Εάν κάποιος ενημερώνεται μόνο από τις ανακοινώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, τείνει να πιστεύει ότι στην πρόσφατη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πέτυχε, για άλλη μία φορά, να ενισχύσει τη θέση της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι πιο ψευδές και εσφαλμένο από αυτό. Στο ΝΑΤΟ ο Ερντογάν απέσπασε μόνο κάποια.
γράφει ο Χάρης Θεοχάρης*
πενιχρά αποτελέσματα, εξαιρετικά αμφίβολης σημασίας. Παρόλ’ αυτά, η συμπεριφορά της αντιπολίτευσης στη χώρα μας με αφορμή τις δήθεν επιτυχίες του Τούρκου προέδρου, αποδεικνύουν ότι όσοι προτείνουν το ρόλο του επιτήδειου ουδέτερου για τη χώρα μας, στην ουσία προτείνουν μια ατελέσφορη, καταστροφική πορεία προς την αναξιοπιστία. Αυτήν ακριβώς που είχε «πετύχει» με την τυχοδιωκτική και άφρονα εξωτερική πολιτική του ο ΣΥΡΙΖΑ κατά την περίοδο που είχε αναλάβει την ευθύνη να κυβερνήσει την Ελλάδα.
Βεβαίως είναι δεδομένο ότι το τελευταίο διάστημα και κυρίως λόγω της έξαρσης στην επιθετική ρητορική της Τουρκίας, τα «εθνικά θέματα» βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Σε άμεση συνάρτηση με την προκλητικότητα, τις φραστικές ακρότητες και τη νέα εκδοχή του τουρκικού αναθεωρητισμού, ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής που ασκεί η Ελλάδα είναι διαρκώς κυρίαρχα στο δημόσιο διάλογο. Ας μου επιτραπεί όμως, πριν από οποιαδήποτε ανάλυση των πρόσφατων, ιδιαιτέρως σημαντικών γεγονότων, να μοιραστώ αυθόρμητα με κάθε αναγνώστη αυτό που πραγματικά νιώθω ως Έλληνας: Η απόπειρα του Ταγίπ Ερντογάν να παρέμβει στα πολιτικά πράγματα της πατρίδας μας, η προσπάθεια του Τούρκου προέδρου να επηρεάσει ωμά και απροκάλυπτα την κρίση του ελληνικού λαού συκοφαντώντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη, προκαλεί οργή. Καταδικάζοντας σαν εντελώς απαράδεκτες τέτοιου είδους χονδροειδείς κινήσεις εκ μέρους του Ερντογάν, πιστεύω πως εκφράζω κάθε Έλληνα και κάθε Ελληνίδα που νοιάζεται για τη χώρα μας.
Από την άλλη πλευρά, βεβαίως, όταν ο Ερντογάν φτάνει έως του σημείου να καλεί τους Έλληνες να καταψηφίσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη στις επόμενες εθνικές εκλογές, προδίδεται η απόγνωση στην οποίαν έχει περιέλθει. Διότι, με μία φράση, εδώ και πολύ καιρό η ελληνική διπλωματία καταγάγει τον έναν θρίαμβο μετά από τον άλλον. Η εξωτερική πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και σε μεγάλο βαθμό ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσωπικά, με αυτοπεποίθηση αλλά και αφοσίωση στο διεθνές δίκαιο, αποφασιστικά και σταθερά, έχουν εξουδετερώσει το παραδοσιακό πλεονέκτημα της Tουρκίας στα «σκληρά παζάρια» με την ΕΕ, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία ταυτόχρονα. Η πάλαι ποτέ ακαταμάχητη τουρκική ικανότητα απόσπασης προνομίων από τους συμμάχους έχει υποστεί συντριπτικά πλήγματα από τη στρατηγική της ελληνικής πλευράς την τελευταία τετραετία. Η προ ολίγων ημερών θεαματική «κωλοτούμπα» του Ταγίπ Ερντογάν, με την άρση του βέτο κατά της ένταξης Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ συνιστά πανηγυρική απόδειξη της σύγχυσης η οποία έχει κυριεύσει την τουρκική κυβέρνηση. Προσπαθώντας να αποσείσει το στίγμα του αντιδραστικού παράγοντα στην πρόοδο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, κατά τη Σύνοδο της Μαδρίτης ο Τούρκος πρόεδρος εγκατέλειψε προς στιγμήν την τακτική των προκλήσεων και των απειλών κατά της Ελλάδας. Ενώπιον σύσσωμης της κοινότητας του ΝΑΤΟ ο Ερντογάν εμφάνισε το άλλο προσωπείο του, εκείνο του διαλλακτικού, φιλο-δυτικού ηγέτη. Η υστεροβουλία του γι’ αυτή την άρδην αλλαγή στάσης -εφόσον ποτέ μια μεταστροφή του Ταγίπ Ερντογάν δε γίνεται τυχαία- αφορά στην διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ για ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα. Η Τουρκία επείγεται να ενισχύσει την αεροπορία της με μαχητικά αεροσκάφη F16, καθόσον διαπιστώνει ότι η Ελλάδα, τόσο με τα αμερικανικά F35, όσο και με τα γαλλικά Rafale, αλλά και με τα αναβαθμισμένα F16 κ.α., αποκτά υπεροπλία στην περιοχή της Μεσογείου. Μια υπεροπλία η οποία πολύ δύσκολα μπορεί να ανατραπεί στο μέλλον, μιας και δεν έγκειται μόνο στην αριθμητική υπεροχή αλλά και την ποιοτική ανωτερότητα που αποκτούν πλέον οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ελλάδας. Έτσι εξηγείται η αγωνία του Ταγίπ Ερντογάν και οι εκκλήσεις του προς τους Έλληνες πολίτες να επαναφέρουν με την ψήφο τους μια ηττοπαθή κυβέρνηση, η οποία θα ανέχεται πρόθυμα τις αυθαιρεσίες της Τουρκίας. Δυστυχώς όμως για τον Τούρκο πρόεδρο, η Ελλάδα από το 2019 και εξής, έχει αποδείξει ότι είναι ένα κράτος με αυτοπεποίθηση, με κύρος και διεθνή υπόσταση, ένα κράτος που αναθεώρησε εκ βάθρων το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής του, χάρη σε μια κυβέρνηση και έναν πρωθυπουργό όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης που δεν παρασύρονται σε ανατολίτικα παζάρια. Διότι, η ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, όπως και η ελευθερία των πολιτών της να επιλέγουν την κυβέρνηση που προτιμούν αγνοώντας οποιαδήποτε απόπειρα χειραγώγησης από όπου και εάν προέρχεται, αποτελούν τους ακλόνητους πυλώνες για τη δική μας αντίληψη της Δημοκρατίας.
*Ο Χάρης Θεοχάρης είναι βουλευτής Νότιου Τομέα Αθηνών, πρώην υπουργός και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας