Μια συναυλία αφιερωμένη στον Ντεμπυσσύ, με αφορμή τον εορτασμό των 150 χρόνων από τη γέννησή του, αλλά και σε δύο ακόμη σημαντικούς συνθέτες που διαμόρφωσαν τον τόσο ελκυστικό και χαρακτηριστικό γαλλικό «ήχο» των αρχών του 20ού αιώνα, τον Μωρίς Ραβέλ και τον Γκαμπριέλ Φωρέ, παρουσιάζεται την Κυριακή 29 Απριλίου στις 20:30 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Ο Κλωντ Ντεμπυσσύ (1862–1918) είναι ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες που καθόρισαν την εμφάνιση του μοντέρνου στη μουσική. Εισήγαγε προοδευτικά στις συνθέσεις του πολλά καινοτόμα για την εποχή στοιχεία, τα οποία αποδυνάμωσαν ριζικά την κλασική και ρομαντική τονικότητα: τις πεντατονικές και τις ολοτονικές κλίμακες, αλλά και δομικά στοιχεία όπως πρώιμες μορφές μοντάζ με χρήση αρμονικά ετερόκλητου μουσικού υλικού ή δυναμικές που μοιάζουν να πηγάζουν από εξωμουσικές αναφορές. Η Μικρή σουίτα, αρχικά για πιάνο τέσσερα χέρια, είναι ένα από πλέον ελκυστικά και μελωδικά έργα του συνθέτη. Οι Ιεροί και εγκόσμιοι χοροί αναδεικνύουν με τη σειρά τους το ενδιαφέρον του συνθέτη για τις μουσικές που ήταν εκτός του κλασικού κανόνα: μεσαιωνική ψαλμωδία, αρχαιοελληνική μουσική, λαϊκές παραδόσεις.
Ο Μωρίς Ραβέλ (1875–1937) συγκαταλέγεται επίσης ανάμεσα στις σημαντικές προσωπικότητες της ευρωπαϊκής μουσικής των αρχών του 20ού αιώνα. Ενταγμένος στον κύκλο του Ερίκ Σατί στα νιάτα του, υπήρξε σαφώς επηρεασμένος από τον κατά 13 χρόνια μεγαλύτερό του Ντεμπυσσύ, αλλά επίσης από τους Ρώσους Μίλυ Μπαλακίρεφ (σε ό,τι αφορά την πιανιστική γραφή) και Νικολάι Ρίμσκυ-Κόρσακοφ (ως προς την ενορχήστρωση). Ανέπτυξε ωστόσο ένα προσωπικό ύφος, ενδεχομένως λιγότερο ριζοσπαστικό από εκείνο του Ντεμπυσσύ, αλλά σίγουρα καινοτόμο στο επίπεδο της μελωδίας (συχνά τροπικής), της πλούσιας και πυκνής αρμονίας και της χρήσης του ηχοχρώματος ως κεντρικού στοιχείου της σύνθεσης. Η Παβάνα για μια νεκρή ινφάντα, αρχικά έργο για πιάνο, είναι παράδειγμα της αριστοτεχνικής χρήσης της ορχήστρας, αλλά και του ενδιαφέροντος της εποχής για την ισπανική μουσική (ινφάντα είναι η πριγκίπισσα στα ισπανικά). Ο Ραβέλ υπηρέτησε ως οδηγός ασθενοφόρου στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης το 1917. Μετά από αυτή την εμπειρία συνέθεσε το Tombeau de Couperin, που ήταν ταυτόχρονα ένας αναστοχασμός στη γαλλική μουσική του 18ου αιώνα και ένας θρήνος για ανθρώπους που χάθηκαν στη φρίκη των χαρακωμάτων του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου.
O Γκαμπριέλ Φωρέ (1845–1924), επίσης μεγάλος μελωδός, άσκησε θετική και ουσιαστική επιρροή στα μουσικά πράγματα της Γαλλίας, όχι μόνο επειδή έκανε ορισμένα πρώτα βήματα στην κατεύθυνση μιας ανάμεικτης –τονικής και τροπικής– γραφής, αλλά και μέσα από τις σημαντικές θέσεις που κατέλαβε στο μουσικό εκπαιδευτικό σύστημα (το 1905 διορίστηκε διευθυντής του Κονσερβατουάρ). Μοιράζεται με τον Ραβέλ το ενδιαφέρον για τις παλαιές φόρμες –όπως στην Παβάνα που θα ακουστεί στη συναυλία– και την ικανότητα ανάπτυξης μιας ρευστής και κομψής μελωδικής γλώσσας. Παρά τη σταδιακή κώφωσή του, μετά το 1903, τα ύστερα έργα του, όπως το Κουαρτέτο Εγχόρδων, τελευταία του σύνθεση, χαρακτηρίζονται από μια αξιοσημείωτη πυκνότητα γραφής.
Μουσική διεύθυνση: Μίλτος Λογιάδης
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Claude Debussy
Danses sacrées et profanes [Ιεροί και εγκόσμιοι χοροί] (1904)
Maurice Ravel
Pavane pour une infante défunte [Παβάνα για μια νεκρή ινφάντα] (1899 / 1910)
Claude Debussy
Petite Suite [Μικρή σουίτα] (1889)
Διάλειμμα
Gabriel Fauré
Pavane op. 50 [Παβάνα, έργο 50] (1887)
Maurice Ravel
Le Tombeau de Couperin [Επιμνημόσυνη δέηση για τον Κουπερέν] (1919)