Πώς μπορείς να φτιάξεις ένα κινηματογραφικό αριστούργημα χωρίς μία; Και ταυτοχρόνως μια ταινία που να μιλά περισσότερο για τον ίδιο τον κινηματογράφο παρά για το θέμα που ξεδιπλώνεται στο πανί;

Απλά και εύκολα, θα μας έλεγε ο Βιτόριο ντε Σίκα, αν έχεις μια καλή ιστορία να διηγηθείς, αλλά και το σαράκι να την πεις όπως κι αν έχει. Ο νεορεαλισμός ποτέ δεν υπήρξε λοιπόν ρεαλιστικότερος και ο κινηματογράφος αληθινότερος από τον «Κλέφτη ποδηλάτων» (1948), το διαμάντι του παγκόσμιου σινεμά που δεν παλιώνει, δεν γερνάει και δεν ξεπερνιέται.

Μια ταινία τόσο πολυπαινεμένη και χιλιοτραγουδισμένη ως ένα από τα εξέχοντα παραδείγματα του τι μπορεί να κάνει η έβδομη τέχνη που θα σε γέμιζε ενδεχομένως με δέος και αμηχανία να δεις 70 χρόνια αργότερα, μόνο που αν το κάνεις θα διαπιστώσεις τελικά πως παραμένει εξόχως ζωντανή, φρέσκια και δυνατή.

Ψηφισμένος ως μια από τις 10 καλύτερες ταινίες όλων των κινηματογραφικών εποχών από κάθε ένωση, σωματείο και φορέα που σέβεται τον εαυτό του, ο «Κλέφτης ποδηλάτων» παραμένει αψεγάδιαστος και αρυτίδιαστος καθώς είναι πλασμένος από τα υλικά του καθαρού κινηματογράφου, υλικά που ο ίδιος δάνεισε εξάλλου στην κινηματογραφία και χάρισε στο τέλος μεγαλόψυχα. Μόνο που όσα τον αφορούν είναι ακόμα μεγαλύτερα.

bbiiciceleljrerettrterer1

Ο «Κλέφτης ποδηλάτων» ήταν, κατά πρώτο, «Κλέφτες ποδηλάτων» (Ladri di Biciclette) στον αυθεντικό ιταλικό τίτλο του, μιας και ο πληθυντικός έχει τη σημασία του για τον Βιτόριο ντε Σίκα, έναν διάσημο ιταλό ηθοποιό της εποχής που στράφηκε στη σκηνοθεσία γιατί είχε κάτι να πει.

Δύο είναι οι κλέφτες λοιπόν της ταινίας, ένας στην αρχή του φιλμ και ένας στο τέλος, καθώς η αμείλικτη αυτή ανατομία της φτώχειας στη μεταπολεμική Ρώμη δεν θα κρύψει ούτε θα ωραιοποιήσει τίποτα. Θα παρουσιάσει την ανυπόφορη φρίκη της εξαθλίωσης με τον αβάσταχτο τρόπο μιας ταινίας τρόμου.

Ο ντε Σίκα πίστευε ακράδαντα ότι ο καθένας μπορεί να παίξει έναν ρόλο τέλεια: τον εαυτό του. Σε μια Ιταλία ισοπεδωμένη από τον φασισμό και τον Β’ Παγκόσμιο, ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος του, ο μεγάλος Τσέζαρε Τσαβατίνι, οργώνουν τις φτωχογειτονιές της Ρώμης για να βρουν τα αγνά, αυθεντικά υλικά της ταινίας τους. Και τα βρίσκουν σε καπηλειά, οίκους ανοχής και αίθουσες μέντιουμ, όπως μας αποκάλυψε ο Τσαβατίνι στα ημερολόγιά του, επιστρατεύοντας πραγματικούς ανθρώπους να κάνουν μπροστά στην κάμερα ό,τι και πίσω από αυτή: τις δουλειές τους σε μια καθημερινότητα ακραία δυσλειτουργική.

Η ιστορία του λιτού αυτού αριστουργήματος είναι όσο πιο απλή παίρνει: ένας εξαθλιωμένος βιοπαλαιστής (ο ερασιτέχνης ηθοποιός Λαμπέρτο Ματζιοράνι) χρειάζεται δουλειά για να θρέψει την οικογένειά του. Έπειτα από ανελέητες ουρές και ουρές όπου περιμένει καρτερικά, του κάθεται μια δουλειά αφισοκολλητή, η θέση απαιτεί όμως ποδήλατο. Η γυναίκα του αναγκάζεται να μαζέψει σεντόνια, προικιά και κλινοσκεπάσματα για να πάρουν από το ενεχυροδανειστήριο το ποδήλατό τους και όλα μοιάζουν πια ελπιδοφόρα.

bbiiciceleljrerettrterer3

Αλίμονο όμως, το ποδήλατο θα κλαπεί την πρώτη κιόλας μέρα του Αντόνιο Ρίτσι στη δουλειά, καθώς όπου φτωχός κι η μοίρα του. Την ώρα που κολλάει αφίσες της νέας ταινίας της Ρίτα Χέιγουορθ φυσικά, καθώς ο ντε Σίκα μας λέει από την αρχή πως το δικό του σινεμά δεν μοιράζεται τίποτα με τον επίπλαστο κόσμο του Χόλιγουντ.

Ξεκινά έτσι η οδύσσεια του πατέρα με τον γιο του παραμάσχαλα να το βρουν, μια απέλπιδα περιπλάνηση στις φτωχογειτονιές των λασπωμένων περιχώρων της Ρώμης. Κάποια στιγμή το δίδυμο φαίνεται να βρίσκει έναν κλέφτη ποδηλάτων, δεν μπορεί όμως να αποδείξει τίποτα και η αστυνομία δεν φαίνεται διατεθειμένη να βοηθήσει. Κι έτσι το θύμα αναγκάζεται να μετατραπεί σε θύτη, κλέβοντας κι αυτός ένα ποδήλατο και συνεχίζοντας τον αδιάκοπο κύκλο κλεψιάς και φτώχειας.

Η ιστορία είναι τόσο απλή που ξετυλίγεται περισσότερο ως παραβολή παρά ως κοινωνικό δράμα. Ποιος ο θύτης και ποιο το θύμα τελικά μέσα στην εξαθλιωμένη κοινωνία όπου όλοι μοχθούν να βγάλουν τη μέρα; Και ο ντε Σίκα δεν αντιδιαστέλλει ποτέ τη φτώχεια με τον πλούτο, καθώς πλούτος είναι για τον κόσμο του ένα ζεστό πιάτο μακαρόνια.

Οι συμβολισμοί, η αφήγηση και η έλλειψη κάθε φιοριτούρας και εξωραϊσμού κάνουν τον «Κλέφτη ποδηλάτων» να αψηφά ακόμα και τον ίδιο τον χρόνο. Ένας άντρας αγαπά την οικογένειά του και θεωρεί χρέος να την προστατεύσει και να τη συντηρήσει, έχοντας απέναντί του την κοινωνία, που του το κάνει δύσκολο. Πότε σταμάτησε να ισχύει αυτό; Και πότε σταμάτησε να διαλύει έναν πατέρα να τον βλέπει ο γιος του ατιμασμένο και ανήμπορο;

bbiiciceleljrerettrterer2

Αυτό είναι ίσως το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό του «Κλέφτη ποδηλάτων», ότι δεν ηθικολογεί, μιας και η ηθική υπό αυτή την έννοια είναι μια πολυτέλεια που μόνο οι έχοντες μπορούν να διαθέσουν. Τον μικρό παραλίγο να τον πατήσει αυτοκίνητο στην οδύσσειά τους στην πόλη, μιας και είναι σαφές πως για τον πατέρα το μόνο που υπάρχει στο κάδρο είναι το ποδήλατό του.

Η ίδια η επιβίωση του μικρού παρουσιάζεται ως θαύμα, αφού ο πατέρας ούτε από τον χέρι δεν τον κρατά τώρα, παθιασμένος καθώς είναι να ξαναβρεί το όχημα που θα τον βγάλει από την ταπείνωση και την εξαχρείωση. Μόνο που στο τέλος θα είναι ο πιτσιρικάς αυτός που θα γίνει σωτήρας του πατέρα, αντιστρέφοντας λες την ίδια τη φυσική νομοτέλεια, μιας και στον κόσμο των φτωχών όλα αυτά δεν είναι παρά κατηγορικές προσταγές της άρχουσας τάξης.

Είναι όμως αυτό το μεγάλο αγκάθι της φτώχειας; Η τετριμμένη και φριχτή απώλεια της αξιοπρέπειας; Ή μήπως το να μην έχεις να φας; Γι’ αυτό είναι ένα διαχρονικό έργο τέχνης ο «Κλέφτης», ή οι «Κλέφτες», καθώς βλέπουμε εδώ τη σημασία του πληθυντικού, γιατί μας φέρνει ενώπιον των μεγάλων προβλημάτων της ζωής, αυτών που κάνουν όλα τα άλλα να υποχωρούν ευλαβικά στη θέα τους.

bbiiciceleljrerettrterer000

Τέτοια ήταν η απήχηση του φιλμ ήδη από την εποχή του που ανάγκασε την Αμερικανική Ακαδημία να του χαρίσει ένα τιμητικό χρυσό αγαλματίδιο «ξενόγλωσσης ταινίας» εφτά χρόνια πριν θεσπιστεί η αντίστοιχη κατηγορία στα Όσκαρ! Δεν είναι απλώς η μεγαλύτερη στιγμή του ιταλικού νεορεαλισμού, είναι μια μεγαλειώδης στιγμή του τι μπορεί να κάνει η έβδομη τέχνη. Και γιατί τη λέμε έβδομη τέχνη τελικά.

Μια απλή, οικουμενική και πανανθρώπινη ιστορία που λέγεται σεμνά και ταπεινά, όπως οφείλει μπροστά στο ανθρώπινο δράμα που εκτυλίσσεται μπροστά στον φακό. Ούτε επαγγελματίες ηθοποιοί, ούτε περίτεχνοι φωτισμοί, ούτε αριστοτεχνικά ντεκόρ, παρά ένα συγκλονιστικό σενάριο που δεν χρειάζεται τίποτα άλλο παρά κάποιους να το φέρουν στη ζωή.

Σήμερα η κινηματογραφική κριτική μας μιλά για ένα ιστορικό ντοκουμέντο, ένα κοινωνικό σχόλιο, μια παραδειγματική μελέτη των σχέσεων πατέρα-γιου, ακόμα και για μια νατουραλιστική -σχεδόν λαογραφική- καταγραφή της μεταπολεμικής ιταλικής πραγματικότητας. Και ο «Κλέφτης ποδηλάτων» είναι όλα αυτά και ακόμα περισσότερα, η καθοριστική στιγμή που το σινεμά παντρεύτηκε με την καθημερινότητα και αποφάσισε να πει αλήθειες. Αλήθειες ωμές, αλήθειες αμείλικτες, αλλά αλήθειες αληθινές.

Γιατί να το δεις: Γιατί είναι κινηματογράφος με σάρκα και οστά. Μια αδυσώπητη κοινωνική ανατομία που μπολιάζει την ανθρώπινη ιστορία με τη συλλογική ιστορία. Και μια ταινία καταδικασμένη να είναι αιωνίως επίκαιρη, όσοι οι λαοί, οι τάξεις και οι άνθρωποι παλεύουν για τον επιούσιο.

bbiiciceleljrerettrterer5

«Κλέφτης ποδηλάτων»

Παραγωγή: Ιταλία

Σκηνοθεσία: Βιτόριο Ντε Σίκα

Πρωταγωνιστούν: Λαμπέρτο Ματζοράνι, Έντζο Σταϊόλα, Lianella Carell, Elena Altieri, Gino Saltamerenda, Giulio Chiari, Vittorio Antonucci, Michele Sakara, Fausto Guerzoni