Από τη 24η Φεβρουαρίου του 2022 μέχρι και σήμερα έχουν γραφτεί χιλιάδες αναλύσεις για τον πόλεμο της Ρωσίας με την Ουκρανία, με αρκετούς να κάνουν λόγο για επαναστατικές τακτικές στο πεδίο της μάχης. Ακαδημαϊκοί όμως, υποστηρίζουν ότι η συγκεκριμένη πολεμική σύγκρουση διεξάγεται ακριβώς με τους κανόνες του πολέμου που είναι σε ισχύ εδώ και 70 χρόνια, δηλαδή μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο αρθρογράφος των New York Times, Max Fisher, μίλησε με ειδικούς οι οποίοι τονίζουν ότι και σε αυτό τον πόλεμο, όπως και στους προηγούμενους μετά το 1945, εντοπίζεται ακριβώς η ίδια αναμασημένη συνταγή: Χειραγώγηση των ΜΜΕ, προπαγάνδα, σκληρές μάχες μεγάλης κλίμακας, οδομαχίες και καταστροφή αστικών υποδομών.
Ωστόσο, κάθε πολεμική σύγκρουση είναι μοναδική, όπως και ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας. Προκύπτουν λοιπόν, τρία βασικά στοιχεία, τα οποία όχι μόνο αποτελούν επανάληψη της ιστορίας, αλλά ενδέχεται να δείχνουν και το μέλλον στα μελλοντικά πεδία μάχης.
Πόλεμος φθοράς
Η ρωσική στρατιωτική ηγεσία μπορεί αρχικά να υπολόγιζε σε έναν αστραπιαίο πόλεμο, όμως πλέον η σύγκρουση έχει μετατραπεί σε αναμέτρηση φθοράς, κάτι που φέρεται να επιδιώκει τόσο το ρωσικό στρατόπεδο, όσο και το ουκρανικό, παρόλο που η Ουκρανία είναι η αμυνόμενη χώρα.
Σε ένα πόλεμο φθοράς λοιπόν, το κρίσιμο ζητούμενο είναι είτε να ξεμείνει από εφόδια μια πλευρά, είτε να φτάσει σε σημείο που δεν μπορεί να τα αντικαταστήσει τόσο γρήγορα, όσο τα καταναλώνει ή χρειάζεται.
Έτσι, οι δύο πλευρές επιδιώκουν τα φέρουν στα άκρα τον αντίπαλο τους από άποψη εφοδίων, κάτι που φέρεται να εξηγεί τον δεύτερο λόγο για τον οποίο επαναλαμβάνεται η ιστορία από τις πολεμικές συγκρούσεις του παρελθόντος.
Σύγκρουση σε βάθος χρόνου
Ο πόλεμος φθοράς όπως είναι λογικό, δεν μπορεί να επιτευχθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, οπότε χρειάζεται χρόνος. Αυτό όμως, δεν σημαίνει πως πάντα είναι με το μέρος της πιο δυνατής πλευράς, αφού μπορεί μέχρι τότε να ανατραπούν οι ισορροπίες. Για αυτό τον λόγο, η κάθε πλευρά επιδιώκει να κυριαρχήσει σε ένα συγκεκριμένο τομέα, ώστε να μπορεί να πιέσει την άλλη.
Παραδείγματος χάριν, η πρώτη περίπτωση θυμίζει τον πόλεμο Ιράκ – Ιράν, όπου το κράτος του Σαντάμ Χουσείν, μπορεί να κέρδιζε αρχικά και μάλιστα να ήταν καλύτερα εξοπλισμένο, όμως σε βάθος χρόνου αποδυναμώθηκε.
Έπειτα, η δεύτερη περίπτωση με βάση τους ειδικούς που μιλούν στους New York Times, παραπέμπει στις αναμετρήσεις του Ισραήλ με τις Αραβικές χώρες, όπου ο εβραϊκός στρατός μπόρεσε να νικήσει, επειδή κυριάρχησε στους αιθέρες.
Μάλιστα, κάτι ανάλογο φέρεται να συμβαίνει και στον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας, αφού η Μόσχα δεν έλεγξε ποτέ πλήρως τον εναέριο χώρο της αντίπαλης χώρας, με το Κίεβο να προσπαθεί σε βάθος χρόνου και να καταφέρνει ως ένα βαθμό να ανακτήσει ένα σχετικό έλεγχο.
Συμβατικές συγκρούσεις
Το πρώτο διάστημα του πολέμου της Ουκρανίας, δεν είχε σημειωθεί κάποια μεγάλη μάχη (εξαίρεση η πολιορκία της Μαριούπολης και οι συγκρούσεις στα περίχωρα του Κιέβου) για δύο λόγους. Οι ρωσικές μονάδες ήταν συγκριτικά λιγότερες σε σχέση με τις ουκρανικές, όμως καλύτερα εξοπλισμένες. Σε περίπτωση που εξαπέλυαν κάπου σφοδρή επίθεση και κέρδιζαν, αναγκαστικά θα είχαν βαριές απώλειες, οπότε δεν θα μπορούσαν αριθμητικά να ελέγξουν τα μέρη που κατέλαβαν. Επίσης, αν ο ουκρανικός στρατός έκανε προέλαση και κέρδιζε, δεν θα είχε δυνάμεις για να ασκήσει περισσότερο πίεση.
Σε πρώτη φάση η πλειοψηφία των χτυπημάτων ήταν στρατηγικού χαρακτήρα, με τον ρωσικό στρατό να στοχεύει ουκρανικές αποθήκες και εγκαταστάσεις, ενώ ο ουκρανικός στρατός χτυπούσε τα δίκτυα ανεφοδιασμού.
Πλέον όμως, οι μάχες διεξάγονται με τον γνωστό συμβατικό τρόπο, όπου μεγάλα τμήματα του στρατού συγκρούονται ταυτόχρονα, ειδικά στις πόλεις, αφού ως επί το πλείστον η Ουκρανία έχει πολλές αστικές υποδομές.
Οι ειδικοί λοιπόν, θεωρούν ο τρόπος μάχης δεν διαφέρει μεν με κανένα τρόπο σε σχέση με όσα γινόντουσαν πριν από 70 χρόνια στα πεδία της μάχης, με την Καναδή αναλύτρια Στέφανι Κάρβιν να λέει χαρακτηριστικά ότι «τα στρατηγικά όπλα δεν έχουν αντικαταστήσει και δεν πρόκειται να αντικαταστήσουν τους στρατούς».
Παρόλα αυτά, αυτό που φέρεται να διακρίνεται, είναι πως ο πόλεμος μπορεί να κριθεί ως ένα βαθμό από την εκάστοτε διάθεση που έχει η κάθε πλευρά για διαπραγματεύσεις, αφού φέρεται ότι αυτός με τις περισσότερες απώλειες διαφωνεί με το ενδεχόμενο εκεχειρίας, κάτι που στη συνέχεια όμως του γυρίζει μπούμερανγκ.