Στην απόλυση υπαλλήλου του Βρετανικού Μουσείου προχώρησε την Τετάρτη (16/08) η διεύθυνση του ιδρύματος καθώς βρέθηκαν αρχαιολογικά ευρύματα 15ο αιώνα π.Χ να έχουν κλαπεί, να λείπουν ή να έχουν χαθεί με την Μητροπολιτική Αστυνομία να ανοίγει έρευνα. Σημειώνεται πως οι συλλογές του Μουσείου αριθμούν περισσότερα από 7 εκατ. αντικείμενα, από τα οποία τα 100.000 αντικείμενα είναι ελληνικά.
Το περιστατικό δημιουργεί ερωτήματα για το κατά πόσον είναι σε θέση να προστατέψει επαρκώς τις αρχαιότητες που έχει στις συλλογές του. Το γεγονός ασφαλώς εγείρει ανησυχίες για το κατά πόσον είναι επαρκή τα μέτρα ασφαλείας, το οποίο προβάλλει ως επιχείρημα, μεταξύ άλλων, ακριβώς την τήρηση των κανόνων ασφαλείας, και δεν επιστρέφει στην Ελλάδα τα Γλυπτά του Παρθενώνα, που έχει στην κατοχή του.
Τα κλεμμένα αντικείμενα περιλαμβάνουν χρυσά κοσμήματα και πετράδια από ημιπολύτιμους λίθους καθώς και γυαλί που χρονολογούνται από τον 15ο αιώνα π.Χ. έως τον 19ο αιώνα μ.Χ. Τα περισσότερα ήταν μικροαντικείμενα που φυλάσσονταν σε αποθήκη για ακαδημαϊκούς και ερευνητικούς σκοπούς, και κανένα δεν είχε εκτεθεί πρόσφατα», όπως αναφέρει το Μουσείο.
Σε ερώτηση της ΕΡΤ εάν ανάμεσα στα κλεμμένα ή κατεστραμμένα αντικείμενα βρίσκονται και ελληνικά, λάβαμε την απάντηση ότι δεν μπορεί να γίνει κάποιο σχόλιο διότι η αστυνομική έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη. Πάντως με την πρόσφατη αποκάλυψη ότι το Μουσείο διαθέτει πάνω από 100 χιλιάδες ελληνικά αντικείμενα, εκ των οποίων μόνο 6,493 εκτίθενται και τα υπόλοιπα βρίσκονται σε αποθήκες, είναι πολλές οι πιθανότητες ανάμεσα στα κλεμμένα αντικείμενα να βρίσκονται και ελληνικά.
Εκπρόσωπος της Μητροπολιτικής Αστυνομίας είπε στην ΕΡΤ:
Εργαζόμαστε παράλληλα με το Βρετανικό Μουσείο. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα – δεν υπάρχει καμία σύλληψη και οι έρευνες συνεχίζονται. Η εκπρόσωπος αρνήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες αυτήν τη στιγμή. Ο πρόεδρος του Μουσείου είπε ότι σκοπός της έρευνα είναι η ανάκτηση των αντικειμένων και η αναβάθμιση της ασφάλειας του Μουσείου.
Ο διευθυντής Χάρτγουϊκ Φίσερ ζήτησε συγγνώμη για αυτό που συνέβη και είπε ότι το Μουσείο συνεργάζεται «με εξωτερικούς εμπειρογνώμονες» για να ολοκληρώσουν έναν οριστικό απολογισμό για το τι λείπει, τι έχει υποστεί ζημιά και τι έχει κλαπεί.
Δεν είναι η πρώτη φορά που χάνονται ή κλέβονται αντικείμενα από το Μουσείο. Υπήρξαν κρούσματα το 1970, 1993, ενώ το 2002, το μουσείο επανεξέτασε την ασφάλεια του μετά την κλοπή ενός ελληνικού αγάλματος 2.500 ετών, ύψους 12 εκατοστών, από μέλος του κοινού.
Το ίδρυμα ανέφερε τότε ότι η Ελληνική Αρχαϊκή Πινακοθήκη ήταν ανοιχτή για το κοινό, αλλά δεν υπήρχε μόνιμη φρουρά όταν εκλάπη η μαρμάρινη κεφαλή ύψους 12 εκατοστών. Δύο χρόνια αργότερα, κινέζικα κοσμήματα χάθηκαν, ενώ το 2017 χάθηκε διαμαντένιο δαχτυλίδι Cartier αξίας 750.000 λιρών.