Η Ινδία «σπρώχνει» συνεχώς με δύναμη προς τα πάνω, συμπιέζοντας την υπόλοιπη Ασία, πράγμα που από τη μία έχει δημιουργήσει τα πανύψηλα Ιμαλάια και από την άλλη, προκαλεί μεγάλους σεισμούς κατά διαστήματα.
Αυτή είναι η απλή εξήγηση, γιατί ο φονικός σεισμός των 7,8 Ρίχτερ έλαβε χώρα στο Νεπάλ και γιατί, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι θέμα χρόνου να ξανασυμβεί, πιθανώς, ακόμη πιο ισχυρός, αν και πότε ακριβώς αυτό θα συμβεί παραμένει φυσικά απρόβλεπτο.
Η ιστορική στατιστική ανάλυση δείχνει ότι είναι πιθανό να συμβεί μετά από τέσσερις ή πέντε δεκαετίες, αλλά η Γη αρέσκεται στις εκπλήξεις, συνεπώς κανείς στην περιοχή δεν μπορεί να κοιμάται ήσυχος.
Όλα ξεκίνησαν πριν από τουλάχιστον 25 εκατομμύρια χρόνια, όταν η Ινδία, που έως τότε ήταν μία απομονωμένη μάζα ξηράς, σαν ένα μεγάλο νησί, «γλιστρώντας» πάνω σε μία τεκτονική πλάκα που κινείτο από τα νότια προς τα βόρεια, έπεσε πάνω στην ηπειρωτική Ασία.
Οι δύο γιγάντιες πλάκες, της Ινδίας και της Ευρασίας, συνεχίζουν να συγκρούονται με ταχύτητα περίπου τεσσάρων έως πέντε εκατοστών κάθε χρόνο, με την ινδική πλάκα να καταβυθίζεται αργά κάτω από την ευρασιατική. Το αντίστοιχο τεκτονικό ρήγμα, όπου συσσωρεύεται η γεωλογική ένταση, «τρέχει» για περίπου 2.200 χιλιόμετρα κατά μήκος των νοτίων συνόρων του Νεπάλ.
Αν και για την ανθρώπινη αντίληψη του χρόνου η ταχύτητα σύγκρουσης των τεσσάρων έως πέντε εκατοστών ετησίως δεν φαίνεται μεγάλη, για τα γεωλογικά δεδομένα θεωρείται πολύ γρήγορη. Έως τώρα ήταν υπεραρκετή για να έχει δημιουργήσει τα υψηλότερα βουνά στον κόσμο (που συνεχίζουν να ψηλώνουν περίπου ένα εκατοστό ετησίως) και, κατά περιόδους, να «πυροδοτεί» καταστροφικούς σεισμούς. Ο προηγούμενος σεισμός στο Νεπάλ, το 1934 (πριν 81 χρόνια), ήταν ακόμη πιο ισχυρός, της τάξης των 8,1 Ρίχτερ, σκοτώνοντας πάνω από 10.600 ανθρώπους.
Οι ειδικοί έχουν προειδοποιήσει για τους κινδύνους εδώ και πολύ καιρό. Ο νέος σεισμός -κατά τον οποίο εκτιμάται ότι η ινδική πλάκα προχώρησε απότομα κατά περίπου δύο μέτρα προς τον Βορρά- δεν αποτελεί παρά μία οδυνηρή υπενθύμιση. Όποιος ζει σε αυτή την περιοχή ή την επισκέπτεται για να περιηγηθεί στο Κατμαντού ή να σκαρφαλώσει στο Έβερεστ, πρέπει να έχει επίγνωση των κινδύνων.
Σύμφωνα με τον αμερικανικό μη κερδοσκοπικό οργανισμό εκτίμησης γεωκινδύνων GeoHazards International, κατά μέσο όρο, μετά το 1255, ένας ισχυρός σεισμός γύρω στους 8 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ πλήττει το Νεπάλ και τις γύρω περιοχές, κάθε 75 χρόνια. Ο ίδιος οργανισμός εκτιμά ότι αν -ή μάλλον όταν- ξανασυμβεί ένας σεισμός ανάλογος του 1934, δηλαδή των 8,1 βαθμών, οι νεκροί μπορεί να ξεπεράσουν τους 40.000, καθώς η περιοχή είναι πλέον πολύ πιο πυκνοκατοικημένη, με δεδομένο ότι στην κοιλάδα του Κατμαντού, της πρωτεύουσας του Νεπάλ, ο πληθυσμός (σήμερα είναι περίπου 1,5 εκατομμύριο κάτοικοι) αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό 6,5%.
Υπολογίζεται ότι ο σεισμός της 25ης Απριλίου όχι μόνο ισοπέδωσε μεγάλο μέρος του ιστορικού κέντρου του Κατμαντού, αλλά, επίσης, μετακίνησε όλη την πόλη κατά περίπου τρία μέτρα προς τα νότια. Η τεκτονική ενέργεια που απελευθερώθηκε, ισοδυναμούσε με τουλάχιστον 20 βόμβες υδρογόνου (κάθε μία από αυτές πολύ ισχυρότερη από την ατομική βόμβα που κατέστρεψε τη Χιροσίμα). Κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, στο Νεπάλ έχουν γίνει τέσσερις σεισμοί άνω των 6 Ρίχτερ.
Άλλες πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές που κινδυνεύουν από ισχυρούς σεισμούς, σύμφωνα με τους γεωλόγους, είναι η Τεχεράνη (Ιράν), η Αϊτή, η Λίμα (Περού), η Παντάνγκ (Ινδονησία) και η Κωνσταντινούπολη, που βρίσκονται κοντά σε μεγάλα τεκτονικά ρήγματα.
Ο ισχυρότερος σεισμός που έχει συμβεί παγκοσμίως μετά το 1900, έγινε στις 22 Μαΐου 1960 στη βόρεια Χιλή και ήταν μεγέθους 9,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, προκαλώντας τσουνάμι και σκοτώνοντας πάνω από 1.700 ανθρώπους.