Ένας χρόνος συμπληρώνεται στις 24 Φεβρουαρίου από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η κατάσταση στα πεδία των μαχών, που το τελευταίο διάστημα θυμίζει όλο και περισσότερο τη στασιμότητα του Δυτικού Μετώπου στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, επιβεβαιώνει τη γνωστή πολεμική ρήση: Το να ξεκινήσεις έναν πόλεμο είναι μια σχετικά απλή διαδικασία… το δύσκολο είναι να τον τερματίσεις.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν φέρεται έτοιμος για μια νέα μεγάλη επίθεση, αναζητώντας διέξοδο στο στρατιωτικό, πολιτικό και οικονομικό τέλμα, στο οποίο έχει περιέλθει εξαιτίας μιας σειράς λανθασμένων κινήσεων και εκτιμήσεων από την ημέρα της εισβολής.
Το Κίεβο, παρά τις σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες, παραμένει άμεσα εξαρτημένο από την υποστήριξη των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Από την πλευρά τους, οι ηγέτες της Δύσης επιδεικνύουν την ενότητά τους απέναντι στον κοινό εχθρό και δηλώνουν έτοιμοι για μια μακρά «σύγκρουση» με τη Ρωσία. Την ίδια στιγμή ωστόσο η υποστήριξη στην Ουκρανία γίνεται με διατήρηση των «αποστάσεων ασφαλείας» και η παροχή όπλων συνεχίζεται με έντονη περίσκεψη, ζυγίζοντας πάντα τη ρωσική αντίδραση.
Πάρα τις εκατέρωθεν δηλώσεις για νίκη, σε αυτή τη φάση καμία από τις δύο πλευρές δεν φαίνεται ικανή να επικρατήσει στρατιωτικά και το ερώτημα που τίθεται έναν χρόνο μετά την εισβολή είναι ένα: Πώς θα μπορούσε να τερματιστεί αυτός ο πόλεμος;
Ο Πούτιν ετοιμάζεται για νέα επίθεση αλλά μπορεί να κερδίσει;
Ο Ρώσος ηγέτης ξεκίνησε έναν πόλεμο πιστεύοντας πως θα ολοκληρωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σήμερα, έναν χρόνο μετά, δεν πολεμά μόνο ενάντια στους Ουκρανούς, αλλά ενάντια σε μια δυτική συμμαχία, με τη συμμετοχή των ισχυρότερων δυνάμεων, δίνοντας παράλληλα και μια μάχη πολιτικής επιβίωσης για τον ίδιο. Όπως σχολιάζει το Politico, ο Πούτιν και οι στρατηγοί του υποτίμησαν την ουκρανική αντίσταση, υπερεκτίμησαν τις ικανότητες των δυνάμεών τους και δεν κατάφεραν να προβλέψουν την κλίμακα της στρατιωτικής και οικονομικής υποστήριξης που θα λάμβανε η Ουκρανία από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τα ευρωπαϊκά κράτη.
Η ουκρανική αντίσταση οργανώθηκε και ενισχύθηκε και οι ρωσικές δυνάμεις, όχι μόνο δεν συνέχισαν την προέλασή τους αλλά απωθήθηκαν από τους Ουκρανούς, οι οποίοι ανέκτησαν έως τον Νοέμβριο περισσότερο από το ήμισυ της επικράτειας που είχε καταληφθεί. Το Κρεμλίνο φαίνεται να έχει εγκλωβιστεί σε έναν άκρως δαπανηρό συμβατικό πόλεμο, που έχει προκαλέσει και έναν σπάνιο διχασμό στο ρωσικό κατεστημένο με έντονες εσωτερικές διαμάχες.
Πλέον κανείς δεν μπορεί να πει με ασφάλεια τι θα σηματοδοτούσε μια νίκη για το Κρεμλίνο. Επίσημα ως στόχοι της εισβολής, που πυροδοτήθηκε από το ενδεχόμενο ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, είχε τεθεί η αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας και η «απελευθέρωση και προστασία» των κατοίκων του Ντονμπάς, της περιοχής δηλαδή που είχαν υπό το έλεγχό τους οι φιλορώσοι αυτονομιστές. Η κατάληψη ολόκληρης της Ουκρανίας φάνταζε εξαρχής ένα αδιανόητο σχέδιο, καθώς εκτός των άλλων θα οδηγούσε πρακτικά σε μια απολύτως εύθραυστη κυριαρχία. Επιδίωξη του Βλαντιμίρ Πούτιν φαίνεται πως ήταν περισσότερο ο πολιτικός έλεγχος μέσω της κατάρρευσης της ουκρανικής ηγεσίας, ώστε να δημιουργήσει μια χώρα δορυφόρο, όπως για παράδειγμα η Λευκορωσία.
Η αρχική φιλοδοξία του Κρεμλίνου έχει ναυαγήσει και φαίνεται πως οι ρωσικοί σχεδιασμοί περιορίζονται σε ένα περισσότερο προσιτό σχέδιο νίκης, που προβλέπει τον έλεγχο του Λουγκάνσκ, του Ντονέτσκ, της Χερσωνας και της Ζαπορίζια. Ο Β. Πούτιν θα μπορούσε ενδεχομένως να παρουσιάσει μια τέτοια εξέλιξη ως νίκη αν και δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα μπορούσε ταυτόχρονα να κατευνάσει τις υπερεθνικιστικές δυνάμεις, που ενισχύθηκαν λόγω της δικής του πολιτικής το τελευταίο διάστημα. Αυτές οι φωνές εξάλλου αποτελούν σε αυτή τη φάση τη μεγαλύτερη πολιτική απειλή για τον Ρώσο Πρόεδρο, καθώς οι δημοφιλέστεροι εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης είτε έχουν εξοριστεί, είτε βρίσκονται στη φυλακή.
Το νέο σχέδιο του Βλαντιμίρ Πούτιν, σύμφωνα με τις πληροφορίες, είναι μια νέα μαζική στρατιωτική επιχείρηση πριν φτάσει η νέα στρατιωτική βοήθεια από τη Δύση. Η επίθεση εκτιμάται πως θα εστιάζει στη ανατολική Ουκρανία, χωρίς να αποκλείεται ωστόσο και μια αποροσανατολιστική επιχείρηση από τον Βορρά, όπως συνέβη στην αρχή της εισβολής. Όπως αναφέρουν διεθνείς αναλυτές, η επιδίωξη του Πούτιν δεν περιορίζεται στην επανακατάληψη εδαφών στις περιοχές Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ, αλλά απώτερος στόχος είναι να δημιουργήσει έναν κλίμα πανικού στη Δύση, που θα μπορούσε να ενισχύσει τη συζήτηση για πιέσεις στον Ζελένσκι σχετικά με παραχωρήσεις εδαφών και μια ειρηνευτική συμφωνία.
Προς το παρόν δεν φαίνεται καμία διάθεση στη Δύση για υποχώρηση. Ωστόσο, όπως σημειώνει το Spiegel σε ανάλυσή του, το Κρεμλίνο φαίνεται να ποντάρει στο χρόνο και στην κόπωση των δυτικών ηγεσιών από έναν παρατεταμένο πόλεμο. Σε αντίθεση με τις δυτικές κοινωνίες, η ρωσική φαίνεται σε μεγάλο ποσοστό να στηρίζει τις επιχειρήσεις στην Ουκρανία. Μια πολιτική αλλαγή λοιπόν σε χώρες της Δύσης θα άλλαζε και τα δεδομένα. Υπενθυμίζεται πως στις ΗΠΑ οι προεδρικές εκλογές θα διεξαχθούν το 2024 και το ζήτημα της Ουκρανίας βρίσκεται ήδη στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης με αρκετούς να εκφράζουν προβληματισμούς, επιφυλάξεις και κριτική σχετικά με το οικονομικό και διπλωματικό κεφάλαιο που δαπανάται για τη στήριξη στην Ουκρανία.
Σε κάθε περίπτωση το Κρέμλίνο, υπογραμμίζει το Politico, δεν θα μπορέσει να σημειώσει σημαντική πρόοδο εάν δεν κατορθώσει να διορθώσει τις δύο μεγάλες αστοχίες του: Κακή υλικοτεχνική υποστήριξη και αποτυχία συντονισμού που απαιτεί ένας πόλεμος συνδυασμένων όπλων. Επιπλέον, όπως σημειώνει το Bloomberg συγκρίνοντας τον Ρώσο Πρόεδρο με τον Κροίσο, τελευταίο βασιλιά της Λυδίας, ο Πούτιν θα πρέπει να αποκτήσει «πνευματική ταπεινοφροσύνη», την οποία στερήθηκε στη πρώτη φάση.
«Η “πνευματική ταπεινοφροσύνη” δεν έχει απαραίτητα μεγάλη σχέση με τη σεμνότητα αυτή καθαυτή. Αντιθέτως, ορίζεται ως “συνείδηση των ορίων της γνώσης κάποιου” και των “περιορισμών της άποψής του” — ή, αν προτιμάτε, ως εκτίμηση του λάθους κάποιου», γράφει ο Andreas Kluth στο Bloomberg, προτείνοντας στον Πούτιν να διαβάσει Ηρόδοτο. «Ο Πούτιν παρασύρθηκε από ιδεοληψίες, φαντασιώσεις και παραισθήσεις για να λάβει την απόφαση να εισβάλει στην Ουκρανία. Βασισμένος σε μία μονόπλευρη αλλά κυρίως φαντασιόπληκτη καταγραφή της ιστορίας από την πλευρά της Μόσχας, έπεισε τον εαυτό του ότι η Ουκρανία δεν είναι ένα έθνος αυθύπαρκτο, αλλά ένα απλό παράρτημα της Μεγάλης Ρωσίας. Ωστόσο τα γεγονότα τον διέψευσαν».
Τα «θέλω» της Ουκρανίας και οι επιφυλάξεις της Δύσης
Ένα χρόνο μετά την έναρξη του πολέμου, είναι γεγονός πως η ουκρανική ηγεσία αισθάνεται πολύ ισχυρότερη, έχοντας καταγράψει σημαντικές επιτυχίες στα πεδία των μαχών και ανατρέποντας τους ρωσικούς σχεδιασμούς. Πλέον απορρίπτει το ενδεχόμενο οποιασδήποτε εδαφικής παραχώρησης, ένα σενάριο που είχε τεθεί αρχικά στο τραπέζι, στο πλαίσιο πιθανόν διαπραγματεύσεων. Για τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος φαίνεται να βρίσκεται και σε απόλυτη σύμπνοια με το μεγαλύτερο μέρος του ουκρανικού λαού, ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα αντιστοιχούσε με «παράδοση» και το μόνο αποδεκτό τέλος του πολέμου είναι η πλήρης αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από κάθε σημείο της ουκρανικής επικράτειας.
Ωστόσο η φιλοδοξία του Βολοντίμιρ Ζελένσκι απέχει πολύ σε αυτή τη φάση από την υλοποίησή της. Παρά τις σημαντικές επιτυχίες του ουκρανικού στρατού που ανακατέλαβε τη Χερσώνα και απώθησε τους εισβολείς πέρα από τον ποταμό Δνείπερο, οι ρωσικές δυνάμεις εξακολουθούν να έχουν υπό τον έλεγχο τους το ένα πέμπτο της Ουκρανίας, κατέχοντας περισσότερα από 2.000 χωριά και πόλεις. Ταυτόχρονα η Μόσχα ενισχύει τον στρατό της, ενώ η αντίστοιχη ενίσχυση των ουκρανικών δυνάμεων από τη Δύση γίνεται με σαφώς πιο αργούς ρυθμούς και με εξοπλισμό που επί του παρόντος δεν ανταποκρίνεται στις επιθυμίες και τις ανάγκες της ουκρανικής ηγεσίας.
Οι δυτικές δυνάμεις φαίνεται πως ακολουθούν την τακτική της «σαλαμοποίησης», αποστέλλοντας αργά και σταδιακά όλο και βαρύτερο εξοπλισμό. Στόχος ασφαλώς και είναι η ενίσχυση της Ουκρανίας, αλλά πάντα λελογισμένα και με τη διευκρίνηση πως σε καμία περίπτωση δεν βρίσκονται οι ίδιοι σε πόλεμο με τη Ρωσία. Κάθε φορά ζυγίζουν την αντίδραση του Κρεμλίνου φοβούμενοι μια κλιμάκωση που θα μπορούσε να ξέφευγε από κάθε έλεγχο. Αυτός είναι και ο λόγος που σε αυτή τη φάση αποφεύγουν την παροχή βαρέων όπλων, όπως πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς και αεροσκαφών.
Συμπερασματικά, αναφέρει το Spiegel, η Ουκρανία ενδεχομένως να μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο, αλλά χρειάζεται περισσότερη υποστήριξη και φαίνεται πως στην παρούσα φάση αυτός ο στόχος δεν είναι στόχος της Δύσης, που θα επιθυμούσε έναν τερματισμό με μικρότερο ρίσκο και κόστος.
Μια ατέρμονη σύγκρουση στην αυλή της Ευρώπης – Το πρότυπο της Κορέας
Το τελευταίο διάστημα, οι δύο στρατοί βρίσκονται εγκλωβισμένοι και στάσιμοι σε μια κατάσταση που θυμίζει το δυτικό μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως κανένας Ευρωπαίος ηγέτης δεν θα επιθυμούσε μια ατέρμονη σύγκρουση στην αυλή της Ευρώπης, γεγονός που θα είχε σημαντικό κόστος σε πολιτικό, διπλωματικό και οικονομικό κεφάλαιο. Πολλοί στη Δύση εκφράζουν όλο και πιο ανοιχτά την επιθυμία για μια διπλωματική λύση, αφήνοντας στην «άκρη» τους όρους που θέτουν οι δύο πλευρές.
Σύμφωνα με το Spiegel, το τέλος του πολέμου της Κορέας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρότυπο για μια πιθανή ανακωχή, που θα οδηγήσει στον τερματισμό του πολέμου. Η συμφωνία του 1953 προέβλεπε μια αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη, πλάτους 4 χιλιομέτρων μεταξύ βορρά και νότου. Σύμφωνα με το γερμανικό περιοδικό δεν είναι λίγοι – και στην Ουάσινγκτον – που βλέπουν μια τέτοια λύση ως πιθανό σενάριο για την Ουκρανία, υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα θα αναβαθμιστεί στρατιωτικά ώστε να τερματιστεί κάθε μελλοντική σκέψη της Ρωσίας για νέα εισβολή ή αμφισβήτηση των συνόρων.
Η γραμμή που ακολουθούν στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη είναι να προετοιμάζουν το τραπέζι των διαπραγματεύσεων αλλά να σημειώνουν πως εναπόκειται στην Ουκρανία εάν θα καθίσει σε αυτό. Αποφεύγοντας κινήσεις που θα έδιναν μια αίσθηση της «κηδεμονίας», υπογραμμίζεται παρασκηνιακά πως στόχος είναι η επίτευξη της καλύτερης δυνατής θέσης για την Ουκρανία όταν αυτή θα αποφασίσει να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις. Εξάλλου οι ίδιοι επιβαρύνονται με τις συμφωνίες του Μίνσκ του 2015, που συνάφθηκαν με την μεσολάβησή τους αλλά αποδείχθηκαν πλήρως αναποτελεσματικές. Θα πρέπει πάντως να θεωρείται δεδομένο πως αν ο Πούτιν ανοίξει «παράθυρο» για διάλογο, οι πιέσεις προς την ουκρανική πλευρά θα ενισχυθούν.
Μέχρι τότε, η Ευρώπη θα πρέπει να συμβιβαστεί και να προσαρμοστεί στο γεγονός πως στα ανατολικά σύνορά της θα έχει μια ισχυρή εχθρική δύναμη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε οικονομικό, στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο. Με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τα επακόλουθά της, ο κόσμος έχει ήδη μπει σε μια νέα εποχή, που ακύρωσε το status quo το οποίο είχε διαμορφωθεί μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.