Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο γράφει πως όταν έληξε του Mundial του 2010 που διεξήχθη στη Νότια Αφρική του έλλειπε «ο πανηγυρισμός και το πένθος, γιατί συχνά το ποδόσφαιρο είναι μια απόλαυση που σε κάνει να πονάς και η μουσική της νίκης, που κάνει ακόμα και τους νεκρούς να χορέψουν, ηχεί το ίδιο με την εκκωφαντική σιγή ενός άδειου γηπέδου, όπου κάποιος ηττημένος, μονάχος, ανίκανος να κουνηθεί, περιμένει καθισμένος, μόνος, στις άδειες κερκίδες».
Στην τελετή έναρξης του Mundial του Qatar 2022, ο πάσχων από το σύνδρομο ουραίας υποστροφής Ghanim al-Muftah, ένας άνθρωπος δίχως πόδια, λίγο πριν το εναρκτήριο λάκτισμα της μεγαλύτερης παγκοσμίως ποδοσφαιρικής διοργάνωσης, ανοίγει τα χέρια του, σαν επιδαπέδιος τερματοφύλακας του subbuteo, μπροστά στον κορυφαίο, έγχρωμο ηθοποιό Morgan Freeman και στα συγκινημένα μάτια των εκατομμυρίων τηλεθεατών. Ένας νεαρός καταριανός φοιτητής, σύμβολο μιας ευημερούσας κοινωνίας που προσπαθεί να εμφανισθεί συμπεριληπτική προς τις ευπαθείς ομάδες, την ίδια στιγμή που σοβεί το Qatargate και οι κατηγορίες για εργασιακό μεσαίωνα και ανθρώπινα θύματα στα έργα κατασκευής των γηπεδικών υποδομών.
Ένας γενετικά ακρωτηριασμένος άραβας της νέας γενιάς που στο επιτραπέζιο «ποδοσφαιράκι» της ύπαρξης, στο αέναο παιχνίδι των πιθανοτήτων της εξέλιξης και των νουκλεϊκών οξέων, κινείται χωρίς πόδια, μόνο με τα χέρια του, λες και τον καταπίνει η κινούμενη άμμος της ερήμου που στήθηκε στο σκηνικό της τελετής έναρξης και ταυτόχρονα σαν να αναδύεται μέσα από αυτήν, όπως ένα αερικό αραβικό τζίνι, μπροστά στον «μαύρο θεό» των μειονοτικά αποκλεισμένων, Morgan Freeman.
Λες και τον μετακινεί, άυλα κολλημένη στο κολόβωμα της πλάτη του, όπως τους τερματοφύλακες του subbuteo, η αόρατη ράβδος της θέλησης και του ανθρώπινου μεγαλείου που υπερνικά το φυσικό «ελάττωμα», δείχνοντάς μας ότι όσο γενναιόδωρη και αν μπορεί να σταθεί η φύση, ως προς τον φυσικό πλούτο κάποιων κρατών, ή ως προς την ευμάρεια κάποιων οικογενειών, τόσο άδικη μπορεί να αναδειχθεί η βιολογία και η γενετική απέναντι σε συγκεκριμένες ομάδες συνανθρώπων μας, όπως εκείνος που παρά την «κόλαση» του σπάνιου συνδρόμου το οποίο έχει ουσιαστικά προκαλέσει την αγενεσία των ποδιών του, μας αποκαλύπτει τη δική του ομορφιά με την καθημερινή του προσπάθεια να κερδίσει τη ζωή με το μυαλό και με τα χέρια του, καθώς η γενετική και οι βιο-πιθανότητες του στέρησαν το αυτονόητο, για τον μέσο άνθρωπο, «προνόμιο» να έχει πόδια.
Πόδια έστω σαν αυτά τα ατροφικά του πάσχοντος από ατελή οστεογένεση, μαγικού πιανίστα της τζαζ, Μισέλ Πετρουτσιάνι που όταν καθόταν στο σκαμνάκι του πιάνου δεν έφταναν για να πατήσει τα πετάλ, όπως μας πληροφορεί ο Ρομπέρτο Σαβιάνο στο «Η ομορφιά και η κόλαση», αναφέροντας, για τον Λιονέλ Μέσι, ο οποίος κλήθηκε να δώσει τον δικό του αγώνα απέναντι σε ένα άλλο σύνδρομο νανισμού, την ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης, με την οποία διαγνώσθηκε σε ηλικία 11 ετών, λαμβάνοντας πανάκριβες ενέσεις για την αντιμετώπισή της, το κόστος των οποίων είχε αναλάβει η Μπαρτσελόνα στο πλαίσιο της οικονομικής ανταποδοτικότητας της μεταγραφής του, πως: «Ο Λέο είναι ταχύτατος, περνά σαν αστραπή με τα μικρά του πόδια που μοιάζουν με χέρια έτσι όπως καταφέρνει να κρατά την μπάλα, να ελέγχει κάθε κίνηση. Όσον αφορά τις προσποιήσεις του, οι αντίπαλοι σκοντάφτουν στο άχρηστο εμπόδιο των ποδιών τους». Πόδια που δεν θα τα θεωρούσαν τόσο «άχρηστα». τόσο ο Ghanim al-Muftah όσο και ο Μισέλ Πετρουτσιάνι.
Για τον τελευταίο ο Ρομπέρτο Σαβιάνο προσθέτει: «Το πιάνο είναι το έδαφός του, τα χέρια του τα όπλα του». Από το πρωτόλειο set του subbuteo, μαθαίνουμε από τις επανακυκλοφορίες του «Τερματοφύλακα γιατρού» πως έλλειπε το έδαφος του γηπέδου, καθώς πρόταση του εφευρέτη του ήταν το γήπεδο να φτιάχνεται από χακί στρατιωτικές κουβέρτες, οι οποίες, λόγω του πρόσφατου Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, βρίσκονταν σε κάθε σπίτι, όπως και η θλίψη, καθώς κάθε σπίτι, εκείνη την περίοδο θρηνούσε και από τουλάχιστον έναν νεκρό στον πόλεμο. Με το Subbuteo, λοιπόν, στα μεταπολεμικά, θρηνούντα τους νεκρούς τους, σπίτια, ξεκίνησαν να μπαίνουν μικρά ζωγραφισμένα «στρατιωτάκια» που όμως, αντί να πολεμούν, έπαιζαν ποδόσφαιρο.
Για τη σημειολογική αντικατάσταση αυτής της θλίψης με τον πανηγυρισμό ενός παιχνιδιού που ως χάρτινο υποκατάστατο έρχεται να αναπληρώσει τη στέρηση ενός πραγματικού γηπέδου με αληθινούς παίκτες, λειτουργώντας ως χειροτεχνικό σημαίνον ενός απουσιάζοντος φυσικού ποδοσφαιρικού χώρου αθλοπαιδιάς και ως παράλληλη μετουσίωση της υπόρρητης απώλειας ενός κοντινού ή μακρινού εδάφους που μέσα του έχουν ταφεί αγαπημένοι νεκροί, δεν υπήρχε καταλληλότερος από έναν βετεράνο πιλότο της RAF, τον Πίτερ Άντολφ.
Με μικρό όνομα σαν αυτό του Πίτερ Παν, του παιδικού ήρωα που πετούσε και με επώνυμο ίδιο με το μικρό όνομα του κτηνώδους ηγέτη των Ναζί, Αδόλφου Χίτλερ. Μια ονοματολογική σύντηξη της «ομορφιάς και της κόλασης» του Σαβιάνο, μια σημειολογική συναίρεση της φαντασιακής αναπαράστασης με τις άλλοτε πανηγυρίζουσες και ευγενείς και άλλοτε πενθηφόρες και αποτρόπαιες όψεις της πραγματικότητας.
Οι βάσεις των χαρτονένιων ποδοσφαιριστών του πρώτου, ευρεσιτεχνικού Subbuteo είχαν φτιαχθεί από κουμπιά, τη χρήση των οποίων ο βετεράνος πιλότος είχε εμπνευστεί από το παλτό της μητέρας του. Από τότε που διάβασα αυτή τη λεπτομέρεια της έμπνευσης του ευρεσιτέχνη ιπταμένου, ομολογώ πως ζωντανεύουν στο μυαλό μου ντρίπλες του Τζορτζ Μπεστ και του Λόταρ Ματέους –δεδομένης της πλουραλιστικά ιδιαίτερης σχέσης τους με το ωραίο φύλο- κάθε φορά που αγγίζω κουμπιά γυναικείου παλτό. Κουμπιά όπως αυτά από τα οποία κατασκεύασε τις βάσεις για τα χαρτονένια πόδια των πρωτόπλαστων ποδοσφαιριστών του Subbuteo o Πίτερ Άντολφ, μιας και τα χρυσόκουμπα της στολής του με τον αετό και το στέμμα της RAF, δεν ήταν κατάλληλα υποστηρίγματα για τις χάρτινες κνήμες των ποδοσφαιρικών ομοιωμάτων που δημιούργησε, στερούμενα διάτρητων υποδοχών για τις ραφές στερέωσής τους, παρότι το όνομα της «εφεύρεσής» του το είχε δανειστεί από την ταξινομική, επίσημη, ονομασία του αγαπημένου του γερακιού, «Falco Subbuteo». «Αητέ μου από τα χρυσόκουμπα θέλω να ζωντανέψεις / ν’ ανοίξεις τα γοργά φτερά και να πετάξεις μακριά / στον ουρανό του Άδη», όπως έχει γραφτεί παλαιότερα, στιχουργικά, για τον αποχαιρετισμό ενός άλλου αεροπόρου.
«To ποδόσφαιρο είναι η ισχυρότερη οργάνωση του κόσμου», είχε πει ο μετέπειτα κατηγορηθείς για σκάνδαλα διαφθοράς, εφάμιλλα του πρόσφατου Qataqate, Γιόζεφ Μπλάτερ στην τελετή έναρξης του συνεδρίου της FIFA στο Μundial του 2014, προσθέτοντας πως «κάποια μέρα το άθλημά μας θα διεξάγει διαπλανητικά τουρνουά». Aς ελπίσουμε μόνον, όταν θα έρθει αυτή η στιγμή, οι «ξένες» ομάδες που θα προσγειωθούν, με τους ιπτάμενους δίσκους τους στις γηπεδικές εγκαταστάσεις μας στη Γη να μας συμπεριφερθούν καλύτερα από όσο είχανε συμπεριφερθεί τα εξερευνητικά πληρώματα των καραβιών μας στους Αβορίγινες ιθαγενείς της Αυστραλίας και απ’ όσο απάνθρωπα φέρθηκαν οι Καταριανοί εργολάβοι και οι ευρωπαίοι πολιτικοί υπερασπιστές τους στους μπαγκλαντεσιανούς εργάτες της φρίκης των γηπέδων του Mundial 2022. Στο πνεύμα αυτό, ένας φοιτητής Ιατρικής έγραφε, το μακρινό 2000, για την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Σίδνεϊ….
Ναι, είναι μαύρη…
30 Σεπτεμβρίου 2000
ΣΙΔΝΕΪ 2000. Τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Στις τηλεοπτικές οθόνες ολόκληρου του πλανήτη ζωντανεύει για πολλοστή φορά το γνώριμο παιχνίδι των εντυπώσεων. Αμέτρητες στολές, φώτα, φολκλόρ, ιθαγενείς, καουμπόηδες και ρέπλικες θαλάσσιων τεράτων. Μια ακατάσχετη ροή εναλλασσόμενων εικόνων, μια πολύμορφη γεωμετρία χρωμάτων και σχηματισμών που προσπαθούν να συγκινήσουν το κορεσμένο από υπερθεάματα παγκόσμιο κοινό.
Καθώς η βαρυφορτωμένη τελετή φτάνει στη λήξη της η Ολυμπιακή Φλόγα μεταφερόμενη χέρι – χέρι από έξι παλαίμαχες Αυστραλές Ολυμπιονίκες φτάνει στη σύγχρονη Αυστραλή αθλήτρια Κάθι Φρίμαν. Με φόντο τη ροή ενός τεχνητού καταρράκτη, η Φρίμαν εισέρχεται σε έναν υδάτινο κλοιό και, αγγίζοντας με τη δάδα το νερό, ανάβει μια ημιβυθισμένη στεφάνη η οποία σιγά – σιγά αναδύεται φλεγόμενη εν μέσω συνεχούς υδάτινης ροής.
Ο καιόμενος βωμός, με σχήμα ιπτάμενου δίσκου, αιωρείται για λίγο πάνω από την αθλήτρια και ύστερα, πάνω σε σιδηροτροχιές ανεβαίνει προς το υψηλότερο σημείο του σταδίου.
Φινάλε με συζητήσιμη -ίσως- φουτουριστική αισθητική αλλά με αδιαμφισβήτητη σημειολογική αξία. Στις προηγούμενες τελετές έναρξης ο Ολυμπιακός βωμός ήταν εξ αρχής τοποθετημένος στο ψηλότερο μέρος του σταδίου και ο τελευταίος λαμπαδηδρόμος έπρεπε να ανέβει και να τον ανάψει.
Ο προφανής συμβολισμός της διαδικασίας ήταν ο διαρκής ανυψωτικός αγώνας που καλείται να καταβάλει ο άνθρωπος για την κατάκτηση των «θεϊκών» ολυμπιακών ιδανικών που, όπως και όλα τα άλλα ιδεώδη, βρίσκονται -εξ ορισμού- σε ανώτερα επίπεδα, ψηλότερα από τη γήινη ανθρώπινη πραγματικότητα.
Στο Σίδνεϊ το άναμμα του βωμού έγινε με τον προαναφερθέντα, καινούργιο και σίγουρα πιο ανθρωποκεντρικό τρόπο που ακτινοβολεί την πεποίθηση πως ο άνθρωπος δε χρειάζεται «να σκαρφαλώσει» για να προσεγγίσει τα Ολυμπιακά ιδεώδη.
Τα ιδανικά του αθλητισμού- και μαζί όλα τα υπόλοιπα ιδεώδη- δε βρίσκονται σε δυσθεώρητα ύψη, αντίθετα εδράζονται μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο, δεν κατακτώνται με κοπιώδεις αναρριχητικούς αγώνες, αλλά μέσα από τη διαρκή εσωτερική πάλη των εναντιομερών που συνθέτουν την ανθρώπινη οντότητα.
Αρχές και αξίες παραμένουν ημιβυθισμένες μέσα στο «ρέον ύδωρ» της ανθρώπινης ύπαρξης καρτερώντας την «εσώτερη φλόγα» κάθε ανθρώπου για να τις πυρπολήσει και να τις εξακοντίσει στη συνέχεια στο διηνεκές του παγκόσμιου χρόνου και χώρου. Έτσι γεννιούνται τα ιδανικά, έτσι ανάβουν οι βωμοί εντός του ανθρώπου, μέσα από τον αγώνα του να συνθέσει τις εσωτερικές πύρινες και υδάτινες αντιθέσεις του. Μέσα από την προσπάθεια όχι να ξεπεράσει τον εαυτό του αλλά να ενωθεί με αυτόν.
Οι Αυστραλοί με την επιλογή της Κάθι Φρίμαν, έγχρωμης γυναίκας και μάλιστα απογόνου των Αβοριγινών (ιθαγενών που υπέστησαν γενοκτονία) δεν ξορκίζουν το ιστορικό παρελθόν, ούτε τις σημερινές ανισότητες.
Αν μάλιστα αναλογιστούμε τον βίαιο «εκπολιτισμό» και την περιθωριοποίηση τόσων άλλων φυλετικών ομάδων από τους σύγχρονους εκφραστές του Ολυμπιακού πνεύματος, βλέποντας την Ολυμπιακή φλόγα να περνά από χέρι σε χέρι, τα ολυμπιακά ιδεώδη μοιάζουν να στάζουν σαν τρύπιος τενεκές.
Το φινάλε όμως της τελετής, με τον αιωρούμενο σαν φλεγόμενο ιπτάμενο δίσκο -βωμό και τη μαύρη- ιθαγενή αθλήτρια υποδηλώνει τις συμπαντικές ανησυχίες του σύγχρονου ανθρώπου, τη συμφιλίωση του με το (ένοχο) παρελθόν και εκφράζει τον προαιώνιο επίγειο αγώνα του, να ενωθεί, μέσα από τις αντιθέσεις του, με τον θεωμένο εαυτό του.
Αγώνας που όχι μόνο δεν αποκλείει «περιθωριοποιημένες» ομάδες (γυναίκες – μαύρους – ιθαγενείς) αλλά τις περισσότερες φορές ξεκινάει από τα περιθώρια της ιστορίας και της κοινωνίας.
Κάποτε ρώτησαν κοροϊδευτικά έναν αστροναύτη αν στα ταξίδια του συνάντησε, τον Θεό και πως Εκείνος μοιάζει. Κι αυτός απάντησε: «Yes … she is Black..» (Ναι .. είναι μαύρη…).
*Ο Xρίστος Χ. Λιάπης MD,MSc,PhD, είναι ψυχίατρος – Διδάκτωρ του Παν/μίου Αθηνών, Πρόεδρος του ΔΣ του ΚΕΘΕΑ και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας.