Για τον ρόλο που πρέπει να έχει η Ευρώπη μίλησε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, σε συνέντευξη του που δημοσιεύεται στη γαλλική οικονομική εφημερίδα Les Echos και σε άλλες ευρωπαϊκές εφημερίδες ενώ δικαιολόγησε το πρόσφατο ταξίδι του στην Κίνα κάνοντας λόγο για «μικρά βήματα που έχουν μεγάλη αξία».
Μεταξύ αυτών «η καταδίκη της πυρηνικής απειλής από τον Κινέζο πρόεδρο, η επισήμανσή του ότι η Κίνα παραδίδει όπλα στην Ουκρανία και συνεπώς δεν υποστηρίζει τυφλά τη Ρωσία, καθώς και η δέσμευση του κινεζικού κόμματος για την επανέναρξη ενός θεσμικού διαλόγου για τα ανθρώπινα δικαιώματα», αναφέρει ο Βέλγος πρόεδρος του Συμβουλίου της ΕΕ, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Η αποστολή αυτή ήταν απαραίτητη: υπάρχει πόλεμος στην Ουκρανία, πυρηνική απειλή και απειλή τρίτου παγκόσμιου πολέμου. Η ΕΕ έχει σημαντικά οικονομικά συμφέροντα με την Κίνα. Χρειαζόμαστε μια πιο κυρίαρχη Ευρώπη, πιο ενεργή διεθνώς και με τα δικά της συμφέροντα», σχολίασε.
Στην ερώτηση εάν αυτό το ταξίδι στέλνει λάθος μήνυμα στις ΗΠΑ σε μια περίοδο που οι εντάσεις με την ΕΕ είναι υψηλές, o Μισέλ τόνισε ότι η ΕΕ δεν μπορεί να είναι το παράπλευρο θύμα των εντάσεων που δημιουργεί ο ανταγωνισμός μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ. «Η Ευρώπη πρέπει να είναι ένας ισχυρός εταίρος των ΗΠΑ, ικανός να υπερασπιστεί τα οικονομικά της συμφέροντα. Η κατάσταση των δύο ηπείρων δεν είναι η ίδια: οι ΗΠΑ είναι εξαγωγέας ενεργειακών πόρων. Η Ευρώπη πληρώνει εξαιρετικά βαρύ τίμημα για την ενεργειακή κρίση, η οποία οδηγεί σε φτωχοποίηση και κίνδυνο οικονομικής ύφεσης» ανέφερε, μεταξύ άλλων.
Κληθείς τέλος να σχολιάσει τις αντιδράσεις στην ΕΕ για τις μεγάλες επιδοτήσεις που δίνουν οι Αμερικανοί στις βιομηχανίες τους, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ανέφερε τα εξής: «Στη G20 τονίσαμε την ανάγκη συντονισμού των οικονομικών πολιτικών για την αντιμετώπιση των συνεπειών του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσω του διαλόγου. Η συζήτηση αυτή δεν είναι καινούρια: είναι πολύ δύσκολο για τις ευρωπαϊκές εταιρείες, για παράδειγμα, να συμμετάσχουν σε δημόσιες αγορές στις ΗΠΑ. Αυτό δείχνει ότι τίθεται ζήτημα ισότιμων όρων ανταγωνισμού για την ΕΕ. Χρειαζόμαστε δικαιότερη παγκοσμιοποίηση με περισσότερα κοινά πρότυπα».