Κάθε πρωτόδικη απόφαση ποινικού δικαστηρίου για ζήτημα που έχει απασχολήσει την δημοσιότητα όπως η κατηγορία για βιασμούς ανηλίκων με κατηγορούμενο ένα επί χρόνια προβεβλημένο δημόσιο πρόσωπο, είναι αυτονόητο ότι θα εγείρει κύματα κριτικής. Άλλοτε κριτικής με νομικιστική μονομέρεια, άλλοτε με άσφαιρη -καθ΄ότι νομικώς αστοιχείωτη- κατακραυγή, συχνά παταγώδη χωρίς ουσία, συχνότερα, δε, υποκριτικώς ηθικολογίζουσας, κριτικής δηλαδή που τεχνηέντως αφήνει απ’ έξω ή συσκοτίζει το πραγματικό ζήτημα: πώς καταλήξαμε η απονομή ποινικής δικαιοσύνης να φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα μιας κοινωνικά οχληρής ανομίας;

Παρίσταται συνεπώς αναγκαία μια νηφάλια προσέγγιση ορισμένων δεδομένων, πριν επιχειρήσει κανείς να διαχειριστεί την απήχηση που έχει στον δημόσιο διάλογο κάθε τέτοια απόφαση. Πριν δηλαδή επιχειρήσει να ασκήσει κριτική, όχι στο ορθό ή εσφαλμένο της αποφάσεως (η οποία είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να είναι στέρεα χωρίς γνώση του πρωτογενούς υλικού της υποθέσεως, ενώ επιπλέον έχει ως όριο ότι πρόκειται για πρωτόδικη κρίση), αλλά πριν επιχειρήσει να πραγοντοποιήσει το γιατί και το πώς, μέσα από εφαρμοστικές λογικές ετών έχει φτάσει η σύγχρονη διαδικασία απονομής ποινικής δικαιοσύνης να προκαλεί η ίδια ένα ορατό, δύσκολα ιάσιμο χάσμα ανάμεσα στην ποινική μεταχείριση και την κοινωνική προσδοκία.

Πάντα πρέπει να ξεκινά κανείς από το τι προβλέπει ο νόμος, το πώς και πότε θεσπίστηκε και γιατί.

Το άρθρο 497 του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που έχει τίτλο «Η Ανασταλτική δύναμη της έφεσης», όπως τροποιποιήθηκε ριζικά με το άρθρο 27 Ν. 3904/2010 (ΦΕΚ Α’ 218/23.12.2010 ), ισχύει εδώ και 12 χρόνια περίπου και έχει ως εξής:

«1. Ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει μόνο η έφεση που ασκείται παραδεκτά και όχι η προθεσμία για την άσκησή της. 2. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ή περιορισμός (…), η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα εκτός αν το δικαστήριο αιτιολογώντας ειδικά την απόφασή του, κρίνει αλλιώς. 4. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης (σ.σ.: αρ. 52, παρ. 1, 2 Κ.Π.Δ. από 5 ως 15 έτη) (…), η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε. Αυτό, με ειδική αιτιολογία και εφαρμόζοντας τα κριτήρια της παρ. 8, αποφασίζει αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει έφεση (όπως αναδιατυπώθηκε στην ουσία μόνον γραμματικά με το πρόσφατο αρ. 151 του Ν. 4855/12-11-2021). 5. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να εξρτήσει την ανασταλτική δύναμη της έφεσης από την επιβολή περιοριστικών όρων».

Ποια είναι όμως τα «κριτήρια της παρ. 8»; Εδώ είναι χρήσιμο νομικός και μη αναγνώστης / μελετητής να πάρει μια βαθιά ανάσα – και να την συγκρατήσει κάπου ενδιάμεσα στριμωγμένη από θυμηδία, δυσπιστία, απορία και αγανάκτηση – για να αντιληφθεί την δαιδαλώδη συμπλοκή και τις (εσκεμμένα ή όχι) κακότεχνη σειρά από διαζεύξεις:

«8. Τότε μόνο δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά την παρ. 4 στην έφεση ή απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου
ή παραβίαση περιορισμών διαμονής.

Eφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.

Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα ή αναστολή εκτέλεσης, αν αιτιολογημένα κρίνει ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένεια του. Αν παραβιαστούν οι όροι που τέθηκαν το αρμόδιο δικαστήριο αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα, για την άρση ή όχι της χορηγηθείσας αναστολής εκτέλεσης».

δικαστήριο

Συνεπώς, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να ισχυρίζεται ότι εκπλήσσεται όταν εδώ και 12 χρόνια, η ίδια η γραμματική, συντακτική και νοηματική δομή των προϋποθέσεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μοιάζει να καθιστά πρακτικώς αδύνατον «να μπει φυλακή» κάποιος πρωτοδίκως καταδικασθείς σε πολυετή κάθειρξη για οποιοδήποτε κακούργημα, όσο βαρύ κι αν είναι, εκτός αν είναι «ανέστιος», κατά το κοινώς λεγόμενο «φαντομάς» (συνήθως αλλοδαπός), «φυγάς» ο οποίος έχει εκδηλώσει -κατά τόσο ανεπιτυχή τρόπο μάλιστα ώστε να έχει κιόλας διαπιστωθεί- η πρόθεσή του να «διαφύγει» ή ο οποίος να είναι τόσο … αμελής που να έχει παραβιάσει ήδη επιβληθέντες περιοριστικούς όρους για άλλο κακούργημα (συνήθως δηλαδή όταν… έχει ξεχάσει να δώσει το παρόν στο αστυνομικό τμήμα).

Με βάση λοιπόν το γράμμα του ίδιου του νόμου, το να κινδυνεύσει να «μπει φυλακή» κάποιος εγκληματίας του λευκού κολλάρου που έχει κριθεί πρωτοδίκως ένοχος σε ποινή κάθειρξης ο οποίος έχει, λ.χ., καταχραστεί, ένα δις δημοσίου χρήματος, ή κάποιος λ.χ. εκπαιδευτικός που καταδικάσθηκε έχει κακοποιήσει σεξουαλικά ανήλικο μαθητή του (αφού έχει μόνιμη κατοικία, λευκό ποινικό μητρώο κι έχει μείνει έξω με όρους τους οποίους τηρεί – γιατί να τους παραβιάσει ή να «διαφύγει;») ή γενικώς οποιοσδήποτε επιτήδειος ή εγκληματίας της πρώτης φοράς που έχει διατηρήσει λευκό ποινικό μητρώο και … «έχει σπίτι» (που να το αναφέρει δηλαδή ο ίδιος στη φορολογική του δήλωση).

Τι προέβλεπε όμως μέχρι το 2010 ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και για ποιους λόγους τροποποιήθηκε;

(αρ. 497 Κ.Π.Δ. παρ. 2) «Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι μηνών και πάνω, ή αν αυτός που καταδικάστηκε βρισκόταν σε προσωρινή κράτηση (…) η κρίση για το αν η έφεση που ασκείται από τον κατηγορούμενο έχει κατά το αρ. 471 ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε (…)».

Υπήρχε, δηλαδή, τυπικώς, ευρύτατη ευχέρεια του δικαστηρίου να αιτιολογήσει γιατί χρειάζεται να «κλείσει στη φυλακή» καταδικασθέντες ακόμη και για πλημμέλημα, κάτι το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει εύκολα σε ανομοιογενείς ποινές και συνακόλουθα σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Σε επίπεδο πρακτικής πάντως, να σημειωθεί ότι σε καταδικαστικές αποφάσεις για όλα σχεδόν τα πλημμελήματα (ποινή από 30 ημέρες έως και 5 χρόνια) πρωτοδίκως δινόταν παγίως αναστολή για τριετία ή πενταετία.

Στην δε αριθμώμενη τότε ως παρ. 7, το αρ. 497 του Κ.Π.Δ. μέχρι το 2010 προβλεπόταν ότι: «Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε με απόφαση πρωτοβαθμίου δικαστηρίου σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη, μπορεί να ζητηθεί με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα η αναστολή της εκτελέσεως τη πρωτόδικης αποφάσεως μέχρις ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Η αίτηση απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αν πρόκειται για το μικτό ορκωτό εφετείο, στο πενταμελές εφετείο. Η αναστολή διατάσσεται αν ο κατηγορούμενος δεν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος ή ύποπτος φυγής και δεν αποδεικνύεται ότι υπάρχει βάσιμος φόβος πως θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις, εφόσον η έκτιση της ποινής μέχρι της εκδόσεως ττης αποφάσεως επί της εφέσεως προβλέπεται ότι θα έχει σαν συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο και την οικογένειά του».

Η ανισότητα στις ποινές για την οποία επί χρόνια μέχρι το 2010 καταγράφονταν διαμαρτυρίες και η ακριτηριοποίητη ερμηνεία των αξιολογικών εννοιών της «ιδιαίτερης» (… όχι της απλής) επικινδυνότητας και του «βάσιμου φόβου» οδήγησαν ορθώς στην ανάγκη της εκλογίκευσης και κανονικοποίησης του θεσμού της αναστολής σε μια οριστικώς επιβληθείσα ποινή κάθειρξης, με την πρόβλεψη συγκεκριμένων, απτών, κριτηρίων, αναλόγων με αυτών που προβλέφθηκαν για την προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου (πρβλ. 282, 286 Κ.Π.Δ.).

Πέρα από το διαρκές και υπαρκτό στη χώρα μας πρόσταγμα για «εκσυγχρονισμό» του ποινικού οπλοστασίου και των τρόπων έκτισης των ποινών (εισαγωγή εναλλακτικών ποινών, κατάργηση της μετατροπής των ποινών σε χρήμα, αποσυμφόρηση φυλακών), στην ουσία, ήταν η δυσπιστία του νομοθέτη απέναντι σε ανομοιογενείς και σπασμωδικές πρακτικές περί ποινών που οδήγησε στα «κριτήρια της παρ. 8» του αρ. 497 του Κ.Π.Δ. ως έχει σήμερα. Ο Νόμος 3904/2010 ψηφίστηκε και ξεκίνησε να ισχύει σε μια εποχή (τέλη του 2010) κατά την οποία αφενός η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε αρχίσει να γίνεται και στη χώρα μας επώδυνα αισθητή, αφετέρου υποθέσεις με έντονο οικονομικό και κοινωνικό ενδιαφέρον βρίσκονταν σε πρώϊμο στάδιο ή δεν είχαν ακόμη αναδειχθεί, ενώ εξακολουθούσε να ισχύει ο νόμος περί καταχραστών του δημοσίου (1608/50) που ακόμη και ισόβια κάθειρξη.

Αίθουσα δικαστηρίου

Πώς όμως φθάσαμε από την ορθή επιλογή της εκλογίκευσης του να χορηγείται η αναστολή σε πρωτόδικες ποινές κάθειρξης στον κανόνα της -καθόλου σπάνιας- «κάθειρξης εν ελευθερία»;

Από το 2010 και μετά, η επέμβαση του νομοθέτη με αλλεπάλληλους νόμους μείωσης των ποινών (με «παραγραφή υφ’ όρον» τουλάχιστον τέσσερις φορές με τους Ν. 4043/2012, 4198/2013, 4411/2016 και 4689/2020), στην ουσία με νόμους μαζικής, οριζόντιας απεγκληματοποίησης τεράστιου όγκου εκκρεμών ποινικών υποθέσεων που αφορούσαν εκατομμύρια πολιτών, τις οποίες και οδήγησε συλλήβδην στην παραγραφή (δεν είναι του παρόντος να αναλυθεί υπέρ ποιών, πάντως σίγουρα όχι του μέσου πολίτη), παράλληλα με το «πέρασμα» νόμων επίσης οριζόντιας «αποφόρτισης του πληθυσμού των φυλακών» (Ν. 4322/2015, 4411/2016, 4489/2017), έδωσε το μήνυμα ότι η δικαιοσύνη «θα πρέπει να ασχολείται με τα κακουργήματα», τα υπόλοιπα την κουράζουν, «τα πινάκια είναι φορτωμένα και ο έλληνας δικομανής».

Στην ουσία αποθάρρυνε την προσφυγή του πολίτη στην ποινική διαδικασία αν δεν υπήρχε σοβαρή προσβολή εννόμου αγαθού(δεν υπάρχει πιο ηχηρό μήνυμα από το «γιατί αλλιώς όποτε θέλω, βγάζω ένα νόμο που θα σβήσει την τρώση του δευτεροκλασσάτου εννόμου αγαθού σου από το χάρτη»), καθιστώντας πάντως τις ποινές ολοένα και πιο δύσκολο να οδηγήσουν σε στέρηση της ελευθερίας.

Συγχρόνως, όμως – κάτι που έγινε επίσης οδυνηρά αισθητό- δεν βελτίωσε τον χρόνο απονομής της δικαιοσύνης, η οποία με βάση τα διεθνή δεδομένα παραμένει εξαιρετικά αργή και κοστοβόρος για το ίδιο το κράτος.

Το δυστυχέστερο είναι ότι οι αλλεπάλληλες αυτές επεμβάσεις που δεν φέρουν τα γνωρίσματα εσκεμμένης αντεγκληματικής πολιτικής προκάλεσαν και στις τάξεις της δικαιοσύνης δυσφορία, καθώς ενισχύθηκε η αίσθηση ότι ο νομοθέτης «δεν αφήνει» το δικαστήριο να κρίνει κατά περίπτωση και να τιμωρήσει αναλόγως προς την απαξία των πράξεων που δικάζει, ή ότι του καταλείπει πολύ στενά περιθώρια να εξατομικεύσει την τιμωρία, γέννησαν δηλαδή μια συλλογική θεσμική ματαίωση και μια διάθεση αδράνειας απέναντι στο σκληρό πυρήνα του δικαιϊκού καθήκοντος («αφού ο νομοθετης έχει επιλέξει τη γενικευμένη επιείκεια και την υπαγορεύει στο δικαστήριο, δεν μπορούμε να κάτι κάτι άλλο, ανεξάρτητα από το ποια ποινή ως δικαστές αντιλαμβανόμαστε ότι θα έπρεπε να επιβληθεί».

Παρά ταύτα, θα υπήρχε περιθώριο σε μια υπόθεση όπως η υπόθεση που τις τελευταίες μέρες συζητείται, με κατηγορία πολλαπλών βιασμών ανηλίκων να βαρύνει τον ίδιο κατηγορούμενο, να αποφασισθεί, αμέσως μετά την πρωτόδικη απόφαση, η έκτιση της ποινής στη φυλακή; Δηλαδή, απροσωπόληπτα τοποθετούμενος κανείς και λαμβάνοντας τα στοιχεία του ρεπορτάζ μόνον ως πρώτη ύλη για να αποφλοιώσει τη σύγχυση και να αποκαταστήσει το πράγμα ως έχει, κατά πόσο θα ήταν εφικτό να αποφασισθεί η απόρριψη του αιτήματος αναστολής μέχρι την κατ’ έφεσιν δίκη ενός κατηγορουμένου που κρίθηκε ήδη ένοχος και να διαταχθεί ο εγκλεισμός του; Και αν ναι, υπό ποιές προϋποθέσεις;

Η απάντηση, σύμφωνα με όσα ρητώς προβλέπει το αρ. 497 Κ.Π.Δ. είναι: Μόνον αν αιτιολογηθεί εμπεριστατωμένα ότι: «οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν» (διερωτάται κανείς πώς μπορεί, λ.χ., ο ένορκος να διατυπώσει έγγραφη γνώμη επ’ αυτού, αν δεν έχει τουλάχιστον αντίληψη για το με ποια αιτιολογία ανακριτής, εισαγγελέας και δικαστικά συμβούλια έκριναν ότι οι περιοριστικοί όροι δ ε ν επαρκούσαν, θέτοντας μέχρι τη δίκη προσωρινώς κρατούμενο τον κατηγορούμενο) και (απαιτείται επιπλέον) ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα (όπερ αδύνατον, διότι συνηθέστατα ο κατηγορούμενος για βιασμό, έχει, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων (διερωτάται ο μη νομικός, λ.χ. ο ένορκος, πώς γίνεται «να προκύπτει από τα παραπάνω στοιχεία» που είναι το ένα σταθερό και μετρήσιμο [η ύπαρξη ή μη μόνιμης διαμονής] και το άλλο υποκειμενική κρίση που ενέχει πρόγνωση [περί «επάρκειας ή μη άλλων περιοριστικών όρων»]) κρίνεται αιτιολογημένα (απαιτείται πρόσθετη αιτιολογία) ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις (όπερ σχεδόν αδύνατον, διότι η πλειοψηφία των κατηγορουμένων για σεξουαλικά εγκλήματα κατά ανηλίκων κατά κανόνα έχει λευκό ποινικό μητρώο) ή ότι από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης για την οποία καταδικάσθηκε είναι πολύ πιθανό, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα» (όταν στην πλειονότητά τους τα βίαια σεξουαλικά εγκλήματα τελούνται σε χώρο απόλυτα ελεγχόμενο από τον δράστη, λ.χ. στο σπίτι του, ποιο νόημα θα είχε και ο πιο αυστηρός περιοριστικός όρος του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση του 291 Κ.Π.Δ., όταν ήδη έχει κριθεί από το δικαστήριο ένοχος βαρύτατων κακουργηματικών πράξεων);

Ένα τέτοιο σύνθετο, σε επίπεδο δυσεπίλυτου μαθηματικού γρίφου, νομικό σταυρόλεξο είναι στην πράξη δυσχερέστατο να αναμένεται από ενόρκους να το αντιμετωπίσουν χωρίς υπερεντατικά μαθήματα νομικής υποστήριξης. Γι’ αυτό και μέρος των ενόρκων, ενώ έχουν μετά την ακροαματική διαδικασία πεισθεί για την ενοχή και ψηφίσει υπέρ της ενοχής, ενώ έχουν αντέξει μια πολύμηνη διαδικασία και αφού έχουν κατά τη διάρκεια διαδοχικών μυστικών διασκέψεων με ολόκληρη την επταμελή έδρα συσκεφθεί, διαξιφιστεί και καταλήξει σε μια απόφαση επί της ενοχής, εν συνεχεία σε μια δεύτερη απόφαση για την συνδρομή ή μη ελαφρυντικών περιστάσεων και ακολούθως σε μια τρίτη επί του καθορισμού συνολικής ποινής, πνευματικά και φυσικά εξαντλημένοι, θεωρώντας ότι τους ζητείται κάτι υπερβολικά παραπάνω από το ρόλο που έχουν κληθεί να εκπληρώσουν (γιατί αποφάσισαν, και έκριναν «ένοχος»), όταν έρθουν αντιμέτωποι με διάφορα «έτσι γίνεται», «δεν μπορούμε διαφορετικά» και με το «εάν διαφωνείτε, να το γράψετε» είναι πάρα πολύ δύσκολο να επιμείνει ν’ αποφασίσει «να μπει ο κατηγορούμενος από τώρα φυλακή και θα αιτιολογήσω ειδικώς την θέση μου με βάση τις σύνθετες προϋποθέσεις του νόμου».

Αν η δύστοκη αυτή νομοθετική πρόβλεψη του 2010 είχε φωτιστεί και εξηγηθεί περισσότερο και με μεγαλύτερη ψυχραιμία προς το κοινό μέσα στα χρόνια, ενδέχεται να είχε πιο νωρίς κριτηριοποιηθεί και νομοθετικά τροποποιηθεί. Δεν είναι εύκολο, γιατί σε ένα ποινικοσωφρονιστικό σύστημα που σέβεται τον εαυτό του, που βασίζεται σε εναρμονισμό της αναλογίας των ποινών, πρέπει να μεταβάλει αρκετές διατάξεις συγχρόνως και να τις αφήσει να ισχύουν για όσο απαιτείται, όχι για όσο «βολεύει».
Μόνον έτσι θα μπορούσε χωρίς υποκρισία, μασημένα λόγια, ενοχές, βολικούς ψιθύρους και «κοιτάμε τη δουλειά μας» να εξηγήσει : «Ορίστε, γι’ αυτούς τους λόγους αφήνω τον καταδικασθέντα προσωρινά ελεύθερο»

Οπωσδήποτε, το να κρίνεται κάποιος από σειρά δικαστικών λειτουργών ως προσωρινώς κρατούμενος και αργότερα ένοχος από μικτό σώμα ενόρκων και τακτικών δικαστών, αλλά αμέσως, από το ίδιο αυτό σώμα να αφήνεται ελεύθερος με όρους μέχρι τη δευτεροβάθμια δίκη, δεν ακυρώνει την απόφαση περί ενοχής. Όμως καλό είναι ο καθένας από τους δρώντες στο πεδίο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης να μεριμνά ώστε κάθε ποινική απόφανση να διατηρεί αντικειμενικώς ορατά στοιχεία διασύνδεσης με το φυσικό νομιμοποιητικό της έρεισμα, που είναι αυτό το «Στο Όνομα Του Ελληνικού Λαού» που πάντα επιγράφεται στην κεφαλίδα της.

*Ο Παναγιώτης Γ. Παπαϊωάννου είναι μαχόμενος Δικηγόρος Αθηνών, διδάκτωρ Εγκληματολογίας. συγγραφέας των βιβλίων «Ανθρωποκτόνοι Κατά Συρροή και κατ’ Εξακολούθηση (Serial Killers & Mass Murderers) – το Ελληνικό Παράδειγμα», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2013 και «Εγκλήματα Ζηλοτυπίας – Εγκληματολογική Θεώρηση και Νομολογία», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2001.