Η 11χρονη Μιλένα Ουράλοβα θυμάται ότι έχασε τις αισθήσεις της και ότι όταν συνήλθε είδε τη μητέρα της Γελένα να κλαίει καθώς η κόρη της είχε τραυματιστεί ενώ η οικογένειά της προσπαθούσε να εγκαταλείψει την πολιορκημένη Μαριούπολη πριν από δύο εβδομάδες.
Αναρρώνοντας τώρα στη σχετική ασφάλεια ενός νοσοκομείου παίδων στην πόλη Ζαπορίζια, σε απόσταση περίπου 200 χιλιομέτρων, ανακαλεί με ηρεμία στη μνήμη της το περιστατικό, με τα τραύματά της στο πρόσωπο και τον λαιμό της να είναι ακόμα εμφανή.
«Είδα σκοτάδι και ένας δυνατός θόρυβος ηχούσε στα αυτιά μου», είπε το κορίτσι. «Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είδα τη μητέρα μου να με κρατά στην αγκαλιά της. Με ακούμπησε κάτω και άρχισε να κλαίει και να ζητά βοήθεια».
Σύμφωνα με τη Γελένα, η Μιλένα τραυματίστηκε όταν ρωσικά στρατεύματα άνοιξαν πυρ καθώς η οικογένεια πέρασε από σημείο ελέγχου καθ’ οδόν προς τη Ζαπορίζια, μια βιομηχανική πόλη που έχει γίνει βασικό πέρασμα για όσους εγκαταλείπουν τη Μαριούπολη.
Λεωφορεία γεμάτα ανθρώπους που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους φθάνουν στην πόλη, πριν κινηθούν ακόμα πιο δυτικά, ακολουθώντας μια πορεία που πήρε περίπου το ένα τέταρτο των 44 εκατ. κατοίκων της Ουκρανίας, που αναγκάστηκε να αναζητήσει καταφύγιο είτε σε άλλες, ασφαλέστερες περιοχές της χώρας, είτε στο εξωτερικό.
Δίπλα στη Μιλένα είναι ο Σάσα, ένα 11χρονο αγόρι, επίσης από τη Μαριούπολη, με ένα μεγάλο λευκό επίδεσμο στο πρόσωπο, από τον τραυματισμό που υπέστη από χτύπημα με πύραυλο την ώρα που έπαιζε με φίλους του. «Φοβόμουν πολύ, υπήρχε παντού πολύ αίμα», είπε.
Η Μαριούπολη, μια πόλη-λιμάνι στην Αζοφική Θάλασσα, έχει γίνει σύμβολο δεινών εδώ και πάνω από ένα μήνα από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στη γειτονική της χώρας σε μια «ειδική επιχείρηση», όπως την χαρακτηρίζει το Κρεμλίνο, για τον αφοπλισμό και την «αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας.
Σύμφωνα με τις δημοτικές αρχές της Μαριούπολης, σχεδόν 5.000 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων περίπου 210 παιδιά, έχουν σκοτωθεί από τότε που ξεκίνησε η ρωσική επίθεση.
Η Ρωσία αρνείται ότι οι δυνάμεις της στοχοθετούν αμάχους, αλλά οι τοπικές αρχές λένε ότι τουλάχιστον το 80% της πόλης έχει καταστραφεί και οι υπηρεσίες των Ηνωμένων Εθνών έχουν προειδοποιήσει για «ιδιαίτερα δυσμενείς» συνθήκες στη Μαριούπολη και άλλες πόλεις.
Οι άνθρωποι που καταφέρνουν να φθάσουν στη Ζαπορίζια, συνήθως ύστερα από ένα κοπιαστικό και επικίνδυνο ταξίδι με αυτοκίνητο ή λεωφορείο, μιλούν για κατεστραμμένη, έρημη γη, γεμάτη χαλάσματα χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα ή θέρμανση, όπου οι άνθρωποι μαγειρεύουν σε φωτιές που έχουν ανάψει και πίνουν βρόχινο νερό ή λιωμένο χιόνι.
«Η Μαριούπολη χάθηκε, έχει βομβαρδιστεί», δήλωσε η Κάτια Σεμένιουκ, 77 ετών, καθισμένη σε ένα γεμάτο με κόσμο σούπερ μάρκετ που έχει μετατραπεί σε κέντρο υποδοχής και όπου στους ανθρώπους που έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους προσφέρεται φαγητό, ζεστά ρούχα και βοήθεια.
Ένας πίνακας ανακοινώσεων καλύπτεται από ιδιόχειρα μηνύματα με εκκλήσεις για τον εντοπισμό αγνοούμενων συγγενών ή με προσφορά βοήθειας για μετακινήσεις. Εθελοντές βοηθούν με τα διαδικαστικά και την οργάνωση των στοιχείων των ανθρώπων που έχουν χάσει τα προσωπικά τους έγγραφα.
Η Σεμένιουκ έφθασε στη Ζαπορίζια αφού πέρασε εβδομάδες μετακινούμενη από καταφύγιο σε καταφύγιο στη Μαριούπολη, όπου είχε πάει να προστατευθεί με τον γιο της καθώς λόγω των βομβαρδισμών εγκατέλειψε το σπίτι της σε ένα χωριό λίγο έξω από την πόλη.
«Υπήρχε σπίτι, είχαμε τα πάντα και τώρα δεν έμεινε τίποτα», δήλωσε.
Για πολλούς από αυτούς που γλίτωσαν το μέλλον είναι αβέβαιο καθώς κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πόσο θα κρατήσουν οι συγκρούσεις.
Αλλά η Μιλένα, που αγαπά τη γυμναστική, έχει μερικές ιδέες. Με την πόλη τους να έχει καταστραφεί, η οικογένεια κατευθύνεται προς τη γειτονική Λιθουανία, προς τα δυτικά. «Έχω ένα όνειρο ότι όταν φθάσουμε στη Λιθουανία, θα βρούμε ένα γυμναστήριο και θα μπορώ να προπονηθώ και πάλι», είπε.