Καθώς πλησιάζουν οι βουλευτικές εκλογές της Κυριακής, τα πολιτικά κόμματα της Τουρκίας πραγματοποιούν τις τελευταίες προεκλογικές τους συγκεντρώσεις. Το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) υποστηρίζει ότι στην κεντρική συγκέντρωσή του στην Κων/πολη συγκεντρώθηκαν ένα εκατομμύριο άνθρωποι. Εκεί μίλησε ο πρόεδρος Ερντογάν, παρόλο που ως εκ της θέσεώς του θα πρέπει να είναι υπεράνω κομμάτων.
Οι περισσότερες δημοσκοπήσεις δίνουν στο ΑΚΡ 42%, ένα ποσοστό που μπορεί να μην αποδειχθεί αποτελεσματικό για την πλειοψηφία των εδρών, πόσο μάλλον για τα 3/5 που χρειάζεται ο Ερντογάν για να αλλάξει το Σύνταγμα και να εισαγάγει ένα ισχυρό προεδρικό σύστημα. Το μεγαλύτερο εμπόδιό του δεν είναι ούτε το κεντροαριστερό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα ούτε το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης, αλλά το φιλοκουρδικό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (HDP), το οποίο πρέπει να λάβει πάνω από 10% για να εισέλθει στο κοινοβούλιο. Αν το πετύχει, μπορεί να χαλάσει τα σχέδια του Ερντογάν. Και γι’αυτό ακριβώς το στηρίζουν και πολλοί Τούρκοι που ανησυχούν για τον αυταρχισμό του προέδρου τους.
Πράγματι, το αγόρι που πουλούσε τσάι στη λαϊκή συνοικία Κασίμπασα, στην Κων/πολη, ονειρεύεται να γίνει ο νέος Ατατούρκ. Κι αν είναι πανταχού παρών σ’αυτή την προεκλογική εκστρατεία, το κάνει για να υπενθυμίσει στους ψηφοφόρους ότι στα 13 χρόνια που βρίσκεται στην εξουσία έχει οδηγήσει τη χώρα στην ευημερία: το ΑΕΠ έχει τριπλασιαστεί, έχουν γίνει μεγάλα έργα, έχει αυξηθεί η κατανάλωση, με λίγα λόγια η Τουρκία έχει αποκτήσει μια ισχυρή οικονομία και έχει κατακτήσει τον διεθνή σεβασμό.
Οσο πλησιάζουν όμως οι εκλογές, τόσο το άστρο του ΑΚΡ φαίνεται να δύει. Θα παραμείνει βέβαια το πρώτο πολιτικό κόμμα της χώρας, αλλά ίσως να αναγκαστεί να συγκροτήσει κυβέρνηση συνασπισμού, κάτι πρωτοφανές για την Τουρκία. Για να αλλάξει το Σύνταγμα, οι ισλαμοσυντηρητικοί πρέπει να κερδίσουν 367 από τις 550 έδρες του κοινοβουλίου. Με 330 βουλευτές, μπορούν πάντα να κάνουν δημοψήφισμα. Από εκεί και κάτω, θα πρέπει να αποχαιρετήσουν το σχέδιο της προεδρικής Δημοκρατίας.
«Στις 8 Ιουνίου, η Τουρκία μπορεί να ξυπνήσει με μια κυβέρνηση συνασπισμού», έγραφε στις 25 Μαίου ο Αμπντουλκαντίρ Σελβί, αρθρογράφος της εφημερίδας Yeni Safak. Η ευθύνη ανήκει στη διεύθυνση του ΑΚΡ – συμπλήρωνε -, η οποία μπορεί να συνέδεσε τις δύο όχθες του Βοσπόρου με μια υποθαλάσσια διώρυγα, δεν μπόρεσε όμως να συνδεθεί με ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος. «Σ’αυτές τις εκλογές, ο μεγαλύτερος αντίπαλος του AKP είναι το ΑΚΡ», κατέληγε. Στους κόλπους του κόμματος, η ιδέα της αλλαγής του καθεστώτος δεν συναντά τη συναίνεση.
Το 2002, σχολιάζει η Marie Jégo στη Le Monde, η οικονομική ανάπτυξη είχε αποτελέσει ισχυρό χαρτί στα χέρια των ισλαμοσυντηρητικών. Δεκατρία χρόνια αργότερα, όμως, η επιβράδυνση της ανάπτυξης και η αυξημένη ανεργία περιπλέκουν το έργο τους. Η προσωποποίηση του καθεστώτος δεν έκανε καλό στον ισχυρό άνδρα της χώρας. Ο Ερντογάν έχει την τάση να αποφασίζει για τα πάντα, από το επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας μέχρι τον αριθμό των παιδιών που πρέπει να γεννά κάθε γυναίκα. Και καθώς έχει εξαπολύσει επίθεση εναντίον των πάντων, από τον Τύπο μέχρι τους επιχειρηματίες και τους πολιτικούς του αντιπάλους, δυσκολεύεται να πείσει τους ψηφοφόρους ότι πρέπει να ενισχυθούν ακόμη περισσότερο οι εξουσίες του.
Μια άλλη πηγή ανησυχίας για τις μειονότητες είναι ο τρόπος με τον οποίο χειραγωγεί τη θρησκεία και χρησιμοποιεί το Κοράνι για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Το κόμμα του έχει επίσης χάσει την εικόνα του «λευκού και καθαρού κόμματος» ύστερα από τα σκάνδαλα διαφθοράς που αποκαλύφθηκαν τον Δεκέμβριο του 2013. Ο «Ταγίπ μπέη» έχασε λοιπόν τη μαγεία του; Το υποστήριξε ο δημοσιογράφος Αμπντουλκαντίρ Σελβί σε ένα άρθρο του και αμέσως χαρακτηρίστηκε ανεπιθύμητος στον κύκλο των διαπιστευμένων δημοσιογράφων.
Οι βετεράνοι του κόμματος, ο πρώην πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Μπουλέντ Αρίντς, ο πρόεδρος του κοινοβουλίου Τζεμίλ Τζιτσέκ, έχουν πάρει τις αποστάσεις τους. Αν και είχε προσκληθεί στις τελετές για την άλωση της Κων/πολης, ο πρώτος δεν παρέστη. «Το να έχεις την πλειοψηφία δεν είναι αναγκαστικά συνώνυμο με την πολιτική σταθερότητα», είχε δηλώσει πριν από λίγους μήνες ο Γκιουλ, που έχει αποσυρθεί πια από την πολιτική ζωή.