Σκηνικά απρόοπτα, αιθέρια βαλς, φλογερά τσάρντας, ανάλαφρες ερωτικές μελωδίες και χιουμοριστικοί είναι τα βασικά συστατικά της «Εύθυμης χήρας», της «αθάνατης» οπερέτας του Φραντς Λέχαρ (1870-1948) που παρουσιάζει σε μία νέα παραγωγή, αυτά τα Χριστούγεννα, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη.
Πρόκειται για συμπαραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, που ανεβαίνει σε συνεργασία με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών για οκτώ παραστάσεις στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, την Παρασκευή 18, το Σάββατο 19, την Κυριακή 20, την Τρίτη 22, την Τετάρτη 23, το Σάββατο 26, την Κυριακή 27 και τη Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου (ώρα έναρξης 20:30).
«Από την πρώτη στιγμή που άρχισα να ασχολούμαι με την ”Εύθυμη χήρα”, μου δημιουργήθηκε μια ανάγκη, που γινόταν ολοένα και πιο έντονη: Η οπερέτα είναι ένα ανάλαφρο είδος με τους δικούς του νόμους, τους οποίους οφείλει κανείς να σεβαστεί απολύτως για τη σκηνική του παρουσίαση. Βρισκόμαστε όμως στον 21ο αιώνα, σε εποχές αναβρασμού, σε καιρούς μεταβατικούς, και η Ελλάδα είναι κι αυτή, όπως το φανταστικό Ποντεβέντρο της Χήρας, μια χώρα σε οικονομικό αδιέξοδο», ανέφερε σε σημερινή συνέντευξη Τύπου ο Βασίλης Νικολαΐδης τονίζοντας ότι δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστεί το έργο αυτό, όσο γοητευτικό κι αν είναι, σαν μουσική κωμωδιούλα, προς τέρψιν απλώς του φιλοθεάμονος κοινού.
«Η Χήρα μας λοιπόν έπρεπε να αποκτήσει ”δόντια”, να της δοθεί όχι αναγκαστικά ένα στοιχείο επικαιρότητας −κάτι τέτοιο θα ήταν μάταιο κι εκβιαστικό− αλλά μια παράμετρος ενδιαφέρουσα και τολμηρή, που θα υπονόμευε ελαφρώς τη δράση, θα την έκανε λιγότερο ανώδυνη, χωρίς ωστόσο να αλλοιώσει τον ουσιαστικό χαρακτήρα της οπερέτας», προσέθεσε.
Το κοσμαγάπητο έργο του Φραντς Λέχαρ -που αντλεί την υπόθεσή του από την κωμωδία «Ο ακόλουθος της πρεσβείας» (1861) του Γάλλου Ανρί Μελάκ και παίζεται με τεράστια επιτυχία, πάνω από έναν αιώνα, σε όλο τον κόσμο- μας μεταφέρει στο σαθρό κόσμο του Ποντεβέντρο όπου όλοι κοιτούν το προσωπικό τους όφελος. Εκεί καταφθάνει η πλούσια χήρα Άννα Γκλάβαρι, η οποία έχει κληρονομήσει εκατομμύρια από τον ξαφνικό θάνατο του συζύγου της, όμως δεν έχει ξεχάσει έναν άλλο άντρα που κάποτε αγάπησε. Όλο το έργο καταγράφει τις προσπάθειες της νεαρής χήρας να ξανακερδίσει τον παλιό της αγαπημένο, αλλά και τις προσπάθειες των διεφθαρμένων συμπατριωτών της να έχουν μερίδιο στην περιουσία της.
Στη νέα παραγωγή του Μεγάρου, όπως εξήγησε ο σκηνοθέτης, «αποφασίσαμε, κρατώντας αυτούσια πρόσωπα και καταστάσεις, να δημιουργήσουμε για τη ”δική μας Χήρα”, έναν κόσμο παρακμής και χαριτωμένης διαφθοράς, γεμάτο υπονοούμενα, κρυφά πάθη, ανομολόγητους έρωτες, ίντριγκες, που εν πολλοίς υπάρχουν αυτούσια και στο κείμενο ή μάλλον στα κείμενα του έργου».
Μετά το θρίαμβο που σημείωσε στην πρεμιέρα της στη Βιέννη (στις 30 Δεκεμβρίου 1905) και την ενθουσιώδη υποδοχή του κοινού, η «Εύθυμη χήρα» ταξίδεψε σε ολόκληρη την Αυστρία και σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Το πρωτότυπο γερμανικό λιμπρέτο των Λεόν και Στάιν έχει προσαρμοστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά και σε πολλές άλλες γλώσσες, ενώ έχει εμπνεύσει κινηματογραφικούς και θεατρικούς σκηνοθέτες αλλά και χορογράφους.
Σύμφωνα με τον κ. Νικολαΐδη, για τις τρεις μεγάλες πρεμιέρες του έργου, στη Βιέννη, στο Λονδίνο και στο Παρίσι, αντιστοίχως, γράφτηκαν τρία διαφορετικά λιμπρέτα, που ενώ κρατούν τις βασικές παραμέτρους της δράσης, έχουν πολλές διαφοροποιήσεις σε λεπτομέρειες και καταστάσεις. «Εμείς είχαμε στη διάθεσή μας το μοναδικό ελληνικό κείμενο που μέχρι τώρα χρησιμοποιείτο στα ανεβάσματα του έργου. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τη μορφή της πρωτότυπης μετάφρασης, γιατί καταφανώς είχαν γίνει επεμβάσεις, λόγω των εκάστοτε αναγκών των παραστάσεων. Με την καθοριστική συμβολή της βοηθού μου, της Κωνσταντίνας Ψωμά, είδαμε τις διάφορες εκδοχές των πρώτων ξένων παραστάσεων, τις συγκρίναμε με την υπάρχουσα ελληνική και φτιάξαμε τη δική μας, τονίζοντας σημεία που μας ενδιέφεραν, αφαιρώντας κάποιες σκηνές −κατά τη γνώμη μας λιγότερο σημαντικές− αλλάζοντας, σε σημεία, και τους στίχους, όπου νομίζαμε πως υπηρετείται καλύτερα δραματουργικά κάποια συγκεκριμένη κατάσταση» είπε.
Στον ρόλο της «Εύθυμης χήρας» εναλλάσσονται η Ειρήνη Καράγιαννη και η Άρτεμις Μπόγρη, ενώ τον γοητευτικό κόμη Ντανίλο Ντανίλοβιτς ενσαρκώνουν εναλλάξ ο Χάρης Ανδριανός και ο Χρήστος Κεχρής. «Όλη η ομάδα δούλεψε με μεγάλο ενθουσιασμό και πείσμα γι’ αυτή τη νέα παραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών που αποτελεί έναν ιστορικό χώρο για όλους εμάς που ξεκινήσαμε την καριέρα μας εδώ», είπε η Ειρ. Καράγιαννη ενώ η Ά. Μπόγρη σημείωσε πως μία φρέσκια ματιά πάνω σε ένα κλασσικό κείμενο μπορεί να κάνει θαύματα. «Η οπερέτα είναι ένα είδος που απαιτεί να είσαι περφόρμερ και όχι απλά καλός κλασικός τραγουδιστής. Για έναν καλλιτέχνη είναι μεγάλη πρόκληση να συμμετέχει σε μία οπερέτα» συμπλήρωσε η ίδια.
Από την πλευρά του ο Γιάννης Μετζικώφ που υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης είπε πως «παρότι λεφτά δεν υπάρχουν, αποφασίσαμε να κάνουμε μία φαντασμαγορική παράσταση που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από αυτές του εξωτερικού. Αυτό που θα δει το κοινό είναι αποτέλεσμα μεγάλου μόχθου».
Επί σκηνής, θα δούμε επίσης ένα εκλεκτό καστ Ελλήνων μονωδών, καθώς και μέλη του Όπερα Στούντιο της ΕΛΣ στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής τους αποστολής. Μαζί τους, η Χορωδία Fons Musicalis (μουσική διδασκαλία: Κωστής Κωνσταντάρας). Την ΚΟΑ διευθύνουν ο Μίλτος Λογιάδης (18, 19, 20, 26, 27 & 28/12) και ο Στάθης Σούλης (22 & 23/12).
Τιμές εισιτηρίων: 14 ευρώ, 25 ευρώ, 35 ευρώ και 50 ευρώ (Διακεκριμένη Ζώνη).
Ειδικές τιμές: 7,50 ευρώ (για φοιτητές, νέους, ανέργους, ΑΜΕΑ), 9,50 ευρώ (65+, πολύτεκνοι).