Από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η ιστορία του Τζούλιους Ρόμπερτ Οπενχάιμερ έχει γοητεύσει πλήθος ιστορικών και καλλιτεχνών και όχι άδικα. Ήταν ο θεωρητικός φυσικός που ηγήθηκε του περιβόητου «Manhattan Project», του προγράμματος που ανέπτυξε την πρώτη ατομική βόμβα και άλλαξε μια για πάντα την ιστορία και την ανθρωπότητα. Ήταν επίσης ο άνθρωπος που από «ήρωας» μετατράπηκε σε «κίνδυνο» για την εθνική ασφάλεια της Αμερικής, ταπεινώθηκε από την «ιερά εξέταση» του μακαρθισμού και απομακρύνθηκε ατιμωτικά από την Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας. 

Ντοκιμαντέρ, ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, θεατρικά έργα, όπερες, βιβλία ακόμη και νουβέλες κομικ, έχουν εξερευνήσει τη ζωή, το έργο και την κληρονομιά του εμβληματικού επιστήμονα. Τα τελευταία χρόνια έχει κυριαρχήσει μια συγκεκριμένη εικόνα για τον  Τζούλιους Ρόμπερτ Οπενχάιμερ: Μια καταρρακωμένη ιδιοφυία στοιχειωμένη από τη δική του δημιουργία. «Τώρα έγινα ο θάνατος, ο καταστροφέας των κόσμων», ακούγεται να απαγγέλλει έναν από τους στίχους από το Μπαγκαβάτ Γκίτα, ένα από τα σημαντικά ιερά κείμενα του Ινδουισμού, μέρος του μεγάλου ινδικού έπους Μαχαμπαράτα

Όμως η ζωή του ήταν κάτι πολύ περισσότερο. Το «Οπενχάιμερ» του Κρίστοφερ Νόλαν, που κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στις 21 Ιουλίου θα είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που θα ασχοληθεί με το σύνολο της ζωής του επιστήμονα και οι δημιουργοί της υπόσχονται πως θα είναι εντυπωσιακή.

Το «Οπενχάιμερ», όπως γράφει το Smithsonian Μagazine, παρέχει μια σημαντική ευκαιρία για να επανεξετάσουμε την χαρισματική και αντιφατική προσωπικότητα του σπουδαίου φυσικού και να αναθεωρήσουμε τις προηγούμενες απόπειρες προσέγγισης ενός εκ των πιο συναρπαστικών προσώπων του 20ού αιώνα.

Η αρχή και το «Manhattan Project»

Ο Οπενχάιμερ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1904. Γόνος μιας κοσμικής εβραϊκής οικογένειας σπούδασε στα πανεπιστήμια του Χάρβαρντ και Κέμπριτζ. Ταυτόχρονα με τις επιτυχίες στις σπουδές του, ο νεαρός Οπενχάιμερ βρισκόταν αντιμέτωπος με διάφορα ψυχολογικά προβλήματα, αλλά και τις αχαλίνωτες νεανικές του παρορμήσεις. Με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1939, ο Όπενχάιμερ είχε πλέον εξελιχθεί σε έναν αξιοσέβαστο – αν και εκκεντρικό – φυσικό του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϋ.

Στη ζωή του είχε εμφανιστεί και η Ζεν Τάτλοκ, ιατρός και ψυχίατρος. Μαζί με τα ερωτικά σκιρτήματα, η Τάτλοκ, ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος στις ΗΠΑ, πυροδότησε και το ενδιαφέρον του Οπενχάιμερ για την Πολιτική. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Οπενχάιμερ είχε μια «συμπάθεια» στην κομμουνιστική ιδεολογία, αν και ο ίδιος δεν έγινε ποτέ επίσημα μέλος του κόμματος. Αυτό εξάλλου διαπίστωσε και το FBI που παρακολουθούσε τον Οπενχάιμερ εξαιτίας αυτής της «πολιτικής ροπής» και της σχέσης του με πολλά μέλη του κόμματος, όπως η Τάτλο, ο αδερφός του Φρανκ Οπενχάιμερ, ο φίλος του Χάακον Σεβαλιέ, αλλά και η μέλλουσα σύζυγός του, Κίτι.

Οι πολιτικές «συμπάθειες» του Οπενχάιμερ δεν εμπόδισαν τις αμερικανικές αρχές να τον στρατολογήσουν, στις αρχές του 1942, για ένα μυστικό έργο που έμελλε να αλλάξει τον κόσμο. Ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ, Φρανγκλίνος Ρούσβελτ, συγκέντρωνε επιστήμονες από όλη τη χώρα για να αναπτύξουν ένα νέο είδος βόμβας, που βασιζόταν στις ανακαλύψεις της πυρηνικής φυσικής. Τρία χρόνια νωρίτερα, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν σε επιστολή του προς τον Αμερικανό Πρόεδρο προειδοποιούσε πως οι ανακαλύψεις γύρω από την πυρηνική σχάση δημιουργούσαν τη δυνατότητα για «εξαιρετικά ισχυρές βόμβες νέου τύπου». Το κρίσιμο ήταν αυτή η βόμβα να κατασκευαστεί πριν το κάνει η ναζιστική Γερμανία.

Το καλοκαίρι του 1942, γράφει το Smithsonian Μagazine, οργανώθηκαν μια σειρά από μυστικές συναντήσεις – εν είδει σεμιναρίων – στο Μπέρκλεϊ. Σε αυτές κορυφαίοι φυσικοί των ΗΠΑ παρουσίασαν διάφορα σχέδια για μια πιθανή ατομική βόμβα. Ο Οπενχάιμερ εξέπληξε πολλούς με τις ικανότητές του στη διαχείριση των ανθρώπων. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ο στρατηγός Λέσλι Γκρόουβς, μηχανικός του στρατού, αναλαμβάνει επικεφαλής του «Manhattan Project». Ο Γκρόουβς μπορεί να ήταν εξαιρετικά ικανός ως μηχανικός, αλλά οι δυνατότητές του στη φυσική ήταν περιορισμένες.

Ο Οπενχάιμερ του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον. Ήταν ο μοναδικός θεωρητικός φυσικός που συνάντησε και φάνηκε να είχε απόλυτη κατανόηση πως η κατασκευή μιας ατομικής βόμβας απαιτούσε την εξεύρεση πρακτικών λύσεων σε μια πληθώρα διεπιστημονικών προβλημάτων. Έτσι τον Οκτώβριο του 1942, ο Γκρόουβς όρισε τον Οπενχάιμερ επιστημονικό διευθυντή του έργου. Στην επιστημονική ομάδα που στρατολογήθηκε συμμετείχαν κορυφαίοι επιστήμονες της εποχής, που κάλυπταν ολόκληρο το πεδίο της θεωρητικής φυσικής της δεκαετίες του 1930 και 1940. Όλοι αυτοί αναφέρονταν απευθείας στον Οπενχάιμερ, ο οποίος στα 38 του έτη μάθαινε να διευθύνει ένα επιστημονικό εργαστήριο και μάλιστα έχοντας τον κρισιμότερο, όπως αποδείχθηκε, στόχο.

Η πρώτη ατομική βόμβα

Το μυστικό εργαστήριο εγκαταστάθηκε στο Λος Άλαμος, σε ένα πρώην σχολείο αρρένων. Εκεί ο Οπενχάιμερ απέδειξε πως ήταν ένας προικισμένος ηγέτης. Ο τρόπος ομιλίας του και οι ιδέες του σε μαγνήτιζαν και αυτό ενέπνεε τους επιστήμονες. Τελικά η ομάδα υπό τον Οπενχάιμερ κατέληξε σε δύο εφαρμόσιμα σχέδια για μια ατομική βόμβα, τα οποία ονόμασαν «Fat Man» και «Little Boy». Στις 5:29 π.μ. της 16ης Ιουλίου του 1945, μετά από σχεδόν τρία χρόνια εργασίας, πραγματοποιείται η πρώτη πυρηνική έκρηξη στην ιστορία της ανθρωπότητας. Με την κωδική ονομασία «Τρίνιτυ», η ατομική βόμβα εξερράγη στους λόγους της ερήμου του Νέου Μεξικού. Μαρτυρίες αναφέρουν πως ο Οπενχάιμερ κατά τη διάρκεια της αντίστροφής μέτρησης μετά βίας ανέπνεε.

Οι μεταγενέστερες δραματοποιήσεις τον παρουσίαζαν να απαγγέλλει το περίφημο απόσπασμα από το Μπαγκαβάτ Γκίτα: «Τώρα έγινα ο θάνατος, ο καταστροφέας των κόσμων». Ο ίδιος είχε ισχυριστεί αργότερα πως ο εν λόγω στίχος του πέρασε από το μυαλό βλέποντας το μανιτάρι της έκρηξης, ωστόσο το μόνο που φέρεται να είπε ήταν απλώς «δούλεψε». Μετά την πρώτη δοκιμαστική έκρηξη, ο Οπενχάιμερ ήταν ανακουφισμένος. Ο συνάδελφός του στο Manhattan Project και βραβευμένος με νόμπελ, Ίσιντορ Ισαάκ Ράμπι, είχε πει αργότερα πως «δεν θα ξεχάσει ποτέ τον τρόπο που βγήκε από το αυτοκίνητο. Το περπάτημά του έμοιαζε με αυτό των γουέστερν όπως το High Noon. Τα είχε καταφέρει».

Στις 6 Αυγούστου, το Enola Gay έριξε τη βόμβα «Little Boy» στην ιαπωνική πόλη Χιροσίμα. Τρεις ημέρες αργότερα το Bockscar έριξε τη βόμβα «Fat Man» στο Ναγκασάκι. Ήταν η αρχή της νέας πυρηνικής εποχής. Οι εκτιμήσεις για τους θανάτους από τους δύο βομβαρδισμούς ποικίλλουν , από περίπου 110.000 έως 210.000. Μερικές ημέρες αργότερα, στις 15 Αυγούστου, ο αυτοκράτορας Χιροχίτο ανακοίνωσε την παράδοση της Ιαπωνίας.

Μάχη προπαγάνδας για την ατομική βόμβα

Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ολοκληρωθεί με μια τρομακτική επίδειξη ισχύος, ανοίγοντας το κεφάλαιο των πυρηνικών όπλων. Ο Οπενχάιμερ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη τον Αύγουστο του 1946, στο 18λεπτο ντοκιμαντέρ «Atomic Power». Σε αυτό αναπαριστά την αγωνιώδη αναμονή για την δοκιμή «Τρίνιτυ». Δίπλα του ο Ίσιντορ Ισαάκ Ράμπι ο οποίος στην αναπαράσταση – στο πλαίσιο του ντοκιμαντέρ – εμφανίζεται να καθησυχάζει τον Οπενχάιμερ. «Θα δουλέψει εντάξει, Ρόμπερτ. Και είμαι σίγουρος ότι δεν θα το μετανιώσουμε ποτέ», ήταν τα λόγια του.

Παρά την προπαγάνδα, η αλήθεια είναι πως ο Οπενχάιμερ είχε ήδη μετανιώσει για το δημιούργημά του. Όπως αποκαλύφθηκε τον Οκτώβριο του 1945 είχε πει στον τότε αμερικανό Πρόεδρο Χάρι Τρούμαν πως «νιώθει ότι έχει αίμα στα χέρια του». Ταυτόχρονα η στάση της κοινής γνώμης, που αρχικά ήταν ενθουσιασμένη με το νέο υπερόπλο και τη νίκη στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, είχε αρχίσει να αλλάζει. Τρεις εβδομάδες μετά την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ «Atomic Power», δημοσιεύεται στο New Yorker το συγκλονιστικό άρθρο του Τζον Χέρσει με τίτλο «Χιροσίμα». Ήταν το άρθρο που για πρώτη φορά αφύπνισε πολλούς Αμερικανούς σχετικά με τη φρίκη της ατομικής βόμβας.

Υπό το φόβο πως θα χανόταν η μάχη της επικοινωνίας για τα βιβλία της ιστορίας, ο Τρούμαν και άλλοι Αμερικανοί αξιωματούχοι ανέλαβαν δράση. Αρχικά ανάγκασαν τον πρώην γραμματέα Πολέμου, Χένρι Στίμσον, να υπερασπιστεί δημόσια τη χρήση της ατομικής βόμβας μέσω ενός άρθρου του στο περιοδικό Harper ‘s, το οποίο δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του 1947. Σε αυτό παρουσιάζεται η χρήση της βόμβας ως μια τελικά σοφή απόφαση. Κυρίως, μέσω του εν λόγω άρθρου, εισάγεται για πρώτη φορά το επιχείρημα πως η βόμβα απέτρεψε μια χερσαία εισβολή των Συμμάχων στην Ιαπωνία που «θα κόστιζε πάνω από ένα εκατομμύριο θύματα, μόνο στις αμερικανικές δυνάμεις».

Αυτός ο ισχυρισμός αποτελεί έκτοτε και το βασικό επιχείρημα για την υποστήριξη της χρήσης της ατομικής βόμβας. Ήταν το άρθρο που έπλασε το αφήγημα για τους περισσότερους Αμερικανούς της επόμενης γενιάς: Ήταν μια δύσκολη και φρικτή απόφαση αλλά ήταν απαραίτητη για να σωθούν οι ζωές έως και ενός εκατομμυρίου Αμερικανών.

Ακολούθησαν και άλλες επιχειρήσεις προπαγάνδας. Η πρώτη μεγάλη ταινία του Χόλιγουντ για την ατομική βόμβα ήταν το «The Beginning or the End». Η πρεμιέρα έγινε ένα μήνα μετά το άρθρο του Στίμσον. Ενώ αρχικά στο σενάριο είχαν εμπλακεί επιστήμονες ώστε να ενημερωθεί το κοινό για τους κινδύνους ενός πυρηνικού πολέμου, τελικά περνώντας από τις διάφορες επιτροπές λογοκρισίας, ουσιαστικά γυρίστηκε ξανά και μετατράπηκε σε μια «γιορτή» υπέρ της ατομικής βόμβας, υπαγορευμένη από το Πεντάγωνο και τον Λευκό Οίκο.

https://www.youtube.com/watch?v=vphTjSncp-M

Όλοι συντελεστές υπέκυψαν στις κυβερνητικές πιέσεις και ο έλεγχος της ταινίας παραδόθηκε επί της ουσίας στην αμερικανική κυβέρνηση. Ακόμη και ο Τρούμαν ενεπλάκη, ζητώντας να απομακρυνθεί ο ηθοποιός που τον ενσάρκωνε και να γυριστούν εκ νέου οι σκηνές. Το «The Beginning or the End» αποδείχθηκε το εργαλείο για να σταματήσει το Χόλιγουντ και η Αμερική όχι μόνο να ανησυχεί για την ατομική βόμβα, αλλά και να την αγαπήσει. Παρότι πολλά από αυτά που αναφέρονταν ήταν ψέματα, όπως για παράδειγμα ο ισχυρισμός πως αμερικανικός στρατός έριξε προειδοποιητικά φυλλάδια στη Χιροσίμα για την ατομική βόμβα, μαζί με το άρθρο του Στίμσον αποτέλεσαν τους πυλώνες του αμερικανικού προπαγανδιστικού αφηγήματος.

Αργότερα ο Οπενχάιμερ θα περιγράψει το σενάριο του «The Beginning or The End» ως «χωρίς σκοπό ή διορατικότητα». Ωστόσο ένας άλλος φυσικός του «Manhattan Project», ο Λέο Σίλαρντ, το έθεσε πιο ωμά: «Αν η αμαρτία μας ως επιστήμονες ήταν να φτιάξουμε και να χρησιμοποιήσουμε την ατομική βόμβα, τότε η τιμωρία μας ήταν να παρακολουθήσουμε το “The Beginning or The End”».

Είναι πάντως αλήθεια πως από την πλευρά του ο Οπενχάιμερ άρχισε σχεδόν αμέσως μετά το τέλος του πολέμου να μιλά δημόσια για τους κινδύνους του ατομικού πολέμου, παρόλο που συνέχιζε να ενεργεί ως σύμβουλος πυρηνικών όπλων για την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Όσο δε περνούσε ο χρόνος, κλιμάκωνε τη στάση του.

Το 1949, ως επικεφαλής μιας συμβουλευτικής επιτροπής για τη νεοσυσταθείσα Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (AEC), παρέδωσε μια έκθεση που προειδοποιούσε ενάντια στην ανάπτυξη βόμβας υδρογόνου, ένα όπλο σύντηξης πολύ πιο ισχυρό από τις βόμβες Τρίνιτυ, Χιροσίμα ή Ναγκασάκι, που είχε σχεδιαστεί από τον συνάδελφό του Έντουαρντ Τέλερ στο Manhattan Project.

«Μια σούπερ βόμβα μπορεί να γίνει όπλο γενοκτονίας», έγραψε ο Οπενχάιμερ . «Μια σούπερ βόμβα δεν πρέπει ποτέ να παραχθεί». Το 1953, έδωσε μια ομιλία παρομοιάζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση που διαθέτουν πυρηνική ενέργεια με «δύο σκορπιούς σε ένα μπουκάλι, ο καθένας ικανός να σκοτώσει τον άλλον, αλλά μόνο με κίνδυνο της ζωής του».

Στο στόχαστρο της αντικουμμινιστικής υστερίας – Συκοφαντίες, διώξεις και υπονόμευση

Τον Δεκέμβριο του 1953, οι δηλώσεις του τον μετέτρεψαν τελικά σε στόχο των αμερικανικών αρχών. Εν μέσω της ψυχροπολεμικής παράνοιας του μακαρθισμού σχετικά με σοβιετικούς κατασκόπους στα υψηλότερα κλιμάκια της αμερικανικής κυβέρνησης αναγνωρίστηκε ως κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια. Η αγωνία του για να ενημερωθεί ο κόσμος σχετικά με τους κινδύνους από τη χρήση των πυρηνικών όπλων παρουσιάστηκε ως «γραμμή από τη Μόσχα».

Ο άλλοτε ήρωας ενημερώθηκε πως η άδεια ασφάλειάς για είσοδο στα ερευνητικά κέντρα έχει πλέον ανακληθεί και παύεται η εμπλοκή του με το πυρηνικό πρόγραμμα των ΗΠΑ. Ο Οπενχάιμερ θέλησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του και στις 12 Απριλίου του 1954 παρουσιάστηκε για ακρόαση, η οποία όπως συνήθως συνέβαινε εξελίχθηκε σε μια ταπεινωτική ακτινογραφία της προσωπικής του ζωής με ένα συνοθύλευμα ανυπόστατων κατηγοριών.

Τα πρακτικά της ακροάσης δημοσιοποιήθηκαν για να κηλιδωθεί το όνομά του. Σοβαρές και ασόβαρες κατηγορίες χρησιμοποιήθηκαν για να τον αποδομήσουν. Μεταξύ άλλων στο επίκεντρο βρέθηκαν και οι φιλικές σχέσεις που διατηρούσε με μέλη του κομμουνιστικού κόμματος στο παρελθόν. Ακόμη και η αντίθεση του για την ανάπτυξη βόμβας υδρογόνου χρησιμοποιήθηκε εναντίον του. Οι πιεστικές ερωτήσεις κατά τη διάρκεια της ακρόασης δημιούργησαν πανικό στον Οπενχάιμερ, ο οποίος έχασε τον έλεγχο, αναφέρθηκε σε πρόσωπα και έδωσε «χώρο» για περισσότερες επιθέσεις. Ο Αϊνστάιν, σχολιάζοντας τη διαδικασία, δήλωσε αηδιασμένος, υποστηρίζοντας πως η Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας θα έπρεπε να μετονομαστεί σε «Συνωμοσία Ατομικής Εξολόθρευσης». 

Τελικά η άδεια του αφαιρέθηκε οριστικά και η σχέση του με την αμερικανική κυβέρνηση τελείωσε και επίσημα. Ο ίδιος επέστρεψε στο Πρίνστον του Νιου Τζέρσεϊ, όπου ήταν διευθυντής του Ινστιτούτου Προηγμένων Μελετών από το 1947. Ως το επιφανέστερο θύμα της αντικομουνιστικής υστερίας στις ΗΠΑ την περίοδο του μακαρθισμού, ο Οπενχάιμερ συκοφαντήθηκε, διώχθηκε και υπονομεύθηκε, επειδή είχε διλήμματα ως προς τα όρια των επιστημονικών ανακαλύψεων. Για τους περισσότερους επιστήμονες, αλλά και μεγάλο μέρος του κοινού έγινε μάρτυρας και οικουμενικό σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, αναδεικνύοντας τα πρωτόγνωρα προβλήματα ηθικής που προέκυπταν από την τεράστια ισχύ των νέων όπλων μαζικής καταστροφής.

Ο ίδιος μέχρι και το τέλος της ζωής του προσπαθούσε να ελαχιστοποιήσει τη σημασία των επιπτώσεων από τις ακροάσεις. Ωστόσο πολλοί συμφωνούν πως επί της ουσίας αυτή η διαδικασία τον κατέστρεψε. Ένας φίλος του, ο διπλωμάτης Τζορτζ Κίναν θυμάται πως προσπαθούσε να τον παρηγορήσει λέγοντάς του πως σίγουρα θα ήταν ευπρόσδεκτος στο εξωτερικό. «Η απάντησή του μου δόθηκε με δάκρυα στα μάτια: “Διάολε, τυχαίνει να αγαπώ αυτή τη χώρα”».

Χρόνια αργότερα, το 1963, σε μια προσπάθεια δημόσιας αποκατάστασης, ο Πρόεδρος Λίντον Τζόνσον απένειμε στον Οπενχάιμερ το βραβείο Enrico Fermi, την υψηλότερη διάκριση της AEC. Ωστόσο δεν ανέκαμψε ποτέ πλήρως. Έζησε τις υπόλοιπες μέρες του στο Πρίνστον, όπου κράτησε τη δουλειά του στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών μέχρι το 1966, και πέθανε από καρκίνο εκεί τον Φεβρουάριο του 1967.

Είναι λίγοι αυτοί που έχουν πασχίσει τόσο παθιασμένα να συμβάλουν στην αποτροπή μελλοντικών συμφορών, ωστόσο μετά τον θάνατό του η ζωή του καλύφθηκε από νέο πέπλο αντιθέσεων, μύθου και μυστηρίου. Όπως έγραψαν οι New York Times «αυτός ο απίστευτα σύνθετος άνθρωπος παρόλα αυτά ποτέ δεν κατάφερε να διαλύσει πλήρως τις αμφιβολίες για τη συμπεριφορά του».

Τον Δεκέμβριο του 2022, το υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ ανακοίνωσε την ακύρωση της απόφαση για την ανάκληση της άδειας ασφαλείας του Οπενχάιμερ. «Ο Οπενχάιμερ κατέχει κεντρικό ρόλο στην ιστορία του έθνους μας ως επικεφαλής του Manhattan Project κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και φύτεψε τους σπόρους για τα εθνικά εργαστήρια του Υπουργείου Ενέργειας», αναφερόταν στη σχετική ανακοίνωση. «Καθώς περνούσε ο καιρός, ήρθαν στο φως περισσότερα στοιχεία για την προκατάληψη και την αδικία της διαδικασίας στην οποία υποβλήθηκε ο Δρ. Οπενχάιμερ, ενώ τα στοιχεία της πίστης και της αγάπης του για την πατρίδα έχουν επιβεβαιωθεί περαιτέρω».

Ο μύθος του Οπενχάιμερ και η νέα ταινία του Νόλαν

Στα περισσότερα από 50 χρόνια από τον θάνατο του Oppenheimer, η λαϊκή κουλτούρα έχει υιοθετήσει ποικίλες προσεγγίσεις για να εξερευνήσει τη ζωή του. Οι μεταγενέστερες φανταστικές απεικονίσεις του Οπενχάιμερ άρχισαν να ενδιαφέρονται λιγότερο για τις περίπλοκες αναγνώσεις της ψυχολογίας του και συχνά τον ισοπέδωναν σε έναν χαρακτήρα – καρικατούρα, αγγίζοντας το γελοίο.

Ο Κρίστοφερ Νόλαν στο δικό του «Oppenheimer» φαίνεται πως δεν υποκύπτει σε αυτά τα λάθη. Ο Κάι Μπέρντ, εκ των συγγραφέων της βραβευμένης με Πούλιτζερ βιογραφίας του 2005 «American Prometheus: The Triumph and Tragedy of J. Robert Oppenheimer», συμφωνεί και δηλώνει ανακουφισμένος: «Νομίζω ότι είναι ένα υπέροχο σενάριο».

Σε αντίθεση με άλλες πρόσφατες απεικονίσεις, καλύπτει σκηνές από ολόκληρη τη ζωή του Οπενχάιμερ και δεν πτοείται από τα ηθικά ερωτήματα που προκύπτουν από την ατομική βόμβα. «Ο Νόλαν καλύπτει με πολύ επιδέξιο τρόπο το επιχείρημα των φυσικών για το αν η βόμβα ήταν απαραίτητη ή όχι. Ο Οπενχάιμερ μετά τη Χιροσίμα έλεγε ότι η βόμβα χρησιμοποιήθηκε σε έναν σχεδόν ήδη ηττημένο εχθρό. Οι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν τίποτα για τον Οπενχάιμερ θα σκεφτούν ότι θα δουν μια ταινία για τον πατέρα της ατομικής βόμβας. Αντίθετα θα δουν αυτή τη μυστηριώδη φιγούρα και μια βαθιά μυστηριώδη βιογραφική ιστορία», τονίζει ο Μπέρντ.

Η ταινία του Νόλαν φτάνει σε μια κρίσιμη και επισφαλή στιγμή κατά την οποία η αισιοδοξία για τον πυρηνικό αφοπλισμό δίνει τη θέση της στη συζήτηση για έναν νέο πυρηνικό όλεθρο. Ίσως η απόσταση μας από την εποχή του Οπενχάιμερ δίνει μια σημαντική ευκαιρία. «Έχουν περάσει σχεδόν 80 χρόνια από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου», λέει η Κίνθια Κέλι, πρόεδρος του Ιδρύματος Atomic Heritage . Τώρα, προσθέτει, «το κοινό μπορεί να εξετάσει πιο ανοιχτά τις διαφορετικές ερμηνείες της ατομικής ιστορίας».