Οι ανήλικοι που έχουν θυματοποιηθεί σε οποιαδήποτε μορφή βίας απ’ αυτές που προβλέπονται και τιμωρούνται στο κεφάλαιο 19 του Ποινικού Κώδικα (εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής) καταθέτοντας ενώπιον των αρχών ως πρωταρχικοί μάρτυρες για την ανάδειξη και απόδοση της κατηγορίας, διαχρονικά καταγράφεται ότι εκτίθενται στον κίνδυνο της δευτερογενούς θυματοποίησης. Με τον όρο αυτό ονομάζουμε κάθε «περαιτέρω (…) βλάβη του θύματος από λανθασμένες ή απρόσφορες αντιδράσεις των φορέων του ποινικού κοινωνικού ελέγχου ή του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης (…) ή του άτυπου κοινωνικού ελέγχου, όπως ατόμων από το εγγύτερο κοινωνικό περιβάλλον του θύματος, αλλά και των μέσων μαζικής επικοινωνίας (…)».
Ειδικά στο ελληνικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, το ανήλικο θύμα αντιμετωπίζεται – άρρητα, μεν, συχνότατα δε- ως μάρτυρας μειωμένης αξιοπιστίας, νοοτροπία αποδεδειγμένα εσφαλμένη με βάση το διεθνές παράδειγμα. Η νοοτροπία αυτή φέρει πολυδιάστατη αιτιολογία, βαρύνουσας σημασίας από πλευράς κοινωνιολογίας του δικαίου και δικαστικής ψυχολογίας. Παρ΄ότι και στην Ελλάδα η συζήτηση για την αξιοποίηση κρίσιμων πρακτικών από συνοδές ανθρωπιστικές επιστήμες ειδικά ως προς το πώς θα καταθέτουν και θα προστατεύονται οι ανήλικοι μάρτυρες – θύματα άνοιξε εδώ και 40 περίπου χρόνια, το θεσμικό πλαίσιο για το πώς, πού και υπό ποιες εγγυήσεις αυτοί θα καταθέτουν παρέμεινε δύστοκο στο να απορροφήσει, ενσωματώσει και θέσει σε λειτουργική ετοιμότητα τα υπερεθνικά νομοθετήματα.
Από τον Μάιο του 2000 η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. υιοθέτησε το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Διεθνή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού, όπου και αναγνωρίστηκε από τα κράτη – μέλη ότι τα παιδιά αποτελούν ευπαθή κατηγορία μαρτύρων, άξια ιδιαίτερης προστασίας στο πεδίο της ποινικής διαδικασίας, το οποίο Πρωτόκολλο κυρώθηκε από τον Έλληνα νομοθέτη με τον Ν. 3625/2007. Έτσι, εισήχθη για πρώτη φορά το άρ. 226 Α στον Κώδικα της Ποινικής Δικονομίας όπου προβλέφθηκε ο διορισμός στο ρόλο του πραγματογνώμονα ενός παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου και – σε περίπτωση έλλειψης αυτών. Με το αρ. 6 παρ. 4 του Ν. 3727/2008 οριζόταν μεν ότι ο παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος παρίσταται κατά τη διάρκεια της εξέτασης του ανηλίκους, ωστόσο, δεν προσδιορίζονταν επαρκώς η σημασία του ρόλου του και τα όρια της συμμετοχής του ειδικού ψυχικής υγείας στη λήψη της κατάθεσης.
Χρειάστηκε όμως η ψήφιση του Ν. 4267/2014 (Καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και άλλες διατάξεις), που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2011/93/ΕΕ για να προβλεφθεί και στη χώρα μας ότι η εξέταση του ανηλίκου πρέπει να διενεργείται σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους και προσαρμοσμένους για το σκοπό αυτό και με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων, αφού μέχρι και πρότινος οι χώροι όπου διεξάγονταν μέχρι πρότινος οι καταθέσεις αυτές –χώροι του Τμήματος Ανηλίκων της Γ.Α.Δ.Α. συνήθως- παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των οικείων τμημάτων της ΕΛ.Α.Σ δεν ήταν φιλικοί προς τον ανήλικο, καθώς παρέπεμπαν σε «Αστυνομία», η σκιά της δευτερογενούς θυματοποίησης παρέμενε παρούσα.
Και πάλι, η πρόβλεψη περί ειδικών χώρων απέμεινε άλλο ένα ανεφάρμοστο θεσμικό πλαίσιο. Ακολούθησε ο Ν. 4478/2017, ο οποίος ενσωμάτωσε την Οδηγία 2012/29/ΕΕ για την καθιέρωση των δικαιωμάτων, την προστασία και την αρωγή των θυμάτων αξιόποινων πράξεων σε όλο το φάσμα της ποινικής διαδικασίας, αναβαθμίζοντας επιτέλους τη θέση του παθόντος στο δικονομικό μας σύστημα, με σειρά διατάξεων. Στον Νόμο αυτόν (αρ. 79 παρ. 1) προβλέφθηκε για πρώτη φορά στο ελληνικό δίκαιο η σύσταση Αυτοτελών Γραφείων Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τον Πειραιά, την Πάτρα και το Ηράκλειο με τον γενικό τίτλο «Το Σπίτι του Παιδιού».
Χρειάστηκε περαιτέρω η Υπουργική Απόφαση 7320/10.6.2019 του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπου στο αρ. 9 εξειδικεύονται τα καθήκοντα των ειδικών (παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου) οι οποίοι διαμεσολαβούν στην κατάθεση του ανηλίκου σε συνεργασία με τον προανακριτικό υπάλληλο ή και τον Τακτικό Ανακριτή.
Ειδικότερα, στο αρ. 10 ορίζεται με ενάργεια ότι η εκτίμηση της αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης ανηλίκων θυμάτων αποτελεί μέρος της προετοιμασίας του ανηλίκου για την δικανική εξέταση (δεν πρόκειται, λοιπόν, για μία επιπλέον εξέταση που θα επιβαρύνει περισσότερο τον ανήλικο μάρτυρα κατά την εμπλοκή του στην ποινική διαδικασία). Ο επιστήμων της ψυχικής υγείας εξετάζει ιδίως το αναπτυξιακό στάδιο του τελευταίου, αξιολογεί την αντιληπτική, γλωσσική και μνημονική του ικανότητα, καθώς και την ικανότητα του να διακρίνει το ψέμα από την αλήθεια. Στο πλαίσιο αυτό προβλέπεται ότι καλούνται σε συνέντευξη και τα μέλη της οικογένειας του ανηλίκου, ιδίως δε τα αδέλφια του, προκειμένου να επιτευχθεί η διερεύνηση του οικογενειακού του περιβάλλοντος εν γένει.
Οι γονείς είναι αναγκαίο να εξετάζονται πριν από τον ανήλικο, είναι δε αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη το ιστορικό της οικογένειας και ιδίως, τυχόν ιστορικό κακοποίησης ή παραμέλησης οποιουδήποτε άλλου μέλους, καθώς και σοβαρά ζητήματα ψυχικής υγείας αυτών.
Στο αρ. 11 ορίζεται ότι ο αρμόδιος επιστήμονας ψυχικής υγείας προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση ως ακολούθως:
- ενημερώνει τον ανήλικο αναφορικά με το όνομα και την ιδιότητα του,
- συζητά αρχικά με τον ανήλικο για ουδέτερα θέματα,
- εγκαθιδρύει ένα υποστηρικτικό κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης,
- επεξηγεί το λόγο, το σκοπό, τους βασικούς κανόνες της εξέτασης, την πορεία της όλης διαδικασίας και το ρόλο του,
- ενθαρρύνει τον μάρτυρα να καταθέσει την αλήθεια για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα, όπως ο ίδιος τα βίωσε ή τα αντιλήφθηκε και να ανακαλέσει στη μνήμη του, όσο το δυνατό περισσότερες πληροφορίες.
Στο αρ. 12 διευκρινίζεται ότι η δικανική εξέταση του ανηλίκου ως μάρτυρα δια του παρισταμένου επιστήμονα ψυχικής υγείας επιβάλλεται να διενεργείται με βάση το συνημμένο στην Υπουργική Απόφαση επιστημονικό πρωτόκολλο, το οποίο υιοθετεί ορισμένες αρχές δεοντολογίας και ακολουθεί συγκεκριμένα στάδια.
Στο αρ. 227 του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ορίζεται πλέον ρητά ότι:
«Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και με τους τυχόν διορισμένους τεχνικούς συμβούλους του κατηγορουμένου, μη εφαρμοζομένου κατά τα λοιπά του άρθρου 207 ως προς το θέμα της προσωπικής επαφής αυτών με τον ανήλικο (…). Η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς διά του παρισταμένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου».
Αυτή είναι και η κρίσιμη διαφορά. Ο εξειδικευμένος επιστήμονας διαδραματίζει πλέον καθοριστικό και πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς αυτός έρχεται σε επαφή με το θύμα – ανήλικο και όχι ο «Αστυνομικός» ή ο «Δικαστής», ο οποίος ωστόσο είναι σε διαρκή επικοινωνία realtime με τον εξεταστή ειδικό κλια του μεταφέρει τις ερωτήσεις που έχει καθορίσει ή και εντοπίσει κατά την πρόοδο της εξέτασης ότι πρέπει να απαντηθούν. Για το λόγο αυτό, όλοι οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας, οι προανακριτικοί υπάλληλοι και οι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί είναι αναγκαίο να εκπαιδεύονται στην ορθή εφαρμογή του ανωτέρω πρωτοκόλλου.
Επίσης στο αρ. 12 συγκεκριμενοποιούνται οι στοχεύσεις και οι βασικές αρχές που οφείλουν να διέπουν την όλη διαδικασία. Αξιοπιστία στις ερωταπαντήσεις, συλλογή συντεταγμένου σώματος πληροφοριών, ελαχιστοποίηση της παραφθοράς της μνήμης του ανηλίκου και αποφυγή του ψυχικού επανατραυματισμού του. Στάθμιση ωφέλειας και βλάβης ως προς τη διενέργεια της κατάθεσης, τήρηση μυστικότητας και διατήρηση εχεμύθειας αποτελούν βασικούς πυλώνες της διαδικασίας. Κατά την εξέταση επιβάλλεται να αποφεύγονται ερωτήσεις σχετικά με την ιδιωτική ζωή του ανηλίκου που δεν έχουν σχέση με την υπό διερεύνηση αξιόποινη πράξη.
Σε κάθε περίπτωση, η εξέταση οφείλει να γίνεται χωρίς καθυστέρηση, με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων και να περιλαμβάνει ιδίως:
- την οικοδόμηση σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ του εξεταστή και του ερωτώμενου ανήλικου μάρτυρα,
- την εισαγωγή στο θέμα της εξέτασης,
- την έκθεση των βασικών κανόνων της εξέτασης,
- την ενθάρρυνση του ανηλίκου στην ελεύθερη αφήγηση των γεγονότων,
- τις ερωτήσεις για εμπλουτισμό των πληροφοριών
- το κλείσιμο.
Τέλος, στο αρ. 15 της Υπουργικής Απόφασης τονίζεται η αναγκαιότητα για ολιστική προσέγγιση σε ό,τι αφορά τις ανάγκες του ανήλικου θύματος. Σχεδιάζεται ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα παροχής υπηρεσιών υποστήριξης, για το οποίο το προσωπικό λειτουργεί με τη μορφή της διεπιστημονικής ομάδας, διενεργώντας ιδίως τα εξής:
- συγκεντρώνει και αξιολογεί τα στοιχεία και τις πληροφορίες από την ατομική αξιολόγηση του ανηλίκου και τρίτων,
- καταρτίζει και υλοποιεί εξατομικευμένο σχέδιο ενεργειών και χρονοδιάγραμμα που να ανταποκρίνεται στις διαπιστωμένες ανάγκες του ανηλίκου, ιδίως, για την παροχή συναισθηματικής και ψυχολογικής υποστήριξης και την παροχή συμβουλών σχετικά με τον κίνδυνο και την αποτροπή δευτερογενούς θυματοποίησης, εκφοβισμού και αντεκδίκησης, εκτός αν παρέχονται με άλλο τρόπο από άλλες δημόσιες ή ιδιωτικές υπηρεσίες
- παραπέμπει άμεσα σε κατάλληλες δομές συμβουλευτικής και ψυχοθεραπείας του ανηλίκου και των μελών της οικογένειάς του, εφόσον μια τέτοια εξειδικευμένη παρέμβαση κρίνεται αναγκαία.
Για πρώτη φορά, 22 χρόνια μετά την διεθνή καθιέρωση του πλέγματος κανόνων που θωρακίζουν τον ανήλικο μάρτυρα, ειδικά θύμα –στα εγκλήματα σεξουαλικής βίας, το Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης δείχνει να παρέχει και στην Ελλάδα περισσότερες από ποτέ εγγυήσεις για την προστασία του ανηλίκου θύματος.
*Ο Παναγιώτης Γ. Παπαϊωάννου είναι μαχόμενος Δικηγόρος Αθηνών, διδάκτωρ Εγκληματολογίας. συγγραφέας των βιβλίων «Ανθρωποκτόνοι Κατά Συρροή και κατ’ Εξακολούθηση (Serial Killers & Mass Murderers) – το Ελληνικό Παράδειγμα», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2013 και «Εγκλήματα Ζηλοτυπίας – Εγκληματολογική Θεώρηση και Νομολογία», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2001.