Οι Ρεπουμπλικάνοι, έχοντας τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, ξεκίνησαν την Παρασκευή κοινοβουλευτική έρευνα για τη χαοτική απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν το 2021, κατά τη διάρκεια της οποίας 13 Αμερικανοί στρατιωτικοί σκοτώθηκαν σε επίθεση βομβιστή-καμικάζι.
Ο Μάικλ Μακόλ, ο νέος πρόεδρος της επιτροπής διεθνών υποθέσεων της κάτω Βουλής, ανακοίνωσε πως απαίτησε από τον υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν σειρά εγγράφων, ειδικά εκθέσεις των υπηρεσιών πληροφοριών και επικοινωνίες με τους Ταλιμπάν.
«Είναι παράλογο και σκανδαλώδες το ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει αρνηθεί επανειλημμένα να ικανοποιήσει το αίτημά μας να δούμε (τα έγγραφα) και συνεχίζει να κρύβει πληροφορίες για την αποχώρηση», δήλωσε ο Μάικλ Μακόλ.
Σε περίπτωση που οι αρνήσεις συνεχιστούν, η επιτροπή δεν θα διστάσει να περάσει σε «υποχρεωτικές» διαδικασίες, προειδοποίησε, υπονοώντας κλητεύσεις.
Ο Τζο Μπάιντεν έδωσε εντολή να προχωρήσει η απόσυρση των στρατευμάτων των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, βάζοντας τέλος στον πιο μακρόχρονο πόλεμο στον οποίο ενεπλάκη ποτέ η Αμερική, τον Αύγουστο του 2021.
Όμως το χάος που επικράτησε στην επιχείρηση αυτή και η επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία πυροδότησαν σφοδρές επικρίσεις σε βάρος του.
Δεκατρείς Αμερικανοί στρατιωτικοί σκοτώθηκαν την 26η Αυγούστου 2021 σε βομβιστική ενέργεια έξω από το αεροδρόμιο της Καμπούλ, που συνολικά είχε 173 νεκρούς.
Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ διαπραγματεύθηκε την αποχώρηση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων από το Αφγανιστάν όσο ο μεγιστάνας των ακινήτων βρισκόταν στον Λευκό Οίκο, όμως το Ρεπουμπλικανικό κόμμα επέκρινε εξαρχής τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε την επιχείρηση ο διάδοχός του Τζο Μπάιντεν.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν απάντησε όταν του ζητήθηκε σχόλιο χθες Παρασκευή· τόνισε πάντως πως έκανε πάνω από 150 ενημερώσεις σε μέλη του Κογκρέσου από την αποχώρηση ως τον Αύγουστο του 2021, σύμφωνα με αμερικανικά ΜΜΕ.
Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, που εξαπολύθηκε σε αντίδραση για τις τρομοκρατικές ενέργειες της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη και στο Πεντάγωνο, στοίχισε τη ζωή σε πάνω από 2.500 αμερικανούς στρατιωτικούς και πάνω από 3.500 στρατιωτικούς άλλων κρατών του NATO και συμμάχων των ΗΠΑ, σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας.