή να φυλάει τις μεγαλύτερες εκπλήξεις, τις πιο απίθανες ιστορίες τις πλάθει όμως μόνο το σινεμά. Η «Σκυλίσια μέρα» πήρε μια αληθινή ιστορία και την έκανε να υπερβαίνει οποιαδήποτε ανθρώπινη σύλληψη, προσφέροντας απλόχερα θέαμα, συναίσθημα και μεγάλες αλήθειες, άβολες αλήθειες, μέσα σε ανατροπές, γέλιο και κλάμα. Κινηματογράφος σαν την ίδια τη ζωή δηλαδή…
«Σκυλίσια μέρα»
Παραγωγή: Αμερική Σκηνοθεσία: Σίντνεϊ Λιούμετ Πρωταγωνιστούν: Αλ Πατσίνο, Τζον Καζάλ, Τσαρλς Ντέρνινγκ, Κρις Σαράντον