Η επίσκεψη στην Ταϊβάν της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι έχει προκαλέσει την οργή του Πεκίνου και έφερε στο φως την σκοπίμως αόριστη έννοια της «στρατηγικής ασάφειας» η οποία διέπει εδώ και δεκαετίες την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στην Ταϊβάν. Στην πραγματικότητα, οι σχέσεις ανάμεσα στην Ουάσινγκτον, το Πεκίνο και την Ταϊπέι μοιάζουν με ένα διαρκές παιγνίδι στρατιωτικής και διπλωματικής ισορροπίας.
Ιστορική πικρία
Το πολιτικό και ιδεολογικό ρήγμα που χωρίζει το Πεκίνο και την Ταϊπέι χρονολογείται από τον κινεζικό εμφύλιο, που ξέσπασε το 1927 ανάμεσα στις εθνικιστικές δυνάμεις της Kuomintang (KMT) και τις ένοπλες ομάδες που υποστήριζαν το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Το 1949, ηττημένος από τους κομμουνιστές του Μάο Τσετούνγκ, ο αρχηγός της Kuomintang Τσανγκ Κάι-σεκ, οπισθοχωρεί και αναδιπλώνεται στο νησί της Ταϊβάν που εξακολουθεί να βρίσκεται υπό τον έλεγχο των δυνάμεών του. Από εκεί, οι εθνικιστές συνεχίζουν επί σειρά ετών να θεωρούν εαυτούς νόμιμη κυβέρνηση ολόκληρης της Κίνας. Ακριβώς όπως η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας συνεχίζει σήμερα να θεωρεί την Ταϊβάν τμήμα της κινεζικής επικράτειας που θα επανενωθεί με την ηπειρωτική Κίνα σήμερα-αύριο, εν ανάγκη διά της στρατιωτικής ισχύος.
Η Ταϊβάν, η επίσημη ονομασία της οποίας παραμένει «Δημοκρατία της Κίνας», τελεί μέχρι το 1987 υπό στρατιωτικό νόμο. Στην δεκαετία του 1990, η δημοκρατία θεμελιώνεται στην Ταϊβάν, που έχει αναπτύξει με την πάροδο των ετών χωριστή ταυτότητα σε σχέση με την ηπειρωτική Κίνα. Η Ταϊβάν αίρει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, τερματίζοντας de facto την κατάσταση πολέμου με την «κομμουνιστική εξέγερση», κατά συνέπεια με το Πεκίνο. Εκτοτε ξεκινά μία αργή προσέγγιση.
Οι διμερείς σχέσεις δηλητηριάζονται εκ νέου το 2016 με την εκλογή της Τσάι Ινγκ-γουέν στην προεδρία, η οποία τάσσεται υπέρ της επίσημης κήρυξης της ανεξαρτησίας του νησιού, πράγμα που αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για το Πεκίνο.
«Στρατηγική ασάφεια»
Το 1950, η Ταϊβάν γίνεται σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών που βρίσκονται σε πόλεμο με την Κίνα στην Κορέα. Αλλά το 1979, την στιγμή που είναι προφανές ότι η Kuomintang αποκλείεται να ανακτήσει την εξουσία στην ηπειρωτική Κίνα, η Ουάσινγκτον διαρρηγνύει τις σχέσεις της με την Ταϊβάν και αναγνωρίζει την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να υποστηρίζουν αποφασιστικά την Ταϊπέι. Με βάση νόμο που ψηφίζεται στο Κονγκρέσο, η Ουάσινγκτον οφείλει να πωλεί όπλα στην Ταϊβάν ώστε να είναι σε θέση να υπερασπισθεί τον εαυτό της απέναντι στον ισχυρό Κινεζικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό.
Ομως, οι ΗΠΑ διατηρούν μία «στρατηγική ασάφεια» απέχοντας από την απερίφραστη δήλωση αν θα επέμβουν στρατιωτικά ή όχι για να υπερασπισθούν την Ταϊβάν σε περίπτωση κινεζικής εισβολής. Η έννοια αυτή έχει επιτρέψει την διατήρηση κάποιου είδους σταθερότητας στην περιοχή.
Απέναντι στην κλιμακούμενη επιθετικότητα της Κίνας, κυρίως από την ανάληψη της εξουσίας από τον Σι Τζινπίνγκ, η ιδέα της οριστικής εγκατάλειψης της στρατηγικής ασάφειας αρχίζει να κερδίζει έδαφος στην Ουάσινγκτον. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, που δημιουργεί ανησυχία ότι ενδεχομένως και το Πεκίνο θα κάνει το ίδιο στην Ταϊβάν κάποια στιγμή, δίνει επιχειρήματα στους υποστηρικτές της «στρατηγικής σαφήνειας».
Το κινεζικό καθεστώς, απολύτως εχθρικό σε κάθε είδος διεθνούς αναγνώρισης της Ταϊβάν, εξέλαβε ως κατάφωρη πρόκληση την επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊπέι. Με το δεδομένο μάλιστα ότι η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων βρίσκεται στην τρίτη θέση της πολιτειακής ιεραρχίας της Ουάσινγκτον. Το Πεκίνο αντέδρασε με την οργάνωση άνευ προηγουμένου κλίμακας στρατιωτικών ασκήσεων γύρω από την Ταϊβάν.
Όμως, οι αναλυτές συμφωνούν ότι το Πεκίνο δεν θέλει -τουλάχιστον προς το παρόν – να εισέλθει σε πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους για την Ταϊβάν.
Η «πολιτική της μίας Κίνας»
Η αμερικανική πολιτική απέναντι στην Ταϊβάν είναι πλούσια σε αποχρώσεις.
Με την εφαρμογή αυτού που αποκαλείται «πολιτική της μίας Κίνας», η Ουάσινγκτον αναγνωρίζει επισήμως μία και μόνη κινεζική κυβέρνηση, την κυβέρνηση του Πεκίνου. Αλλά ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ δεν φθάνουν μέχρι του σημείου να εγκρίνουν την θέση του Πεκίνου σύμφωνα με την οποία η Ταϊβάν αποτελεί αδιαχώριστο τμήμα της μίας και μοναδικής Κίνας, με την οποία θα επανενωθεί κάποια μέρα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν ότι η εξεύρεση λύσης είναι υποχρέωση του Πεκίνου και της Ταϊπέι, αλλά αντιτίθενται στην χρήση της στρατιωτικής ισχύος για την μεταβολή του status quo.
Επισήμως, η Ουάσινγκτον δεν αναγνωρίζει την Ταϊβάν. Αλλά εν τοις πράγμασι, η Ταϊβάν απολαμβάνει όλα τα πλεονεκτήματα της πλήρους διπλωματικής σχέσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ουάσινγκτον δεν διατηρεί πρεσβεία στην Ταϊπέι, αλλά χρέη πρεσβείας εκτελεί το «Αμερικανικό Ινστιτούτο». Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το «Γραφείο Οικονομικής και Πολιτιστικής Εκπροσώπησης της Ταϊπέι» εκτελεί επίσης χρέη πρεσβείας που δεν λέει το όνομά της.
Μόνο 14 χώρες έχουν αναγνωρίσει διπλωματικά την Ταϊβάν. Το Πεκίνο διεξάγει διαρκή εκστρατεία για να εμποδίσει κάθε διεθνή αναγνώριση της Ταϊβάν. Τον περασμένο χρόνο, αντέδρασε έντονα όταν η Ταϊβάν άνοιξε διπλωματική αντιπροσωπεία στην Λιθουανία με το όνομά της, ενώ οι άλλες άτυπες πρεσβείες χρησιμοποιούν την ονομασία «Ταϊπέι», που είναι πιο αποδεκτή από το κινεζικό καθεστώς.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και όλο και περισσότερες χώρες διεξάγουν εκστρατεία για την εισδοχή της Ταϊβάν σε ορισμένους οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.