Πρεμιέρα χθες για το ντοκιμαντέρ του Τζορτζ Ιντ, «Kalimera Men Beirut», που αφηγείται την ιστορία των Ελλήνων του Λιβάνου.
Ο Τζορτζ Ιντ, δημοσιογράφος σε μεγάλο αραβικό δίκτυο ανασύνθεσε την ιστορία του Ελληνισμού στον Λίβανο κάνοντας πράξη την υπόσχεση που είχε δώσει στον παππού του, ο οποίος μαζί με τη γιαγιά του, που είχε καταγωγή από την Σάμο, έφτασαν στην αραβική χώρα ως πρόσφυγες μετά την καταστροφή της Σμύρνης.
Τη χθεσινή πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ, σε ειδική προβολή στο Πανεπιστήμιο Notre Dame, παρακολούθησαν περισσότερα από 450 άτομα, μεταξύ αυτών ο πρέσβης της Ελλάδας στον Λίβανο, Θεόδωρος Πασσάς, και άλλοι εκπρόσωποι του διπλωματικού, πολιτικού και δημοσιογραφικού κόσμου, καθώς και πολλά μέλη της ελληνικής κοινότητας της Βηρυτού.
«Θέλω να αναβιώσω τον “χρυσό αιώνα” του Λιβάνου. Θέλω να θυμούνται οι ανθρώποι ότι υπήρχε μια εποχή που αυτή ήταν η γη των ευκαιριών για Λιβανέζους, Έλληνες και πολλές μειονότητες» ανέφερε -μεταξύ άλλων- στην ομιλία του ο δημιουργός του ντοκιμαντέρ Τζορτζ Ιντ, ο οποίος θα ταξιδέψει στα τέλη Απριλίου στην Ελλάδα για την προβολή του ντοκιμαντέρ του.
Λίγο πριν την ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ, ο Τζορτζ Ιντ είχε αφηγηθεί, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, την ιστορία της οικογένειάς του κι αυτή των Ελλήνων του Λιβάνου:
«Ο παππούς μου, μαζί με τον πατέρα του Ιωσήφ και τη μητέρα του Γαλάτεια, η οποία καταγόταν από τη Σάμο, έφτασαν στο λιμάνι της Βηρυτού το 1922, όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν άρον άρον τη Σμύρνη, επιβιβαζόμενοι σε μια μικρή βάρκα, και να αναζητήσουν μια νέα πατρίδα στον Λίβανο.
«Ο ξεριζωμός τούς στοίχισε όχι μόνο γιατί άφησαν πίσω όλα τα υπάρχοντά τους και ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους, αλλά κυρίως επειδή η ευρύτερη οικογένειά τους “έσπασε” σε τρία κομμάτια- άλλοι πήγαν στη Σάμο, άλλοι στην Αμερική και κάποιοι λίγοι, όπως ο παππούς του Τζορτζ, στον Λίβανο.
»Η ιστορία (της αναζήτησης των οικογενειακών μας ριζών, αλλά και του ίδιου του ντοκιμαντέρ) ξεκίνησε πριν από 16 χρόνια, όταν πέθαινε ο παππούς μου. Μου είχε αφηγηθεί πώς έφτασε στον Λίβανο και μεγαλώνοντας δίπλα του έμαθα κάποια ελληνικά και πάντα άκουγα τις ιστορίες του. Πριν από την τηλεόραση, διασκεδάζαμε ακούγοντας τις ιστορίες των παππούδων μας
«Ο παππούς μου και οι γονείς του δημιούργησαν στη Βηρυτό ένα από τα πρώτα εργοστάσια υποδημάτων το 1927. Να σας θυμίσω ότι ο Λίβανος ανακήρυξε την ανεξαρτησία του το 1942, γεγονός που σημαίνει ότι οι Έλληνες έφτασαν εδώ πολύ πριν και όταν έγινε το κράτος θεωρήθηκαν τμήμα του πληθυσμού της Βηρυτού. Υπολογίζεται ότι περίπου 30.000 Έλληνες κατέφτασαν στον Λίβανο το 1922, μεταξύ των οποίων ο προπάππος και η προγιαγιά μου.
«Έζησαν εδώ, ξεκίνησαν τη δική τους επιχείρηση, έβγαλαν χρήματα αλλά παράλληλα διατήρησαν και δεσμούς με την Ελλάδα, όπου ζούσε η αδελφή της προγιαγιάς μου, Μαρία, και ο σύζυγός της, Μιχάλης Λουλιάς. Ήταν μαζί στη Σμύρνη. Η μισή οικογένεια πήγε στη Σάμο μετά την καταστροφή και σχεδόν η άλλη μισή στην Αμερική μ’ ένα μικρό μέρος της να καταλήγει στον Λίβανο.
«Έως το 1958 είχαν το εργοστάσιο, έβγαζαν καλά χρήματα και -μεταξύ άλλων- μαζί με άλλους συνέβαλαν στη δημιουργία ενός ελληνικού σχολείου στον Λίβανο, για το οποίο γίνεται αναφορά στο ντοκιμαντέρ. Είχε περίπου 250 μαθητές το σχολείο και η κοινότητα ήταν μεγάλη και εύρωστη. Οι περισσότεροι Έλληνες εργάζονταν στον ναυτιλιακό τομέα, σε εταιρείες χάλυβα και στον τομέα της σιδηρουργίας.
«Οικογένειες όπως οι Παπαδόπουλος, Ελευθεριάδης, Αγγελόπουλος ήταν γνωστές την εποχή εκείνη και μέχρι σήμερα κάποιες οικογένειες παραμένουν στον Λίβανο. Οι περισσότεροι Έλληνες έφυγαν από τον Λίβανο, όταν άρχισε ο πόλεμος το 1975. Ήταν ένας μακρύς πόλεμος. Διήρκεσε έως το 1990.
«Το 1958 σημειώθηκε η πρώτη επανάσταση στον Λίβανο, το εργοστάσιο επλήγη και ξεκίνησε η πτώση. Η οικογένειά μας είχε δύο επιλογές: να επιστρέψει στην Ελλάδα ή να συνεχίσει να μένει εδώ αλλά, φυσικά, λόγω του ότι είχαν δημιουργήσει εδώ τη βάση της επιχείρησής τους, προτίμησαν να μείνουν.
«Το 1975 άρχισε ο πόλεμος, το εργοστάσιο καταστράφηκε πλήρως και ξεκίνησε μια ραγδαία πτώση. Τα διαβατήρια, οι ταυτότητες, κάποια πράγματα που είχαν φέρει μαζί τους και συνέθεταν το παζλ των αναμνήσεών τους καταστράφηκαν. Ένα μέρος του σπιτιού παρέμεινε όρθιο κι αυτό το κληρονόμησα εν τέλει από τον παππού μου μαζί με πολλές απ’ αυτές τις ιστορίες για τη Σμύρνη και το πώς έφτασαν εδώ.
«Ούτε ο προπάππος μου ούτε η προγιαγιά μου μιλούσαν αραβικά. Πέθαναν μιλώντας μόνο ελληνικά. Ακόμη και ο παππούς μου μιλούσε κυρίως ελληνικά και λίγα αραβικά. Η γλώσσα για τους Έλληνες του Λιβάνου ήταν πολύ σημαντική γι αυτό και τη διαφύλαξαν ως κόρη οφθαλμού. Ακόμη κι εγώ που είμαι Έλληνας κατά το ήμισυ, τρίτης γενιάς, έμαθα ελληνικά. Ο παππούς μου μού έμαθε να μιλάω και πήγα και τρία χρόνια σε ελληνικό σχολείο στη Βηρυτό.
Ξέρω να γράφω και κάποια βασικά ώστε να συνεννοούμαι. Οι περισσότεροι από την τρίτη γενιά δεν μιλούν ελληνικά, αλλά υπάρχει ακόμη η δεύτερη γενιά που μιλάει, έχουμε ελληνικό όμιλο στη Βηρυτό και την Τρίπολη και μέχρι σήμερα ο ελληνισμός είναι παρών σε αρκετές περιοχές του Λιβάνου. Πολλοί από τους Έλληνες του Λιβάνου έχασαν τις ταυτότητές τους αλλά και οικογενειακές φωτογραφίες κατά τη διάρκεια του πολέμου και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να αποκτήσουν και πάλι επαφή με τους συγγενείς τους στην Ελλάδα. Αυτό συνέβη και στη δική μου περίπτωση.
«Δεκαέξι χρόνια πριν, υποσχέθηκα στον παππού μου πως δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ αυτό που μού είπε και το τι έγινε στους Έλληνες της Σμύρνης, να μάθω τη γλώσσα και να βρω τους συγγενείς τους. Ως την τελευταία μέρα ήθελε να μάθει για την τύχη των δικών του ανθρώπων πίσω στην Ελλάδα. Το 1958 ξεκίνησαν οι αναταραχές και υπήρχαν προβλήματα στην αλληλογραφία. Οι δύο αδελφές (η προγιαγιά μου και η αδελφή της Μαρία) πέθαναν χωρίς να γνωρίζουν η μία τι απέγινε η άλλη. Και άλλα μέλη της οικογένειας πέθαναν νωρίς εξαιτίας του πολέμου.
»Μ’ αυτή την καρτ-ποστάλ ανά χείρας αποφάσισα να πάω ο ίδιος στη Σάμο και να ανακαλύψω τι πραγματικά είχε συμβεί. Κάποιοι άλλοι είχαν πάει πριν από μένα, αλλά κανείς δεν είχε βρει κάποιον. Πήρα λοιπόν την καρτ-ποστάλ και μια παλιά φωτογραφία και πήγα στη Σάμο σε μια αποστολή που τότε φάνταζε αδύνατη. Προσπάθησα να βρω τα ονόματά τους στα αρχεία, αλλά δεν κατόρθωσα να βρω κάτι που θα με οδηγούσε σε κάποιον από τους μακρινούς μου συγγενείς.
Ήταν ένας 86χρονος ιδιοκτήτης ξενοδοχείου αυτός ο οποίος αναγνώρισε τα ονόματα και αρχίσαμε να καλούμε όλους όσοι ονομάζονταν Μιχάλης Λουλιάς. Κι αυτό επειδή στην Ελλάδα, όπως και στον Λίβανο, τα εγγόνια παίρνουν συχνά τα ονόματα των παππούδων. Αφού ψάξαμε όλους τους Μιχάληδες με το συγκεκριμένο επώνυμο στο Βαθύ κατορθώσαμε να βρούμε τον Μιχάλη που χρειαζόμασταν προκειμένου να αρχίσει να ξετυλίγεται το κουβάρι της ιστορίας.
Μόνο που ήταν στη Νορβηγία και έτσι του στείλαμε τη φωτογραφία της γιαγιάς του και την καρτ-ποστάλ και καταφέραμε να επανενώσουμε την οικογένεια ύστερα από 50-60 χρόνια. Εξακολουθούμε να ψάχνουμε τις ρίζες μας καθώς βρήκαμε μόνο μια ληξιαρχική πράξη θανάτου μιας γυναίκας μ’ αυτό το όνομα που ψάχναμε με ημερομηνία θανάτου 1973.
»Κάπως έτσι είναι οι ιστορίες των περισσότερων Ελλήνων που ζουν στον Λίβανο. Εξακολουθούμε να συλλέγουμε τις ιστορίες αυτές. Κάθε Σάββατο συγκεντρωνόμαστε στον ελληνικό όμιλο στη Βηρυτό, θυμόμαστε ιστορίες των παππούδων μας και ακούμε παλιά καλά ρεμπέτικα. Διατηρούμε κάποιες παλιές καλές συνήθειες, συναντιόμαστε την Πρωτομαγιά, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα.
»Θέλησα να κρατήσω την υπόσχεση στον παππού μου και να μάθουν όλοι τι απέγιναν οι Έλληνες της Σμύρνης που βρέθηκαν στον Λίβανο. Ποιοι είναι, πώς έχουμε ελληνικά ονόματα στη λιβανέζικη κοινωνία, ποιες είναι οι ρίζες και η καταγωγή τους.
»Όταν άρχισα τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ πολλοί Λιβανέζοι μου έλεγαν ότι είναι καλή ιδέα, καθώς γνωρίζουν την ιστορία των Αρμενίων π.χ. αλλά όχι των Ελλήνων. Ήταν μια γενιά Ελλήνων που έφτασαν εδώ ως πρόσφυγες αλλά και στον τόπο απ’ όπου ήρθαν ήταν για τους άλλους “ο ξένος” αφού μιλούσαν κυρίως ελληνικά και μετά γαλλικά και τουρκικά. Σταδιακά άρχισαν να ενσωματώνονται στην κοινωνία και συχνά είχαμε και μεικτούς γάμους, όπως στην περίπτωση της μητέρας μου».