Η αρχαιοελληνική ιστορία ανατρέπεται και σχεδόν… ξαναγράφεται εξαιτίας μιας πολύ σημαντικής ανακάλυψης στον ιταλικό βυθό. Συγκεκριμένα, προ ημερών, ανακαλύφθηκε το ναυάγιο ενός κορινθιακού πλοίου με αμφορείς, αγγεία και κεραμικά ποτήρια κρασιού στο φορτίο του, αντικείμενα που προορίζονταν για την υψηλή κοινωνία της εποχής εκείνης, με την καινούργια αρχαιολογική ανακάλυψη να αλλάζει άρδην όλα όσα γνώριζαν οι αρχαιολόγοι για τις εμπορικές συνδέσεις της Αρχαίας Ελλάδας με τη νότια Ιταλία.
Η ιστορία της ανακάλυψης του ναυαγίου στον πορθμό του Οτράντο στην Απουλία, ξεκίνησε το 2018 στο πλαίσιο της κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου Trans Adriatic Pipeline (ΤΑΡ) για την μεταφορά αερίου από το Αζερμπαϊτζάν έως την Ιταλία μέσω Ελλάδας.
Κατά τη διάρκεια των έργων για τον αγωγό, ανακαλύφθηκε σε βάθος 780 μέτρων το ναυάγιο του πλοίου με αντικείμενα ύψιστης αρχαιολογικής σημασίας.
Η ίδια η TAP χρηματοδότησε την ανάκτηση 22 σκευών με ένα ειδικό είδος υποβρυχίου με καλωδιακή καθοδήγηση και μια ειδική αντλία αναρρόφησης από το αμπάρι του πλοίου.
Όπως διαπίστωσαν οι αρχαιολόγοι, πολλά από τα ακριβά σκεύη ήταν «συσκευασμένα» σε μεγαλύτερα δοχεία, ώστε να αντέξουν το μεγάλο θαλάσσιο ταξίδι, με το Υπουργείο Πολιτισμού της Ιταλίας να κάνει λόγο για «ένα πρωτοφανές γεγονός στην ιστορία της υποβρύχιας αρχαιολογίας».
Οι εργαστηριακές εξετάσεις επιβεβαίωσαν πως το ναυάγιο και τα αντικείμενά του χρονολογούνται στον 7ο αιώνα π.Χ. Και εδώ έγκειται η σημαντική ιστορική ανατροπή, καθώς η σημαντική αυτή ανακάλυψη μετακινεί χρονολογικά την έναρξη των εμπορικών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας και της Μεγάλης Ελλάδας (δηλαδή των ελληνικών αποικιών στην Σικελία και την Νότια Ιταλία) σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου από ότι πιστευόταν μέχρι σήμερα.
«Οι σημερινές ερευνητικές τεχνολογίες μας επιτρέπουν να εντοπίσουμε πολύτιμες λεπτομέρειες από το περιεχόμενο αμφορέων και αγγείων, μέχρι την ποικιλία ελιών [που μεταφέρονταν]», επεσήμανε ο Γενικός Διευθυντής των Κρατικών Μουσείων της Ιταλίας, Μάσιμο Οζάνα, με τον Ιταλό Υπουργό Πολιτισμού Ντάριο Φραντσεσκίνι να σημειώνει με την σειρά του εμφατικά πως «πρόκειται περί μιας πολύ πλούσιας κληρονομιάς, που καταδεικνύει την ανάγκη επιστροφής στην επένδυση της υποβρύχιας και ενάλιας αρχαιολογίας που είναι ικανή να μας επιστρέψει όχι μόνο τους θησαυρούς που κρύβονται στις θάλασσές μας, αλλά και την ιστορία μας». Ο υπουργός, τέλος, διαβεβαίωσε ότι πρόθεση του υπουργείου είναι να φέρει στην επιφάνεια και τα υπόλοιπα 200 ευρήματα που για την ώρα παραμένουν στον βυθό, και να δημιουργήσει ένα μουσείο.
Η Μεγάλη Ελλάδα
Για την Αρχαία Ελλάδα, ο «Νέος Κόσμος» δεν ήταν η Αμερική ή οι Ινδίες, όπως επί Χριστόφορου Κολόμβου, αλλά τα λιμάνια της νότιας Ιταλίας και Σικελίας. Σταδιακά, οι Έλληνες άποικοι από πολλές ελληνικές πόλεις ονόμασαν τις νέες αυτές περιοχές «Μεγάλη Ελλάδα». Μερικές από τις σημαντικότερες πόλεις της Ιταλίας ήταν: η Κύμη (η πρώτη ιταλική αποικία, ιδρύθηκε το 740 π.Χ. από την Χαλκίδα και την Κύμη, η Σύβαρις (π. 720 π.Χ., από την Τροιζήνα), Τάρας (706 π.Χ. από την Σπάρτη), το Ρήγιο (π. 720 π.Χ. από την Χαλκίδα), η Ελέα (π. 540 π.Χ., από την Φώκαια) και οι Θούριοι (π. 443 π.Χ., από την Αθήνα). Στη Σικελία, οι κύριες αποικίες περιελάμβαναν τις πόλεις: οι Συρακούσες (733, π.Χ., ιδρύθηκε από την Κόρινθο) και η Ιμέρα (π. 630 π.Χ., από την Μεσσήνη).
Λόγω της σημαντικής αυτής γεωγραφικής θέσης αυτών των αποικιών, σύντομα ξεκίνησαν συχνότατες εμπορικές επαφές ανάμεσα στους μεγάλους πολιτισμούς της εποχής εκείνης, δηλαδή τους Έλληνες, τους Ετρούσκους και τους Φοίνικες, με αποτέλεσμα να ευημερήσουν οικονομικά, τόσοι οι ίδιες οι πόλεις αυτές, όσο και οι κάτοικοί τους.
Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι κάποιες από τις αποικίες αυτές δημιούργησαν με την σειρά τους και δικές τους αποικίες, επεκτείνοντας ακόμη περαιτέρω την ελληνική επιρροή, με πιο αξιοσημείωτη την Κυρήνη στην Βόρεια Αφρική το 630 π.Χ.