Το ένα στα οκτώ παιδιά στον κόσμο –με άλλα λόγια πάνω από 300 εκατομμύρια– ζει σε εμπόλεμη ζώνη και ενδέχεται να στρατολογηθεί εξαναγκαστικά, προειδοποίησε την Τρίτη (30/11) η μη κυβερνητική οργάνωση Save the Children («Σώστε τα Παιδιά»), απευθύνοντας έκκληση να διευρυνθεί η πρόσβαση στη σχολική εκπαίδευση, κάτι που θεωρεί πως έχει καίρια σημασία για τη μείωση του κινδύνου αυτού.
Το 2020, τα Ηνωμένα Έθνη απηύθυναν έκκληση να κηρυχθεί παγκόσμια κατάπαυση του πυρός, ώστε να μπορέσει να αντιμετωπιστεί απρόσκοπτα η πανδημία του νέου κορονοϊού. Όμως ένοπλες οργανώσεις όχι μόνο συνέχισαν, αλλά κλιμάκωσαν τη δράση τους σε διάφορες χώρες, ανάμεσά τους στο Αφγανιστάν, στη ΛΔ Κονγκό, στη Νιγηρία, στην Υεμένη.
Η έκθεση της ΜΚΟ αναφέρει ότι το 2020, 337 εκατομμύρια παιδιά ζούσαν σε περιοχές όπου δρουν ένοπλες οργανώσεις ή τακτικές δυνάμεις που επιδίδονται σε στρατολόγηση ανηλίκων.
Σχεδόν 200 εκατομμύρια από αυτά ζουν στις πιο θανάσιμες εμπόλεμες ζώνες, αριθμός αυξημένος κατά 20% σε σύγκριση με το 2019.
«Είναι απλά φρικιαστικό το ότι στη σκιά της πανδημίας του νέου κορονοϊού και παρά την έκκληση του ΟΗΕ να κηρυχθεί παγκόσμια κατάπαυση του πυρός, περισσότερα παιδιά παρά ποτέ» κινδυνεύουν να υποστούν εξαναγκαστική στρατολόγηση και «να τραυματιστούν ή να σκοτωθούν», σύμφωνα με την Ίνγκερ Άσινγκ, γενική διευθύντρια της Save the Children International.
Ο ακριβής αριθμός των παιδιών-στρατιωτών είναι άγνωστος. Το 2020, όμως, πάνω από 8.500 παιδιά στρατολογήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως μαχητές ή σε υποστηρικτικούς ρόλους, κυρίως από μη κρατικές ένοπλες οργανώσεις, σύμφωνα με δεδομένα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Πρόκειται για αριθμό αυξημένο κατά 10% σε σύγκριση με το 2019.
Ο αριθμός αυτός πιθανόν αντιπροσωπεύει μόνο ένα μικρό μέρος των παιδιών που έχουν στρατολογηθεί στην πραγματικότητα, υπογραμμίζεται στην έκθεση της οργάνωσης.
«Εκατομμύρια παιδιά δεν έχουν γνωρίσει τίποτε άλλο παρά μόνο τον πόλεμο, με φοβερές συνέπειες για την ψυχική τους υγεία, για τη δυνατότητά τους να πάνε στο σχολείο, για την πρόσβαση σε θεμελιώδεις υπηρεσίες που σώζουν ζωές. Αυτό αποτελεί στίγμα για τη διεθνή κοινότητα», τόνισε η κυρία Άσινγκ σε δελτίο Τύπου της ΜΚΟ.
Η εξαναγκαστική στρατολόγηση παιδιών για να χρησιμοποιηθούν σε ένοπλες συρράξεις θεωρείται μια από τις χειρότερες μορφές παιδικής εργασίας, μαζί με την εμπορία ανηλίκων για σεξουαλική εκμετάλλευση, σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας του ΟΗΕ.
Τα παιδιά είναι πιο ευάλωτα στη στρατολόγηση αν είναι φτωχά ή δεν μπορούν να πάνε στο σχολείο, για να συμμετέχουν σε μάχες, για να αναλαμβάνουν υποστηρικτικούς ρόλους , όπως μαγείρων, ή για σεξουαλική εκμετάλλευση.
Τα κορίτσια, που αριθμούν γύρω στο 15% των περιπτώσεων εξαναγκαστικής στρατολόγησης που κατέγραψε ο ΟΗΕ το 2020, συχνά χρησιμοποιούνται για να κατασκοπεύουν, ή ως βομβίστριες-καμικάζι, ενώ διατρέχουν πολύ υψηλό κίνδυνο να υποστούν σεξουαλική κακοποίηση, σύμφωνα με τη Save the Children.
Η έκθεση διατυπώνει προτάσεις για να τερματιστεί αυτός που αποκαλεί «πόλεμο εναντίον των παιδιών», όπως να λογοδοτούν οι δράστες σοβαρών παραβιάσεων και να δοθούν εγγυήσεις για την πρόσβαση των παιδιών στην εκπαίδευση και για την προστασία τους από την εξαναγκαστική στρατολόγηση.
Η Ειδική Επιτετραμμένη του ΟΗΕ για τα Παιδιά στις Ένοπλες Συρράξεις, η Βιρχίνια Γάμπα, τόνισε νωρίτερα αυτόν τον μήνα, σε κοινή ανακοίνωση με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας και τη ΜΚΟ War Child UK, ότι οι κυβερνήσεις οφείλουν να βάλουν τις ανάγκες των παιδιών στην καρδιά των σχεδιασμών τους για την ανάκαμψη από την πανδημία του νέου κορονοϊού.
Η κυρία Γάμπα υπογράμμισε την ανάγκη να δημιουργηθούν προγράμματα επανένταξης των παιδιών και να υποστηριχθούν πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται σε επίπεδο κοινοτήτων και από τις οργανώσεις οι οποίες δουλεύουν στην πρώτη γραμμή.
Όμως, σύμφωνα με τη Σάντρα Όλσον, σύμβουλο κοινωνικής επανένταξης παιδιών-στρατιωτών στη μη κυβερνητική οργάνωση War Child UK, η έλλειψη χρηματοδότησης παραμένει μείζον εμπόδιο.
«Πολλά προγράμματα επανένταξης σήμερα λαμβάνουν χρηματοδότηση μόνο για 12 μήνες ή ακόμα λιγότερο, περιόδους υπερβολικά βραχυχρόνιες για να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα και η δράση των κοινοτήτων», εξηγεί η κυρία Όλσον, καλώντας κράτη και δωρητές να «δώσουν προτεραιότητα σε αυτό το κρίσιμο έργο».