To Moto Guzzi Griso είναι μία από τις πιο ιδιαίτερες μοτοσυκλέτες που κυκλοφορούν, δημιουργώντας ακραίες προτιμήσεις. Είτε τη λατρεύεις είτε δεν αντέχεις να τη βλέπεις.

Τώρα ο βελτιωτικός οίκος Ghezzi-Brian, που συνεργάζονται εδώ και χρόνια με την εταιρεία του Mandello del Lario, δημιούργησαν ένα κιτ για το Griso που ενισχύει ακόμη περισσότερο τα αμφιλεγόμενα χαρακτηριστικά του.

Μετατρέπει μια μοτοσυκλέτα δρόμου που είχε κάποιες πιο διευρυμένες αναζητήσεις, σε μία motard που ανάβει τα αίματα.

Τα εξ ολοκλήρου αναμορφωμένα πλαστικά έδωσαν νέα όψη και καλύπτουν πλήρως τα τμήματα του πλαισίου που ήταν εμφανή στην έκδοση παραγωγής και χώριζαν οπτικά το ρεζερβουάρ στη μέση. Παρότι αποτελεί μια σημαντική οπτική αλλαγή αφαιρεί ένα από τα πιο έντονα χαρακτηριστικά της μοτοσυκλέτας.

Οι εξατμίσεις ακολουθούν εντελώς διαφορετική διαδρομή και είναι πλέον δύο, με ένα τελικό σε κάθε πλευρά της μοτοσυκλέτας. Η ανάρτηση πίσω έχει αλλαχτεί και μαζί το αμορτισέρ που με «δυναμική απόσβεση», μεταβάλει δηλαδή τις ρυθμίσεις του ανάλογα με το είδος του οδοστρώματος.

Το αμορτισέρ έχει σχεδιαστεί από την ολλανδική Tractive Suspension, που συμμετείχε και στην εξέλιξη του ανάλογου συστήματος της BMW, το ESA (Electronic Suspension Adjustment). Η διαφορά είναι ότι ο εγκέφαλος που δέχεται τα ερεθίσματα μεταβάλλει κατόπιν το σετάρισμα της ανάρτησης με αστρονομικού ρυθμούς.

Σύμφωνα με την εταιρεία η ανάρτηση ρυθμίζεται αυτόματα ενώ κινείται στο δρόμο μέχρι και 25.000 φορές το δευτερόλεπτο. Μάλλον έπεσαν κάποια μηδενικά παραπάνω στην ανακοίνωση αυτή, καθώς είναι πρακτικά αδύνατο και ουσιαστικά περιττό μια τέτοια συχνότητα ρύθμισης.

Άλλες αλλαγές περιλαμβάνουν το ομορφότερο τμήμα της μοτοσυκλέτας πλέον που δεν είναι άλλο από τους τροχούς – κοσμήματα της Kineo. Ελαφρύτερες, αλουμινίου και με ακτίνες, δίνουν το χαρακτήρα του motard που επιθυμούσαν οι βελτιωτές. Μπορούν να υποδεχτούν ελαστικά tubeless, χωρίς αεροθάλαμο δηλαδή που πάει συνήθως συνοδεύει (ως αναγκαίο κακό) τις ζάντες με ακτίνες.

Τώρα το κατά πόσο τα 222 κιλά (στεγνού) του Griso θα μπορέσουν να κινηθούν σε ρυθμούς supermotard μάλλον μικρή σημασία έχει. Το παν είναι ότι η όψη και ο χαρακτήρας άλλαξε, όχι όμως και ο τετραβάλβιδος Quattrovalvole V-2 90ο κινητήρας που αφέθηκε ως είχε, χωρίς επεμβάσεις.

Με τα 1200 κυβικά (1151 για την ακρίβεια) υπόσχεται ελαστικότητα και ροπή, ενώ οι 110 ίπποι καταφέρνουν να κινούν σβέλτα το –για τις διαστάσεις του – ευέλικτο σύνολο.

Το ψυγείο λαδιού έχει προστεθεί σε εμφανές σημείο, ενώ το ρύγχος είναι τελικά το πλέον αμφιλεγόμενο αισθητικά στοιχείο της μετατροπής. Μαζί με την πρόσοψη που δημιουργεί σύγχυση, όντας τεράστια για «μάσκα» (τύπου enduro) αλλά μικρό και παράδοξου σχήματος για φέρινγκ. Τα φλας στους καθρέπτες και η καρίνα συμπληρώνουν την εικόνα και την συνύπαρξη «αταίριαστων» στοιχείων δρόμου και on-off.

Η σέλα έχει έρθει πιο ψηλά, στο ίδιο επίπεδο με το ρεζερβουάρ, συντασσόμενο με τις απαιτήσεις μιας μοτοσυκλέτας motard που θα πλαγιολισθαίνει σε κάθε ευκαιρία. Στοιχείο που μαζί με τις αναβαθμισμένες αναρτήσεις προσθέτει τα μέγιστα στην οδική συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας.

Με το νέο του κοστούμι το Griso διευρύνει σαφώς τους ορίζοντές του ενώ εμφανώς έχει προσθέσει νεανική νότα στο χαρακτήρα του. Δύσκολο να πει κανείς αν είναι προτιμότερο από την νορμάλ έκδοση, καταφέρνει όμως σίγουρα να ξεχωρίζει από οποιοδήποτε άλλο Moto Guzzi έχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα.