O πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα χαιρέτισε σήμερα τον «φίλο» του Δαλάι Λάμα με την ευκαιρία μιας ετήσιας προσευχής που τελέστηκε το πρωί στην Ουάσιγκτον στην οποία παρίστατο ο πνευματικός ηγέτης των Θιβετιανών, ένα γεγονός που προκάλεσε τη δυσφορία του Πεκίνου.
«Θέλω να υποδεχθώ ιδιαίτερα τον καλό μου φίλο» δήλωσε ο Μπαράκ Ομπάμα στην αρχή της ομιλίας που εκφώνησε ενώπιον περίπου 3.000 ανθρώπων που παρίσταντο σε αυτό το ετήσιο ραντεβού στην ομοσπονδιακή πρωτεύουσα των ΗΠΑ.
Ο Δαλάι Λάμα είναι «ένα ισχυρό παράδειγμα του τι σημαίνει η συμπόνια, πρόκειται για μία πηγή έμπνευσης που μας ενθαρρύνει να μιλήσουμε για χάρη της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπινων όντων» συνέχισε ο Αμερικανός πρόεδρος.
«Είμαστε πανευτυχείς που βρίσκεται ανάμεσά μας σήμερα» προσέθεσε ο ίδιος υπενθυμίζοντας ότι έχει τον έχει υποδεχθεί πολλές φορές στο Λευκό Οίκο.
Λίγο πριν από την έναρξη της ομιλίας του, ο πνευματικός ηγέτης του Θιβέτ, που είχε καθίσει σε ένα τραπέζι έχοντας στον πλευρό του τη Βάλερι Τζάρετ, τη στενή σύμβουλο του Αμερικανού προέδρου, χαιρέτισε το πλήθος με μια χαρακτηριστική χειρονομία, ενώνοντας τα δύο του χέρια.
Ο Ομπάμα καθόταν σε μία εξέδρα μαζί με τη σύζυγό του Μισέλ και 10 περίπου ομιλητές απάντησε στον Δαλάι Λάμα με την ίδια χειρονομία.
Ο Λευκός Οίκος δεν αποκλείει να υπάρξει ένας σύντομος διάλογος μεταξύ των δύο ανδρών που έχουν τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ ειρήνης, ωστόσο η αμερικανική προεδρία έχει φροντίσει να υπογραμμίσει ότι καμία «ειδική συνάντηση» μεταξύ των δύο ανδρών δεν έχει προγραμματιστεί.
Ο βασιλιάς Αμπντάλα Β΄ επρόκειτο να παραβρεθεί σε αυτήν την εκδήλωση αλλά επέστρεψε στο Αμάν από το βράδυ της Τρίτης μετά την εκτέλεση του Ιορδανού πιλότου από τους τζιχαντιστές της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος.
Αμέσως μετά την ανακοίνωση της επίσκεψης του Δαλάι Λάμα στην Ουάσιγκτον, το Πεκίνο αντέδρασε με έντονο τρόπο.
«Αντιτιθέμεθα σε οποιαδήποτε συνάντηση, οποιαδήποτε μορφή και αν έχει, μεταξύ ενός ξένου ηγέτη και του Δαλάι Λάμα» δήλωσε ο Χονγκ Λέι, εκπρόσωπος τύπου του υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας, καλώντας την Ουάσιγκτον να «ενεργήσει όπως αρμόζει στο θέμα αυτό, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα των διμερών σχέσεων».